Χρόνια σπουδών και επαγγελματικής εξειδίκευσης στη ζυγαριά με την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης. Το σημείο ισορροπίας δυσεύρετο, ωστόσο εφικτή η σύζευξη με πρόβλεψη εύλογων και δίκαιων ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού. Όροι, προϋποθέσεις και σύγχρονες τάσεις
Η αντιπαράθεση συμφερόντων εργοδοτών και εργαζομένων στον χώρο εργασίας αποτελεί διαχρονικό φαινόμενο, ερειδόμενο στις διακριτές επιδιώξεις των μερών, ήτοι στην προσπάθεια του εργοδότη για επέκταση της επιχειρηματικής του δράσης μέσω της επικράτησης έναντι του ανταγωνισμού και του εργαζομένου για εξασφάλιση του βιοπορισμού του μέσω της μισθωτής απασχόλησης. Τα σύγχρονα δεδομένα στην αγορά εργασίας και ενδεικτικά, η παγκοσμιοποίηση, η έντονη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και η δημιουργία θέσεων που απαιτούν απόλυτα εξειδικευμένο προσωπικό, φαίνεται, ωστόσο, να δυσχεραίνουν αισθητά την παραπάνω εργοδοτική στόχευση. Βεβαίως, οι αλλαγές των ημερών δεν αφήνουν ανεπηρέαστους και τους εργαζομένους, οι οποίοι, με τη σταδιακή εξαφάνιση των μικρομεσαίων εργοδοτών, βρίσκονται ενώπιον μεγάλων εργοδοτικών σχημάτων με σαφώς ενισχυμένη επιρροή στη διαμόρφωση των όρων εργασίας, με αποτέλεσμα η δομική διαπραγματευτική ανισότητα των μερών και τα αποτελέσματά της να εμφανίζονται εντονότερα.
Στην προσπάθεια διαφύλαξης της ανωτέρω εργοδοτικής επιδίωξης κατατείνει η ολοένα και συχνότερα εμφανιζόμενη πρακτική της διατύπωσης, ως μέρος της σύμβασης εργασίας ή ως ξεχωριστής συμφωνίας, ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού ιδίως με μετασυμβατική ισχύ. Με τις ρήτρες αυτές απαγορεύεται στον εργαζόμενο, κατά κύριο λόγο, να προβεί στην αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών για την εταιρεία που βρίσκονται στην κατοχή του αφενός και αφετέρου να παρέχει τις υπηρεσίες του ή να συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο σε ανταγωνιστική εταιρεία για ένα χρονικό διάστημα μετά τη λύση/λήξη της σύμβασης εργασίας του. Βασικά στοιχεία μιας επιτυχημένης επιχείρησης αποτελούν το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό της, το πελατολόγιο και η τεχνογνωσία που κατέχει. Η απώλεια τους μπορεί να σημάνει τη διακινδύνευση της ανταγωνιστικότητας και κατ’ επέκταση της θέσης της στην αγορά.
Είναι ευκόλως αντιληπτό, ότι οι ανωτέρω περιορισμοί δεσμεύουν την επαγγελματική ελευθερία του εργαζομένου, η οποία συνιστά συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα, προς εξυπηρέτηση, βεβαίως, ενός άλλου συνταγματικού δικαιώματος του εργοδότη, της επιχειρηματικής ελευθερίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, είναι απαραίτητο να κρίνονται ως αναλογικοί, εύλογοι και να κατατείνουν στην πρακτική εναρμόνιση των εκατέρωθεν συμφερόντων. Η στάθμιση δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση και ελλείψει σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, καίρια αποδεικνύεται η συνεισφορά της νομολογίας για την αξιολόγηση των εκάστοτε περιπτώσεων (χρονικό, γεωγραφικό πεδίο ισχύος, αντικείμενο της απαγόρευσης, δικαιολογημένο συμφέρον του εργοδότη και καταβολή οικονομικού αντισταθμίσματος). Τα παραπάνω δεν παρουσιάζουν κάποια ιεραρχική κατάταξη και συνεκτιμώνται ελεύθερα από τον δικαστή, με κάποια προτεραιότητα να δίνεται, παρόλα αυτά, στο δικαιολογημένο συμφέρον του εργοδότη, καθώς η μη συνδρομή του καθιστά περιττό τον έλεγχο των λοιπών προϋποθέσεων.
Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι η διατύπωση συγκεκριμένης «φόρμουλας» την οποία πρέπει να ακολουθούν οι εν λόγω ρήτρες δεν είναι εφικτή, ούτε θα είχε κάποιο νόημα, δεδομένου ότι η δικαστική κρίση αξιολογεί τα πραγματικά περιστατικά της κάθε περίπτωσης προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα περί νομιμότητας ή μη του όρου. Δεν μπορεί να κρίνεται με την ίδια αυστηρότητα η επιβολή μετασυμβατικής υποχρέωσης μη ανταγωνισμού σε υψηλόβαθμο στέλεχος, κάτοχο νευραλγικής σημασίας πληροφοριών για την επιχείρηση, με υψηλή εξειδίκευση και πλήρη πρόσβαση στο πελατολόγιο, με την επιβολή αντίστοιχης υποχρέωσης σε απλό υπάλληλο με χαμηλές απολαβές και επίπεδο ευθύνης. Μέσα από τον μεγάλο αριθμό αποφάσεων που έχουν εκδοθεί επί του ζητήματος, ωστόσο, έχουν αναδειχθεί συγκεκριμένες τάσεις και οριοθετήσεις ως προς το επιτρεπτό περιεχόμενο τέτοιων όρων. Το κριτήριο της συμμόρφωσης της ρύθμισης με τα χρηστά ήθη αποτελεί το βασικό που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τα δικαστήρια, όχι όμως χωρίς ενστάσεις για την αποτελεσματικότητά του. Έτσι, διατυπώνεται όλο και συχνότερα η άποψη ότι η παράλληλη χρήση των κριτηρίων της καλής πίστης και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος μπορούν να συνεισφέρουν στην ορθότερη αξιολόγηση της νομιμότητας ή μη των ρητρών αυτών.
Αν και είναι κοινός τόπος, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, ότι η πρόβλεψη, ιδίως ρητρών μη ανταγωνισμού με μετασυμβατική ισχύ πρέπει να αποτελεί εξαιρετική ρύθμιση, δικαιολογημένη αποκλειστικά από τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περίπτωσης, εμφανίζεται αρκετά συχνά το φαινόμενο συμπερίληψης τέτοιων ρητρών σε συμβάσεις εργασίας, χωρίς να υφίσταται επαρκής δικαιολογητικός λόγος. Ως αντίδραση στην εν λόγω καταχρηστική πρακτική, παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο η τάση αυστηροποίησης του ελέγχου περί επιβολής υποχρεώσεων ιδιαίτερα μη ανταγωνισμού μετά τη λύση/λήξη της σύμβασης, καθώς υποστηρίζεται ότι συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στη νόθευση του ελεύθερου ανταγωνισμού. Προοδευτικά όλο και περισσότερα κράτη προβλέπουν νομοθετικά όρια των εν λόγω υποχρεώσεων ή εντείνουν τους σχετικούς περιορισμούς, στοχεύοντας στην πληρέστερη προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων και στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Συγκεκριμένα, στις ΗΠΑ οι πολιτείες της Καλιφόρνιας, της Βόρειας Ντακότα, της Οκλαχόμα και της Μινεσότα απαγορεύουν την πρόβλεψη ρητρών απαγόρευσης ανταγωνισμού με ελάχιστες εξαιρέσεις. Το ίδιο ισχύει και στο Κολοράντο, στο Ιλινόις, στο Μέιν, στο Μέριλαντ, στο Νιού Χάμπσαιρ, στο Όρεγκον, στο Ρόουντ Άιλαντ και στη Βιρτζίνια, εκτός αν το εισόδημα του υπαλλήλου ξεπερνά ένα ορισμένο όριο. Το ερώτημα πλέον εμφανίζεται εντονότερο από ποτέ: Θα κινητοποιήσει η εξέλιξη αυτή τον Έλληνα νομοθέτη ή τους κοινωνικούς εταίρους να προβούν στη ρύθμιση των ειδικότερων προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορούν να επιβληθούν οι υποχρεώσεις εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού μετασυμβατικά ή το βάρος του καθορισμού του σχετικού πλαισίου θα εξακολουθήσουν να φέρουν τα δικαστήρια της χώρας;
* Η κ. Ήλια-Δανάη Τσιγκρή είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Εργατικού Δικαίου.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Οι ρήτρες εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια και μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας