Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974, με τη Διακήρυξη που διάβασε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ιδρύθηκε το ΠΑΣΟΚ. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1974, με την κατάργηση του αναγκαστικού νόμου 509/1947 από την Κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Κων/νου Καραμανλή, (επανα)νομιμοποιήθηκε και (ξανα)λειτούργησε το Κομουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1974, ακριβώς πενήντα χρόνια από σήμερα, ιδρύθηκε, πάνω στις βάσεις της ΕΡΕ αλλά ως εντελώς νέο κόμμα, η Νέα Δημοκρατία. Μέσα σε ένα μήνα, τρεις μήνες μετά την πτώση της χούντας και μόλις δυο μήνες πριν από τις πρώτες ελεύθερες εκλογές της Μεταπολίτευσης, βρίσκονταν ήδη σε θέση μάχης –πολιτικής μάχης, αλλά μάχης- τα μόνα τρία κόμματα που έλαβαν μέρος σε όλες τις εκλογές της πεντηκονταετίας και διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό το κομματικό της σύστημα.
Πέρα από αυτό, το μόνο, κοινό τους στοιχείο –τη συνδιαμόρφωση μέσα από τη διάρκεια-, τα τρία κόμματα υπήρξαν, και συνεχίζουν να είναι, εντελώς διαφορετικά. Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ μοιράστηκαν και μονοπώλησαν, ως το 2015, τη νομή της εξουσίας: για 23 χρόνια μέχρι σήμερα η χώρα ήταν υπό διακυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας ή με τη Νέα Δημοκρατία στο τιμόνι, ενώ, για το ΠΑΣΟΚ, το αντίστοιχο νούμερο είναι, ακόμα, πολύ κοντινό: 22.
Αυτή είναι η νόρμα της Μεταπολίτευσης, την οποία διέκοψε, μάλλον ως μετεωρίτης, μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, το ΚΚΕ είχε ως κύριο ιστό, ως λόγο ύπαρξης σχεδόν, την αντίθεση σε μια εξουσία που αποκαλούσε από την πρώτη στιγμή «αστική», ανεξαρτήτως του κόμματος που την ασκούσε. Μόνο μια φορά μπήκε στην κυβέρνηση, ευρισκόμενο εντός του τότε «Συνασπισμού», από τις 23 Νοεμβρίου 1989 ως τις 8 Απριλίου 1990, στην ειδικών συνθηκών -«υπόθεση Κοσκωτά», συνεχόμενες εκλογές χωρίς αποτέλεσμα- «οικουμενική κυβέρνηση» Ζολώτα.
Ειδικά η Νέα Δημοκρατία, που «εορτάζεται» σήμερα, υπήρξε το κόμμα που, μέσα από τις βασικές επιλογές (όχι σύγκρουση με τη Χούντα, αλλαγή πολιτεύματος, ανανέωση πολιτικού συστήματος, συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ενοποίηση) του Κων/νου Καραμανλή, έθεσε τις βάσεις για το πολίτευμα, και τη Δημοκρατία, που γνωρίζουμε ως τις μέρες μας.
Ειδικά η Νέα Δημοκρατία, που «εορτάζεται» σήμερα, υπήρξε το κόμμα που, μέσα από τις βασικές επιλογές του Κων/νου Καραμανλή, έθεσε τις βάσεις για το πολίτευμα, και τη Δημοκρατία, που γνωρίζουμε ως τις μέρες μας
Υπήρξε επίσης το (αισθητά αλλαγμένο) κόμμα που ανέλαβε να φέρει εις πέρας την επιστροφή στην «κανονικότητα», μετά το μόνο γεγονός που απείλησε τη Δημοκρατία κατά τη Μεταπολίτευση και που δεν είναι άλλο από την χρεοκοπία και τα Μνημόνια της περιόδου 2010-2019. Αυτή η διπλή ιστορική συνεισφορά δεν ταυτίζεται, ωστόσο, με ολόκληρη την πεντηκονταετή πορεία και δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ίχνος αυτής της πορείας ήταν μόνο θετικό: η Νέα Δημοκρατία υπήρξε, και σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να είναι, κόμμα προυχόντων, δύναμη εξουσίας και όχι μεταρρύθμισης, και, αν τελικά «πολέμησε» τη μεγάλη κρίση χρέους και απώλειας κυριαρχίας, προηγουμένως είχε συμβάλει στο ξέσπασμα και στην έκταση της, τόσο με τον οικονομικό και πολιτικό εκτροχιασμό της περιόδου 2004-2009, όσο και με τα «Ζάππεια» της πρώτης περιόδου των Μνημονίων.
Αυτά θα μας τα πουν οι ιστορικοί και οι θεσμολόγοι, που έχουν πιάσει για τα καλά δουλειά σε αυτή τη στρογγυλή επέτειο και στους οποίους ανήκω και εγώ: «Το εκκρεμές της Μεταπολίτευσης», με τη δική μου αποτίμηση της περιόδου, θα κυκλοφορήσει σύντομα.
Σήμερα δυο πράγματα, που απαντούν σε αντίστοιχα ερωτήματα που πολλοί θέτουν, έχουν –νομίζω- σημασία: ότι η Μεταπολίτευση, όπως διαμορφώθηκε και από τη δράση των τριών ιστορικών κομμάτων, και από τον ειδικό ρόλο του κόμματος που περισσότερο διαχειρίστηκε τις τύχες του τόπου, ήταν μια περίοδος πρωτοφανούς στη σύγχρονη ελληνική ιστορία συλλογικής προόδου και «δημοκρατικής ευμάρειας», παρά μια σειρά από επιμέρους προβλήματα και δυσλειτουργίες και ότι αυτά ακριβώς τα προβλήματα και δυσλειτουργίες (απόσταση μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής δημοκρατίας, αλαζονεία της εξουσίας, αδιαφορία έως απομάκρυνση του κοινωνικού σώματος, υποχώρηση του Κράτους Δικαίου) αρχίζουν να παίρνουν, σχεδόν ανεπαίσθητα, το πάνω χέρι στις μέρες μας –και δεν πρέπει, στο όνομα της Δημοκρατίας αλλά και της Μεταπολίτευσης, να αφεθούν να το κάνουν.
Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής