Σε σειρά παρατηρήσεων προχώρησε η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων για το πρόσφατο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Αντιμετώπιση νέων μορφών βίας κατά των γυναικών –Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385 – Πρόσθετες ρυθμίσεις στον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας –Αναδιοργάνωση των ιατροδικαστικών υπηρεσιών –Ενίσχυση της λειτουργίας της Eurojust – Μέτρα για την προστασία των ανηλίκων και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας – Δικονομικές διατάξεις αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και άλλες ρυθμίσεις».
Σημειώνεται ότι στο εν λόγω νομοσχέδιο έχει ασκήσει κριτική και η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, η οποία διοργανώνει Πανελλαδική Διαδικτυακή Εκδήλωση την προσεχή Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025, προκειμένου να ενημερωθούν οι δικηγόροι της χώρας για τις διατάξεις του Σχεδίου Νόμου.
Η ανακοίνωση της Ένωσης
«Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανήρτησε την παραμονή των Χριστουγέννων 2024 προς διαβούλευση έως την 7.1.2025 σχέδιο νόμου εξ 85 άρθρων, με το οποίο επιδιώκεται η ρύθμιση ετερόκλητων αντικειμένων, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, κατά παραβίαση των αρχών της καλής νομοθέτησης. Μάλιστα, τα άρθρα 78 έως 80 του νομοσχεδίου είναι «κρυμμένα» στο Μέρος ΣΤ’ με τίτλο «Λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης», ενώ τροποποιούν διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Για τη σύνταξη του κατά περιεχόμενο λίαν σημαντικού αυτού νομοσχεδίου δεν συστάθηκε νομοπαρασκευαστική επιτροπή, κατά την πρόσφατη προσφιλή -και αντίθετη προς τους κανόνες της καλής νομοθέτησης- πρακτική του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η γενική κατεύθυνση του νομοσχεδίου είναι έντονα τιμωρητική και αναμένεται να οδηγήσει σε μη διαχειρίσιμη αύξηση του αριθμού των υποδίκων και καταδίκων στα ήδη υπερ-κορεσμένα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας. Το -ενίοτε ακραία τιμωρητικό περιεχόμενο- των προτεινόμενων διατάξεων φαίνεται να εμπνέεται από την ιδέα ότι η νομοθετική αντιμετώπιση των υπαρκτών προβλημάτων της παραβατικότητας ενηλίκων και ανηλίκων πρέπει να εξαντλείται στη θέσπιση αυστηρότερων κυρώσεων. Η ανορθολογική αυτή αντίληψη υποβιβάζει τη νομοθετική πρωτοβουλία σε μία «χάρτινη»-συμβολική παραγωγή διατάξεων, οι οποίες, ενώ ουδέν ή ελάχιστα μόνον συνεισφέρουν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της παραβατικότητας, προκαλούν πλήθος ανεπιθύμητων και κοινωνικά βλαπτικών παρενεργειών που διασπούν την κοινωνική συνοχή, οδηγούν στο περιθώριο ευρείες ομάδες προσώπων, ευνοούν καταχρηστικές συμπεριφορές από κρατικά όργανα και ιδιώτες, και μετατρέπουν το ποινικό δίκαιο από εγγυητή της προσωπικής ελευθερίας σε απειλή του.
Το νομοσχέδιο διακηρύσσει τον «θυματοφίλο» προσανατολισμό του εισάγοντας εξαιρετικό δίκαιο που περιορίζει δραστικά θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου, τον οποίον αντιμετωπίζει εν πολλοίς ως αποδεδειγμένο «δράστη» του αδικήματος που του αποδίδεται. Οι διατάξεις του νομοσχεδίου που αποκλίνουν ουσιωδώς από κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα και στα διεθνή κείμενα (ΕΣΔΑ, ΧΘΔΕΕ, ΔΣΑΠΔ) κεφαλαιώδεις αρχές του φιλελεύθερου ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου (τεκμήριο αθωότητας, αναλογικότητα και εξατομίκευση της ποινής, δικαίωμα αποτελεσματικής υπερασπίσεως, επιβολή προσωρινής κράτησης μόνον ως εσχάτου μέσου διασφάλισης των σκοπών της δίκης, κ.α.) συνιστούν επικίνδυνη δικαιοκρατική οπισθοδρόμηση, ενώ η ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2024/1385 επιχειρείται με πλημμελή και ατεχνότροπο τρόπο.
Οι παρατηρήσεις που ακολουθούν αφορούν τις προβληματικές καθ’ ημάς διατάξεις ποινικού περιεχομένου του νομοσχεδίου».
Δείτε τις παρατηρήσεις της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων εδώ