fbpx

Απόρρητο των επικοινωνιών, δημόσια ασφάλεια και καταχρήσεις – Η πρόσφατη καταδίκη της Πολωνίας

Το δικαστήριο του Στρασβούργου στην υπόθεση Pietrzak και Bychawska-Siniarska κλπ. κατά Πολωνίας κλήθηκε να ερμηνεύσει, υπό το πρίσμα του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, τις πρόσφατες τροποποιήσεις της πολωνικής νομοθεσίας σχετικά με την δυνατότητα επιβολής μέτρων παρακολούθησης των πολιτών χωρίς δυνατότητα δικαστικού ελέγχου

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Η έλλειψη επαρκών νομοθετικών εγγυήσεων κατά της αυθαίρετης και καταχρηστικής επιβολής μέτρων μυστικής παρακολούθησης των επικοινωνιών, σε συνδυασμό με την έλλειψη οποιασδήποτε δυνατότητας του θιγόμενου να ενημερωθεί για την σε βάρος του επιβολή τέτοιων μέτρων συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής.

Στις 28.5.24, το Πρώτο Τμήμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξέδωσε μια σημαντική απόφαση σχετικά με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, υπό την ειδικότερη έκφανση της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών. Η εν λόγω υπόθεση αφορά προσφυγή που υπέβαλαν 5 Πολωνοί αναφορικά με την πολωνική νομοθεσία που επιτρέπει τη λήψη μέτρων μυστικής παρακολούθησης. Επρόκειτο συγκεκριμένα για τροποποιήσεις της αστυνομικής νομοθεσίας, καθώς και για την υιοθέτηση νόμου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας που θεσπίστηκαν το 2016 και αποτέλεσαν αντικείμενο κριτικής και εντός της πολωνικής έννομης τάξης. Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι δεν προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο τρόπος που να επιτρέπει στα άτομα που πιστεύουν ότι έχουν γίνει αντικείμενο μυστικής παρακολούθησης να στραφούν κατά του μέτρου αυτού και να ζητήσουν τον έλεγχο της νομιμότητάς του.

Στις 145 σελίδες της απόφασής του, το Δικαστήριο προσέγγισε πληθώρα πτυχών που σχετίζονται με τη μυστική παρακολούθηση, όπως, μεταξύ άλλων, το πεδίο εφαρμογής των μέτρων με τα οποία πραγματώνεται, τη διάρκειά τους, τη διαδικασία για την παροχή σχετικής άδειας, τις διαδικασίες για τη διατήρηση, την εξέταση, τη χρήση, τη διαβίβαση και την καταστροφή των δεδομένων που έχουν συλλεχθεί στο πλαίσιο τέτοιων μέτρων, τον έλεγχο της εφαρμογής τους και το ζήτημα της ενημέρωσης του θιγόμενου. Αφού έλαβε υπόψη του όχι μόνο την πολωνική νομοθεσία και νομολογία, αλλά και τα συναφή ευρωπαϊκά και διεθνή κείμενα, τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και συγκριτική μελέτη αναφορικά με τις σχετικές ισχύουσες πρακτικές σε 35 συμβαλλόμενα κράτη, το Δικαστήριο κατέληξε στην ομόφωνη κρίση ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα έκρινε ότι στοιχειοθετούνται 3 παραβάσεις τόσο ως προς τη νομοθετικά προβλεπόμενη λήψη μέτρων «επιχειρησιακού ελέγχου», όσο και ως προς τη διακράτηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων για πιθανή μελλοντική χρήση τους από τις αρχές επιβολής του νόμου, καθώς και ως προς το καθεστώς της παρακολούθησης που προβλέπεται στον εθνικό Αντιτρομοκρατικό νόμο.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχτηκε κατ’ αρχάς ότι βάσει της προσβαλλόμενης νομοθεσίας καθίστατο πρακτικά δυνατή η παρακολούθηση κάθε επικοινωνίας, χωρίς ο εκάστοτε θιγόμενος να μπορεί ποτέ να ενημερωθεί για το γεγονός αυτό.

Δεδομένης της μυστικής φύσης των μέτρων παρακολούθησης, καθώς και της ευρύτητάς τους, όπως αυτά προβλέπονται στην πολωνική νομοθεσία, αλλά και της έλλειψης οποιασδήποτε δυνατότητας του θιγόμενου να ενημερωθεί για το αν τέτοια μέτρα έχουν ληφθεί σε βάρος του, το Δικαστήριο αναγνώρισε, στο πλαίσιο της εξέτασης της συμβατότητας της εν λόγω νομοθεσίας με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, την ιδιότητα του θύματος στους προσφεύγοντες και έκρινε ότι η ύπαρξη και μόνο της νομοθεσίας αυτής συνιστά παρέμβαση στα δικαιώματά τους όπως αυτά κατοχυρώνονται στο εν λόγω άρθρο. Επέτρεψε, ως εκ τούτου, εν προκειμένω μια in abstracto εξέταση των κρίσιμων διατάξεων, παραπέμποντας συναφώς στις διαπιστώσεις του στις προηγούμενες αποφάσεις του Roman Zakharov κατά Ρωσίας της 4.12.2015, Cetrum för rättvisa κατά Σουηδίας της 25.5.2021 και Ekimdzhiev κ.λπ. κατά Βουλγαρίας της 11.1.2022.

Το Δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, ότι οι διατάξεις της πολωνικής νομοθεσίας που επιβάλλουν στους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών την υποχρέωση να διατηρούν τα δεδομένα τηλεπικοινωνιών με γενικό και αδιάκριτο τρόπο για πιθανή μεταγενέστερη χρήση τους από τις αρχές επιβολής του νόμου, δεν διασφαλίζουν ότι η παρέμβαση στα δικαιώματα των προσφευγόντων, όπως αυτά απορρέουν από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, περιορίζεται στο «αναγκαίο σε μια δημοκρατική κοινωνία». Ως προς την κρίση του αυτή, το ΕΔΔΑ συμπλέει απόλυτα με την αντίστοιχη νομολογία του ΔΕΕ, το οποίο, αρχής γενομένης από την απόφασή του της 8.4.2014 Digital Rights Ireland, με την οποία ακυρώθηκε η οδηγία 2006/24 η οποία προέβλεπε ακριβώς την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν σε προληπτική γενική διατήρηση δεδομένων επικοινωνιών για τον σκοπό της δίωξης του εγκλήματος, με στόχο να εναρμονίσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο τις διαφορετικές πρακτικές που εφαρμόζονταν σε εθνικό επίπεδο, στο εσωτερικό των κρατών μελών, είχε πολλές φορές την ευκαιρία να τοποθετηθεί κατά αυτού του είδους της γενικής και αδιάκριτης διατήρησης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων σε σειρά αποφάσεών του, όπως, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις του Tele2 Sverige AB and Watson (συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-203/15 και C-698/15) της 21.12.2016, Ministerio Fiscal (C- 207/16) της 2.10.2018, Privacy International (C-623/17) και La Quadrature du Net κλπ. (C-511/18, C-512/18 και C-520/18) της 6.10.2020.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει, ακόμη, η τοποθέτηση του Δικαστηρίου αναφορικά με το δικαίωμα του θιγόμενου να ενημερωθεί εκ των υστέρων για τη σε βάρος του λήψη του μέτρου της παρακολούθησης. Το Δικαστήριο, αφού αναγνώρισε τις ομοιότητες της υπό κρίση πολωνικής νομοθεσίας με τις αντίστοιχες της Βουλγαρίας και της Ρωσίας επί των οποίων είχε ήδη αποφανθεί στο παρελθόν με τις αποφάσεις του Ekimdjiev κλπ κατά Βουλγαρίας της 11.1.2022 και Roman Zakharov κατά Ρωσίας της 4.12.2015, επανέλαβε ότι η παντελής απουσία τέτοιου δικαιώματος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως συμβατή με την ΕΣΔΑ. Εν προκειμένω, το ΕΔΔΑ δεν αναφέρθηκε στην έκταση του εν λόγω δικαιώματος, στο τι δηλ. ακριβώς περιλαμβάνει αυτό το δικαίωμα ενημέρωσης, περιορίζοντας την κρίση του στο γεγονός ότι στην πολωνική νομοθεσία δεν υπάρχει καμία σχετική πρόβλεψη.

Το ΕΔΔΑ έκρινε, επίσης, ότι οι προβλέψεις του Αντιτρομοκρατικού νόμου της Πολωνίας αναφορικά με τη λήψη μέτρων μυστικής παρακολούθησης δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, δεδομένου, μεταξύ άλλων, ότι η επιβολή τέτοιων μέτρων δεν υπόκεινται σε έλεγχο από κάποιο ανεξάρτητο όργανο.

Επισημαίνεται ότι η ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει τις παρακολουθήσεις των ηλεκτρονικών επικοινωνιών εν γένει. Το ΕΔΔΑ έχει αναγνωρίσει ότι η ανάγκη αντιμετώπισης ορισμένων μορφών εγκλήματος, αλλά και της τρομοκρατίας, απαιτεί πράγματι τη χρησιμοποίηση του ιδιαίτερα χρήσιμου εργαλείου της παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών και δη της μυστικής παρακολούθησης. Ωστόσο αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο που ελλοχεύει από την αυθαίρετη χρήση του μέσου αυτού, θέτει κάθε φορά που παρουσιάζεται η ευκαιρία- και εν προκειμένω με ιδιαίτερα αναλυτικό και εφ’ όλης της ύλης τρόπο- τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε η παρακολούθηση των επικοινωνιών να είναι σύμφωνη με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

* Η κ. Αφροδίτη Κουσουνή είναι ΔΝ, Δικηγόρος – LLM.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -