Περιγράφονται εν συντομία η έννοια του αθλητικού σωματείου και οι ελάχιστες απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη νόμιμη σύσταση και λειτουργία του, επί τη ευκαιρία της δημοσίευσης του Ν 5095/2024 και, ειδικότερα, της τροποποίησης του άρθρο 787 παρ. 1 ΚΠολΔ περί διενέργειας προελέγχου για την εγγραφή και τροποποίηση καταστατικού σωματείου. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται η υποχρέωση των αθλητικών σωματείων να προσαρμόσουν τα καταστατικά τους στις διατάξεις του (τροποποιημένου) αθλητικού νόμου έως την 30η.06.2024.
Το αθλητικό σωματείο αποτελεί ένωση 20 τουλάχιστον φυσικών προσώπων που συνίσταται και λειτουργεί βάσει των επιταγών του Ν 2725/1999 (άρθρα 1-9 Ν 2725/1999) -του λεγόμενου αθλητικού νόμου- και, επικουρικά, των γενικών αρχών του ΑΚ (άρθρα 78 επ.), για όσα θέματα δε ρυθμίζονται από τον πρώτο. «Ευαγγέλιο» του αθλητικού σωματείου είναι το καταστατικό του, οι διατάξεις του οποίου το δεσμεύουν και οριοθετούν τη δράση του, παράλληλα με τον ΑΚ και τον αθλητικό νόμο.
Κατ’ άρθρο 80 ΑΚ, το καταστατικό ενός σωματείου (των αθλητικών μη εξαιρουμένων) πρέπει να καθορίζει κατ’ ελάχιστο το σκοπό, την επωνυμία και την έδρα του, τους όρους εισόδου, αποχώρησης και αποβολής των μελών του, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους, τους πόρους του σωματείου, τον τρόπο της δικαστικής και εξώδικης αντιπροσώπευσης του σωματείου, τα όργανα διοίκησης, καθώς και τους όρους με τους οποίους καταρτίζεται και λειτουργεί η διοίκηση και παύονται τα όργανά της, τους όρους με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η συνέλευση των μελών, τους όρους για την τροποποίηση του καταστατικού και, τέλος, τους όρους για τη διάλυση του σωματείου. Ελλείψει έστω ενός εκ των ανωτέρω, το καταστατικό πάσχει από ακυρότητα.
Όσον αφορά συγκεκριμένα το σκοπό του αθλητικού σωματείου, ο αθλητικός νόμος έρχεται να τον οριοθετήσει εξαρχής ως τη (μη κερδοσκοπική) συστηματική καλλιέργεια και ανάπτυξη των ψυχοσωματικών και πνευματικών δυνατοτήτων των αθλητών του για τη συμμετοχή τους σε αθλητικούς αγώνες (άρθρο 1 Ν 2725/1999). Σωματείο το οποίο αναφέρει στο καταστατικό του σκοπό διαφορετικό από τον ανωτέρω δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αθλητικό και κατατάσσεται στα «κοινά» σωματεία. Συναφείς επιπλέον σκοποί του αθλητικού σωματείου μπορεί να είναι η καλλιέργεια και ανάπτυξη του αθλητισμού στο πλαίσιο του φιλάθλου πνεύματος και των κανόνων που απορρέουν από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, καθώς και η διάδοση των αθλητικών ιδεωδών και, γενικώς, των πολιτιστικών αξιών της καθημερινής ζωής (βλ. σχετικά και άρθρο 130 παρ. 1 Ν 2725/1999).
Με τη θέση σε ισχύ του Ν 4726/2020 κατέστη υποχρεωτική η προσαρμογή των καταστατικών των αθλητικών σωματείων στα άρθρα 2, 3 και 5 του αθλητικού νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, αρχικά έως τις 30.06.2021, προθεσμία η οποία παρατάθηκε διαδοχικά έως 30.06.2024, (άρθρο 30 παρ. 1 Ν 4726/2020, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει). Έτσι, κατά τη σύνταξη (ή τροποποίηση) του καταστατικού ενός αθλητικού σωματείου οι διατάξεις των ως άνω άρθρων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν ως υποχρεωτικές. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι δε θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο καταστατικό διατάξεις που να επιτρέπουν διακρίσεις ως προς το είδος της ιδιότητας του μέλους (εξαιρουμένων των περιπτώσεων που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 2 Ν 2725/1999), καθώς και διατάξεις περιοριστικές του αριθμού των μελών. Αντιθέτως, το καταστατικό περιλαμβάνει υποχρεωτικά τα κωλύματα – περιορισμούς εγγραφής μέλους (άρθρο 3 Ν 2725/1999) και τη διαδικασία ανάδειξης των καταστατικών οργάνων του σωματείου, τις λεγόμενες αρχαιρεσίες (άρθρο 5 Ν 2725/1999).
Διαφωτιστικές στο σημείο αυτό είναι οι σχετικές οδηγίες για τη συμφωνία των καταστατικών των αθλητικών σωματείων με την αθλητική νομοθεσία που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, με στόχο βέβαια τη διευκόλυνση στη χορήγηση της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης του άρθρου 8 του αθλητικού νόμου, η οποία έπεται της σύστασης του αθλητικού σωματείου. Γίνεται αντιληπτό ότι οι εν λόγω οδηγίες δεν αντικατοπτρίζουν το ελάχιστο περιεχόμενο του καταστατικού ενός αθλητικού σωματείου, ωστόσο είναι χρήσιμο να ακολουθηθούν εξαρχής διότι, σε αντίθετη περίπτωση, διακυβεύεται η χορήγηση της ειδικής αθλητικής αναγνώρισης.
Η νομική προσωπικότητα του αθλητικού σωματείου αποκτάται κατόπιν της δικαστικής διάγνωσης συνδρομής και τήρησης των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος και ολοκληρώνεται με την εγγραφή του στο ειδικό δημόσιο βιβλίο που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του (άρθρο 83 ΑΚ). Αντίστοιχα, κάθε μεταγενέστερη της σύστασης τροποποίηση του καταστατικού ισχύει μόνο αφού αυτή εγγραφεί στο ως άνω βιβλίο (άρθρο 84 ΑΚ), ενώ, σε περίπτωση διάλυσης, απαιτείται σημείωση αυτής στο βιβλίο δίπλα στην εγγραφή του σωματείου (άρθρο 85 ΑΚ).
Με τον πρόσφατα δημοσιευθέντα Ν 5095/2024 για την ενίσχυση της δικηγορικής ύλης ο δικηγόρος επιφορτίζεται πλέον με το ρόλο του συμμέτοχου στην ως άνω διαδικασία δικαστικής διάγνωσης. Βάσει της παρ. 1 του άρθρου 19 Ν 5095/2024, το οποίο τροποποίησε την παρ. 1 του άρθρου 787 ΚΠολΔ, ο δικηγόρος θα επικουρεί από εδώ και στο εξής το έργο του δικαστή σε τέσσερις, περιοριστικά αναφερόμενες, περιπτώσεις, και ειδικότερα, κάθε φορά που ζητείται έκδοση διαταγής για την εγγραφή σωματείου, την τροποποίηση καταστατικού, την εξουσιοδότηση για τη σύγκληση συνέλευσης και τη ρύθμιση της προεδρίας της και, τέλος, τη διάλυση σωματείου. Στο πλαίσιο αυτό, ο δικηγόρος, σε προθεσμία 15 ημερών από την επομένη της ημέρας που παρέλαβε την αίτηση καταχώρησης πράξης και τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα, διενεργεί προέλεγχο ως προς την πλήρωση των ελάχιστων κατά το νόμο στοιχείων νομιμότητας. Η διαδικασία περιγράφεται λεπτομερώς στο άρθρο 787 παρ. 1 ΚπολΔ, σε κάθε περίπτωση σκόπιμο είναι να μη λησμονείται πως ο δικηγόρος οφείλει να ενεργεί κατά την άσκηση των καθηκόντων του πάντοτε σύμφωνα με τις επιταγές του Κώδικα Δικηγόρων.
Συμπερασματικά, τα αθλητικά σωματεία θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, από τις πρώτες περιπτώσεις όπου θα δοκιμαστεί στην πράξη ο Ν 5095/2024, λόγω της άμεσης υποχρέωσης εναρμόνισης/τροποποίησης των καταστατικών τους στις διατάξεις του αθλητικού νόμου. Ο δικηγόρος/βοηθός δικαστή θα πρέπει να θυμάται ότι ένα αθλητικό σωματείο δε διαφέρει ουσιωδώς από ένα κοινό σωματείο του ΑΚ, σε κάθε περίπτωση όμως οφείλει να μελετήσει σχολαστικά τις σχετικές διατάξεις του αθλητικού νόμου, ενώ χρήσιμες μπορεί να αποδειχθούν και οι εκάστοτε οδηγίες της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, προκειμένου για την επιβοήθηση, όχι μόνο του έργου του δικαστή, αλλά γενικότερα του ενδιαφερόμενου σωματείου.
* Ο κ. Ανδρέας Δεσύλλας είναι Δικηγόρος Αθηνών, κάτοχος LL.M. στο Διεθνές Δίκαιο & Δίκαιο της ΕΕ.