Η χρήση μετρητών στις συναλλαγές, ανέκαθεν περιείχε το στοιχείο της υποψίας. Ιδιαιτέρως δε, αν η συναλλαγή αναφέρεται σε αγορές μη καταναλωτικών αγαθών, ακινήτων, αυτοκινήτων, οικιακού εξοπλισμού κ.λπ. Η προσοχή των αρμοδίων φορολογικών αρχών στρέφεται και αναζητά την προέλευση του χρήματος και εν συνεχεία την πορεία του, αν δηλαδή συνιστά νομίμως αποκτηθέν και συνεπώς φορολογηθέν εισόδημα, κατά τις κείμενες διατάξεις, ή είναι προϊόν κατά παρέκκλιση αμοιβών, παράνομων δραστηριοτήτων ή εγκληματικών πράξεων. Η διασφάλιση και ακολούθως ο, εν δυνάμει, έλεγχος της συναλλαγής, οδηγούν στην λήψη μέτρων περιορισμού της χρήσης των μετρητών και επομένως, επέκτασης της λειτουργίας ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, στο πλαίσιο του υφιστάμενου τραπεζικού συστήματος. Η συναλλαγή εντός του τραπεζικού συστήματος, πέραν του γεγονότος ότι καταγράφεται, καταχωρίζεται υποχρεωτικώς στους αριθμούς φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και των δύο συμβαλλομένων (πωλητή – αγοραστή), συνεπώς είναι διαχειρίσιμη και ελέγξιμη, σε κάθε περίπτωση, από τις φορολογικές αρχές.
Η αρχική θέσπιση της υποχρεωτικής χρήσης τραπεζικών μέσων για την εξόφληση συναλλαγών από ιδιώτες, εισήχθη στο φορολογικό δίκαιο με διατάξεις του, σημαντικού για την εποχή εκείνη, νόμου 3842/23-4-2010 («Αποκατάσταση φορολογικής δικαιοσύνης, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και άλλες διατάξεις», άρθρο 20: «Διασφάλιση και έλεγχος συναλλαγών»). Το όριο που τέθηκε, ήταν για αγορές ή λήψεις υπηρεσιών άνω των 1.500 ευρώ. Με την τελευταία τροποποίηση της παραγράφου 3 του ως άνω άρθρου (που έγινε με την παράγραφο 2 του άρθρου 69 του Ν 4446/2016), το όριο υποβιβάστηκε σε 500 ευρώ και άνω και έχει ως εξής: «Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας πεντακοσίων (500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς με την χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, όπως ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά». Από την γραμματική διατύπωση προκύπτει, ότι στην τελική αξία του φορολογικού στοιχείου συμπεριλαμβάνεται και ο αναλογών ΦΠΑ.
«Υπάρχει μία δυσκολία στην ανεύρεση του «παρανομούντος» ιδιώτη. Πώς δηλαδή θα διαπιστωθεί ότι ο ιδιώτης κατέβαλε μετρητά για την συναλλαγή του; Θα υπάρχει υπάλληλος της ΑΑΔΕ, έξω από κάθε σημείο πώλησης;»
Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, για τους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, η αγορά ή η λήψη υπηρεσίας για δαπάνη μέχρι ή άνω του ποσού των 500 ευρώ, που πραγματοποιείται για τις ανάγκες του επαγγέλματος ή της επιχείρησής τους και εξοφλείται μετρητοίς, δεν συμπεριλαμβάνει τον αναλογούντα ΦΠΑ. Συνεπώς, η σχολιαζόμενη διάταξη, η οποία αφορά συναλλαγές ιδιωτών, δεν έχει σχέση με την χρήση μετρητών μεταξύ των οικονομικών οντοτήτων, εν γένει, όπως ορίζονται στον Ν 4308/2014, όπου το όριο των 500 ευρώ, αναφέρεται σε καθαρή αξία, άνω της οποίας θα πρέπει η εξόφληση να γίνεται με χρήση τραπεζικού μέσου. Σε περίπτωση υπέρβασης αυτού του ορίου και η πληρωμή πραγματοποιηθεί με μετρητά, η κύρωση περιορίζεται στο ότι δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση η δαπάνη αυτή από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης (άρθρο 23 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), χωρίς ωστόσο να επιβάλλεται κάποιο επιπλέον πρόστιμο. Για παράδειγμα, αν ένας ελεύθερος επαγγελματίας (δικηγόρος, μηχανικός, λογιστής κ.λπ.) ή μία ατομική επιχείρηση, προβεί σε αγορά εξοπλισμού καθαρής αξίας 520,00 ευρώ (ανεξαρτήτως ΦΠΑ) και η εξόφληση του τιμολογίου γίνει με μετρητά, η συγκεκριμένη δαπάνη ή οι αποσβέσεις της δεν αναγνωρίζονται για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα και θα πρέπει να ακολουθήσει φορολογική αναμόρφωση (στο ειδικό Παράρτημα του Εντύπου Ε3), στο πλαίσιο σχηματισμού των φορολογητέων αποτελεσμάτων. Αν όμως η δαπάνη είναι της τάξης των 480,00 ευρώ (+ ΦΠΑ 24% = 115,20 ευρώ), άρα συνολική αξία τιμολογίου 595,20 ευρώ, λαμβάνεται υπόψη η καθαρή αξία των 480,00 ευρώ, η οποία είναι μικρότερη των 500,00 ευρώ, συνεπώς μπορεί εναλλακτικά, να εξοφληθεί το παραστατικό με μετρητά. Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθεί η περίπτωση κατά την οποία ο ΦΠΑ που επιβαρύνει την δαπάνη, δεν διαχωρίζεται και δεν εκπίπτει από τον ΦΠΑ των εκροών. Για παράδειγμα, μία δαπάνη δεξιώσεων, ψυχαγωγίας και φιλοξενίας γενικά (περίπτωση γ, παράγραφος 4, άρθρου 30 του Κώδικα ΦΠΑ, Ν 2859/2000), όπου ο ΦΠΑ δεν εκπίπτει και ενσωματώνεται στην δαπάνη, κατά την γνώμη μου, θα πρέπει να λαμβάνεται το συνολικό ποσό του παραστατικού, ως προς την δυνατότητα εξόφλησής του με μετρητά.
Υπενθυμίζεται ότι ως τραπεζικό μέσο πληρωμής, στο πλαίσιο των τραπεζικών συναλλαγών, νοείται:
Η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή, είτε με την μορφή μετρητών είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών, δηλαδή ως έμβασμα. |
Η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών του προσώπου που πραγματοποιεί την πληρωμή. |
Η έκδοση τραπεζικής επιταγής ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων, η διεκπεραίωση των οποίων θα συντελεστεί μέσω του τραπεζικού συστήματος. |
Η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τράπεζας |
Η χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής ή η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛΤΑ). |
Περαιτέρω, αναφορικά με τις συναλλαγές των ιδιωτών, αγορές ή λήψεις υπηρεσιών, με τον πρόσφατο φορολογικό νόμο 5073/2023, ψηφίστηκαν περαιτέρω αυστηρές διατάξεις ως προς τις κυρώσεις, σε περίπτωση υπέρβασης του σχετικού ορίου. Συγκεκριμένα, ορίζεται πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο της αξίας της συναλλαγής που εξοφλήθηκε με μετρητά. Προς τούτο αναζητείται η σχετική διάταξη του ΚΦΔ (άρθρο 54: «Διαδικαστικές παραβάσεις» του Ν 4987/2022, κωδικοποίηση των διατάξεων του Ν 4174/2013). Πρόκειται για την περίπτωση (ιζ) της παραγράφου 1 του άρθρου 54, ως άνω, η οποία βρίσκεται σε συνδυασμό με την περίπτωση (θ) της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου: «πρόστιµο.. με το διπλάσιο της καταβληθείσας με μετρητά αξίας των στοιχείων λιανικής πώλησης που εκδίδονται για την συναλλαγή, για κάθε παράβαση της περίπτωσης (ιζ) της παραγράφου 1». Παράδειγμα, ιδιώτης αγοράζει αγαθό αξίας 900,00 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) και εξοφλεί με μετρητά. Στην περίπτωση αυτή η κύρωση είναι πρόστιμο ύψους 1.800,00 ευρώ, το οποίο καταλογίζεται στον ιδιώτη. Αναλόγως ισχύει και για λήψη υπηρεσίας: Ιδιώτης λαμβάνει ιατρικές υπηρεσίες συνολικής αξίας 700,00 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) και εξοφλεί με μετρητά. Στην περίπτωση αυτή η σχετική κύρωση καταλήγει σε πρόστιμο ύψους 1.400,00 ευρώ, το οποίο, ομοίως, καταλογίζεται στον ιδιώτη.
Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει μία δυσκολία στην ανεύρεση του «παρανομούντος» ιδιώτη. Πώς δηλαδή θα διαπιστωθεί ότι ο ιδιώτης κατέβαλε μετρητά για την συναλλαγή του; Θα υπάρχει υπάλληλος της ΑΑΔΕ, έξω από κάθε σημείο πώλησης; Κατά την άποψή μου, αυτός που μπορεί και πρέπει να ελεγχθεί είναι ο πωλητής αγαθών ή ο παρέχων την υπηρεσία, ο οποίος σε πρώτη φάση είναι υπεύθυνος και υποχρεωμένος να ενημερώσει τον πελάτη του ότι η συναλλαγή δεν πρέπει να γίνει με μετρητά, εφόσον υπερβαίνει το όριο. Αυτό θα έχει θετικό αποτέλεσμα, αν και ο ίδιος αισθάνεται την δική του ατομική ευθύνη, πολύ περισσότερο δε, αν υφίσταται και η αίσθηση (φόβος), κυρίως, του ελέγχου και ακολούθως, της επιβολής προστίμου.
Είναι προφανές, ότι οφείλονται περαιτέρω διευκρινίσεις επί του θέματος αυτού.
Μοναδική λύση, η κατάργηση των μετρητών, γενικώς. Μακρύς ο δρόμος…
* Ο κ. Νίκος Σγουρινάκης είναι τ. Διευθυντής Σύνταξης του περιοδικού «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ», τ. Μέλος του ΣΛΟΤ.