Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξέδωσε την απόφαση 1330/2023 σχετικά με τις περικοπές που υπέστησαν οι συντάξιμες αποδοχές των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα η απόφαση εκδόθηκε μετά από έφεση συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού, με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της σιωπηρής απόρριψης της αίτησης που ο εκκαλών υπέβαλε στη Διεύθυνση Χορήγησης Συντάξεων του e-ΕΦΚΑ και με την οποία είχε προηγουμένως ζητηθεί η διακοπή των διενεργούμενων μειώσεων του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξής του καθώς και ο επανακαθορισμός αυτού. Είναι σημαντικό να αναφερθεί, αφενός, ότι η απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο πρότυπης δίκης και, αφετέρου, ότι είχε προηγηθεί η έκδοση της απόφασης 255/2021 του Ειδικού Δικαστηρίου του α. 88 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς και παλαιοτέρων, με τις οποίες μία σειρά περικοπών της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών καθώς και η εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων είχαν κριθεί αντίθετες σε συνταγματικές ρυθμίσεις.
Βασικά σημεία ενδιαφέροντος
Η απόφαση αυτή παρουσιάζει τρία σημεία με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Το πρώτο σημείο αφορά στο παραδεκτό της υπό κρίση έφεσης. Όπως αναφέρθηκε εισαγωγικά, πριν από την έκδοση της απόφασης 1330/2023 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, είχε προηγηθεί η έκδοση της απόφασης 255/2021 του Ειδικού Δικαστηρίου του α. 88 παρ. 2 Συντ., η οποία έκρινε ότι η εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων είναι αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος. Σε αδρές γραμμές, η επέμβαση του νομοθέτη στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δικαστικών λειτουργών είναι επιτρεπτή μόνο στο μέτρο που διατηρείται μια σταθερή αναλογία μεταξύ σύνταξης και των παροχών των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών. Συνεπώς κάθε επέμβαση του νομοθέτη που θέτει εν κινδύνω το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών δεν είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις που θέτει το συνταγματικό πλαίσιο. Ομοίως ανατροπή της ανωτέρω αναλογίας επιφέρει και η περικοπή της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών, η οποία οδηγεί στη διαμόρφωση ποσού υπολειπόμενου των αποδοχών των ενεργείας δικαστικών λειτουργών κατά ποσοστό ανώτερο του 40%.
«Η κρίση αυτή της Ολομέλειας του ΕΣ είναι προβληματική, καθώς σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα νομολογιακά δεδομένα η σιωπηρή άρνηση συμμόρφωσης της διοίκησης προς δικαστική απόφαση δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας»
Το Ειδικό Δικαστήριο του α. 88 παρ. 2 Συντ. λειτουργεί κατά παρέκκλιση των άρθρων 94, 95 και 98 Συντ. και συνεπώς οι αρμοδιότητές του, ως εξαιρετικές, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Τούτο σημαίνει ότι η δικαιοδοσία του ειδικού αυτό δικαστηρίου περιορίζεται στην αντιμετώπιση του νομικού ζητήματος που τίθεται ενώπιόν του. Αντίθετα, η εφαρμογή της λύσης σε εξατομικευμένες περιπτώσεις υπάγεται στην αρμοδιότητα των προβλεπόμενων από το Σύνταγμα δικαστηρίων. Στην υπό κρίση περίπτωση, δεδομένου ότι επρόκειτο για τη σύνταξη δικαστικού λειτουργού, αρμόδιο είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο. Εντούτοις, κι εδώ έγκειται η σημασία της απόφασης, προς διασφάλιση «της πρακτικής αποτελεσματικότητας» του δικαιώματος του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, η Ολομέλεια έκρινε ότι μπορεί να ζητηθεί απευθείας από την συνταξιοδοτική διοίκηση ο κανονισμός της σύνταξης με βάση τα κριθέντα. Με άλλα λόγια, δεν απαιτείται να προσφύγει ο ενδιαφερόμενος στο αρμόδιο δικαστήριο, αλλά μπορεί να απευθυνθεί απευθείας στη διοίκηση, υποβάλλοντας εκεί το αίτημά του, και μάλιστα ανεξάρτητα αν στη δίκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου είναι διάδικος ή τρίτος, και η διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί με την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου. Η άρνηση δε της διοίκησης να το πράξει, οδηγεί σε απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και στην περίπτωση που η διοίκηση σιωπηρώς αρνηθεί να συμμορφωθεί, όπως έγινε εν προκειμένω.
Εντούτοις, η κρίση αυτή της Ολομέλειας του ΕΣ είναι προβληματική, καθώς σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα νομολογιακά δεδομένα η σιωπηρή άρνηση συμμόρφωσης της διοίκησης προς δικαστική απόφαση δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας.
Αντίθετα, για τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης ο νομοθέτης έχει προβλέψει ειδικό ένδικο βοήθημα ενώπιον Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης, όπως προβλέπεται στον Ν 3068/2002. Ωστόσο η εν λόγω διαδικασία λαμβάνει χώρα ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου και όχι της διοίκησης. Με αυτά τα δεδομένα ορθά επισημαίνει η μειοψηφία στη σχολιαζόμενη απόφαση ότι η αίτηση του συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού ενώπιον της συνταξιοδοτικής διοίκησης δεν μπορεί να εκληφθεί ως αίτηση συμμόρφωσης του Ν 3068/2002.
Το δεύτερο σημαντικό σημείο της απόφασης 1330/2023 της Ολομέλειας του ΕΣ αφορά στην εφαρμοστέα από τη διοίκηση διάταξη. Δεδομένου ότι, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, το νομικό ζήτημα λύθηκε από το Ειδικό Δικαστήριο του α. 88 παρ. 2 Συντ, ανακύπτει το ερώτημα ποια είναι η εφαρμοστέα διάταξη κατά τον αιτούμενο επανυπολογισμό της σύνταξης. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, εφαρμόζεται η προϊσχύσασα ρύθμιση, ως (τελευταία) μη καταργηθείσα. Εντούτοις, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου προκαλεί προβληματισμό. Και τούτο διότι, όπως ορθά επισημάνθηκε με την ειδικότερη γνώμη του Προέδρου του Δικαστηρίου, το Σύνταγμα στο α. 93 παρ. 4 ορίζει μεν ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη νόμου που κρίνεται αντισυνταγματική, αλλά δεν προβλέπεται ούτε προκύπτει από το συνταγματικό πλαίσιο ότι εφαρμόζεται η προϊσχύσασα διάταξη. Εξάλλου μία τέτοια προσέγγιση καταλύει τη διάκριση μεταξύ της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας. Σε αυτή την περίπτωση η πλέον αρμόδια για τη ρύθμιση του ζητήματος είναι η νομοθετική εξουσία, η οποία μπορεί να νομοθετήσει επί του ζητήματος όπως κρίνει ορθότερα και έχοντας την προς τούτο δημοκρατική νομιμοποίηση.
Τέλος, το τρίτο ενδιαφέρον σημείο της απόφασης αφορά στην έναρξη ισχύος των αποτελεσμάτων αυτής για τα πρόσωπα που δεν συμμετείχαν στη δίκη ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά εμπίπτουν στην «ευρύτερη κατηγορία προσώπων» στα οποία η κρίση του δικαστηρίου επί του νομικού ζητήματος επάγεται αποτελέσματα.
Σύμφωνα με την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το Ειδικό Δικαστήριο του α. 88 παρ. 2 Συντ. είναι το μόνο αρμόδιο να αποφασίσει για τον ενδεχόμενο χρονικό περιορισμό της εμβέλειας των αποφάσεών του. Και τούτο διότι το Σύνταγμα έχει αναθέσει σε αυτό να κάνει τις οποιεσδήποτε σταθμίσεις οι οποίες συνδέονται με την εκτέλεση των αποφάσεών του. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται τόσο η τήρηση της αρχής της δημοσιονομικής βιωσιμότητας όσο και η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης.
Άξια αναφοράς είναι η μειοψηφούσα άποψη, σύμφωνα με την οποία αρμόδιο για τον ενδεχόμενο χρονικό περιορισμό των συνεπειών της απόφασης είναι το Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς η δημοσιονομική επιβάρυνση που προκύπτει από τον επανυπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών είναι συνέπεια της εκτέλεσης της απόφασης του εν λόγω δικαστηρίου. Σε συνέχεια της κρίσης του Ειδικού Δικαστηρίου του α. 88 παρ. 2 Συντ. το Ελεγκτικό Συνέδριο καλείται να εφαρμόσει τα γενικώς κριθέντα επί συγκεκριμένων ατομικών περιπτώσεων και με αυτό τον τρόπο καθίσταται αρμόδιο να κρίνει για την έναρξη των δημοσιονομικών συνεπειών της απόφασης.
Σχετικά με το εν λόγω ζήτημα κατεγράφη ειδικότερη γνώμη του Προέδρου του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία σε περιπτώσεις ειδικά που η δικαστική απόφαση αφορά ευρύτερη κατηγορία προσώπων, τότε οι σταθμίσεις που πρέπει να γίνουν αφορούν αφενός τη δημοσιονομική επιβάρυνση, αφετέρου την κατάρρευση του δικαιοδοτικού συστήματος λόγω της πληθώρας των ομοειδών αιτήσεων, αλλά και την προστασία του δικαιώματος που ζητείται η προστασία. Υπό αυτά τα δεδομένα το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για την έναρξη εφαρμογής της ισχύς της απόφασής του, η οποία μπορεί να τοποθετηθεί και σε χρόνο μετά τη δημοσίευση της απόφασης. Μάλιστα, σύμφωνα με την ειδικότερη γνώμη του Προέδρου, πρέπει να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στην κυβέρνηση να αναζητήσει τις αναγκαίες πιστώσεις προκειμένου να ικανοποιήσει τους πολίτες που δικαιώθηκαν, αλλά και να βρει τον τρόπο που θα συμμορφωθεί με τα κριθέντα. Προτείνεται, μάλιστα, να δοθεί χρονικό περιθώριο ενός και πλέον έτους.
Συμπέρασμα
Η απόφαση 1330/2023 της Ολομέλειας του ΕΣ αναδεικνύει μία σειρά κρίσιμων ζητημάτων, όπως αναδείχθηκε συνοπτικά ανωτέρω. Ανοιχτό παραμένει κυρίως το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό ο νομοθέτης θα ρυθμίσει το ζήτημα των περικοπών των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, κατά το μέρος που κρίθηκαν αντίθετες με συνταγματικές ρυθμίσεις με αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου. Η αυτόματη αναβίωση του προϊσχύσαντος κανονιστικού πλαισίου, αν και θεωρητικά μπορεί να λειτουργήσει ως ad hoc λύση της διαφοράς, δεν είναι η ενδεδειγμένη. Και τούτο διότι δεν είναι σύμφωνη με τη διάκριση των εξουσιών, αλλά και την εκπεφρασμένη βούληση του δημοκρατικώς εκλεγμένου νομοθέτη να ρυθμίσει διαφορετικά την κατάσταση. Συνεπώς η παρέμβαση του νομοθέτη είναι απαραίτητη προκειμένου να υπάρξει ασφάλεια δικαίου.
* Η κ. Παναγιώτα Ξυλάκη είναι Δικηγόρος, Dr. iur. (Leibniz Universität Hannover) και Μεταδιδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Εφαρμογές Κοινωνικής Ασφάλισης