Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απόφαση που εξέδωσε την Τρίτη 30 Ιανουαρίου στην υπόθεση C-442/22 έκρινε ότι υπάλληλος που χρησιμοποιεί τα στοιχεία του εργοδότη του, ένα αγνοία και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του, για να εκδώσει πλαστά τιμολόγια, είναι υπόχρεος στην καταβολή του ΦΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι ο εργοδότης επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια.
Ιστορικό
Μεταξύ Ιανουαρίου 2010 και Απριλίου 2014, υπάλληλος εταιρείας εγκατεστημένης στην Πολωνία που εκμεταλλευόταν πρατήριο καυσίμων εξέδωσε 1.679 τιμολόγια που δεν αντικατόπτριζαν πραγματικές πωλήσεις αγαθών, συνολικού ποσού περίπου 320.000 ευρώ. Προς τούτο, χρησιμοποιούσε τα στοιχεία του εργοδότη της, υποκειμένου στον φόρο, για τους σκοπούς του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεση του τελευταίου. Τα εν λόγω τιμολόγια δεν καταχωρίστηκαν στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας και ο αντίστοιχος ΦΠΑ δεν καταβλήθηκε στον κρατικό προϋπολογισμό, ούτε περιλήφθηκε στις φορολογικές δηλώσεις της εταιρείας.
Τα επίμαχα τιμολόγια, όπως αποδείχθηκε, συνδέονταν πλασματικώς με πραγματικές πωλήσεις του πρατηρίου υγρών καυσίμων που διαχειριζόταν η υπάλληλος, οι οποίες είχαν καταγραφεί από τις ταμειακές μηχανές του πρατηρίου καυσίμων. Ειδικότερα, τα τιμολόγια αυτά συνοδεύονταν από γνήσιες ταμειακές αποδείξεις, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε συναλλαγές που είχαν όντως πραγματοποιηθεί με οντότητες διαφορετικές από εκείνες που αναγράφονταν στα τιμολόγια, και εκδόθηκαν και πωλήθηκαν από την υπάλληλο χωρίς τη συγκατάθεση και εν αγνοία της διοίκησης της εταιρείας, προκειμένου να επιτευχθεί δολίως επιστροφή του ΦΠΑ στις οντότητες στο όνομα των οποίων είχαν εκδοθεί τα τιμολόγια. Οι εν λόγω ταμειακές αποδείξεις συλλέγονταν από υπαλλήλους του πρατηρίου και παραδίδονταν στην υπάλληλο έναντι οικονομικού ανταλλάγματος. Τα επίμαχα τιμολόγια καταχωρίζονταν στον υπολογιστή του πρατηρίου με μορφότυπο διαφορετικό από εκείνον των κανονικών τιμολογίων που εξέδιδε το πρατήριο καυσίμων και δεν ήταν προσβάσιμα παρά μόνο με τη χρήση κωδικών πρόσβασης στον υπολογιστή.
Μετά από έλεγχο, οι αρμόδιες αρχές εξέδωσαν απόφαση με την οποία καθόριζαν το ποσό του ΦΠΑ που όφειλε η εταιρεία.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, η εταιρεία «δεν είχε επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια για να αποτρέψει την έκδοση των επίμαχων τιμολογίων. Ειδικότερα, κανένα έγγραφο δεν προσδιόριζε συγκεκριμένα τις αρμοδιότητες της υπαλλήλου, η οποία μπορούσε, στο πλαίσιο των καθηκόντων της, να εκδίδει τιμολόγια που αντιστοιχούσαν στα έσοδα του πρατηρίου υγρών καυσίμων εκτός του ηλεκτρονικού συστήματος λογιστικής της εταιρείας και χωρίς την έγκριση της διεύθυνσης. Δεδομένου δε ότι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας γνώριζε ότι εκδίδονταν τιμολόγια συνδεόμενα με ταμειακές αποδείξεις του πρατηρίου καυσίμων, χωρίς λογιστικό έλεγχο, μπορούσε και όφειλε να προβλέψει ότι αυτός ο τρόπος λειτουργίας θα διευκόλυνε την έκδοση τιμολογίων με σκοπό την απάτη».
Κατά τις φορολογικές αρχές, η δόλια συμπεριφορά κατέστη δυνατή λόγω της έλλειψης επαρκούς εποπτείας και οργάνωσης εντός της εταιρίας που προσέλαβε την υπάλληλο. Εν συνεχεία, η εταιρεία προσέβαλε την απόφαση της φορολογικής αρχής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, το οποίο, με τη σειρά του, παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί ποιος, από την εταιρία της οποίας τα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν παρανόμως στο τιμολόγιο και ο εργαζόμενος που χρησιμοποίησε τα στοιχεία αυτά για την έκδοση πλαστών τιμολογίων, είναι το πρόσωπο που αναγράφει τον ΦΠΑ στο τιμολόγιο κατά την έννοια της οδηγίας περί ΦΠΑ και ο οποίος, ως εκ τούτου, είναι υπόχρεος στον ΦΠΑ.
Απόφαση ΔΕΕ
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι ο ΦΠΑ δεν μπορεί να καταβληθεί από τον προφανή εκδότη ενός πλαστού τιμολογίου, όταν αυτός ενεργεί καλόπιστα και η φορολογική αρχή γνωρίζει την ταυτότητα του προσώπου που εξέδωσε πράγματι το τιμολόγιο. Στην περίπτωση αυτή, το πρόσωπο αυτό είναι υπεύθυνο για την καταβολή του ΦΠΑ.
Μια διαφορετική ερμηνεία θα ήταν αντίθετη με τον στόχο της οδηγίας ΦΠΑ, ο οποίος είναι η πρόληψη της απάτης και η αποτροπή της δόλιας επίκλησης των κανόνων του δικαίου της ΕΕ από τους ιδιώτες. Προκειμένου να θεωρηθεί ότι ενήργησε καλόπιστα, ο εργοδότης οφείλει να αποδείξει ότι επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια που εύλογα απαιτείται για να παρακολουθεί τη συμπεριφορά του υπαλλήλου του και, με τον τρόπο αυτό, να αποτρέψει τη χρήση των στοιχείων του για την έκδοση πλαστών τιμολογίων. Ελλείψει τέτοιας απόδειξης, ο εργοδότης πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την υποχρέωση να καταβάλει τον ΦΠΑ που αναγράφεται στα πλαστά τιμολόγια.
Στην υπό κρίση υπόθεση, μια υπάλληλος χρησιμοποίησε τα στοιχεία του εργοδότη της, εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεσή του, για να εκδώσει εικονικά τιμολόγια στα οποία αναγραφόταν ο ΦΠΑ και τα οποία παρουσίαζαν τον εργοδότη ως υποκείμενο στον φόρο, προκειμένου εκείνη να τα πωλήσει παρανόμως ώστε οι αγοραστές να αποκτήσουν καταχρηστικώς δικαίωμα έκπτωσης μη οφειλομένου ΦΠΑ.
Τελικώς, όπως σημείωσε το ΔΕΕ, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, με βάση όλους τους σχετικούς παράγοντες, αν ο εργοδότης επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΔΕΕ υπόθ. C-442/22
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Η φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Εικονικά και πλαστά τιμολόγια με λήπτη καλόπιστο τρίτο κατά τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας