Οι οικογενειακές αντιδικίες και οι διαφωνίες που τις συνοδεύουν γίνονται συνήθως, προς θλίψη των εμπλεκόμενων μερών και των νομικών τους παραστατών, εντονότερες την περίοδο των γιορτών. Σε περίπτωση δε που συνοδεύονται από ταξίδι του ενός γονέα με το παιδί στο εξωτερικό, μπορεί να εξελιχθούν σε πραγματικό «εφιάλτη» για τον άλλο γονέα και τον δικηγόρο του: ο λόγος είναι ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος παράνομης κατακράτησης του παιδιού στην άλλη χώρα, ιδίως εάν αυτή αποτελεί την χώρα καταγωγής του γονέα με τον οποίο ταξιδεύει· πολύ απλά δηλαδή ο κίνδυνος της μη επιστροφής του στην χώρα της συνήθους διαμονής του παιδιού, όπου ο γονέας ζούσε με τον/την πρώην σύντροφο του. Παρά δε την προβολή του εν λόγω ισχυρισμού στις δικαστικές αίθουσες, ο κίνδυνος συχνά παραβλέπεται, και ο γονέας, ο οποίος είτε ασκεί δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί είτε την επιμέλεια του, καταφέρνει να ταξιδέψει με το παιδί στο εξωτερικό, φέρνοντας στο τέλος της περιόδου των διακοπών τον αντίδικο του προ ενός προμελετημένου και τετελεσμένου πλέον σχεδίου: αυτό της απαγωγής του παιδιού.
Πώς όμως μπορεί να αντιδράσει στην περίπτωση αυτή ο γονέας και, το σημαντικότερο, ο νομικός επαγγελματίας;
H χώρα μας, με την ψήφιση του Ν 2102/1992, έχει κυρώσει την Διεθνή Σύμβαση της Χάγης του 1980 για τα Αστικά Θέματα της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών, η οποία έχει ως σκοπό, κατά την ρητή διατύπωση του άρθρου 1α αυτής, να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ή κατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3α της Σύμβασης η μετακίνηση ή κατακράτηση ενός παιδιού θεωρούνται παράνομες, εφόσον έγιναν κατά παράβαση δικαιώματος επιμέλειας αναγνωρισμένου από το δίκαιο του κράτους στο οποίο το παιδί είχε την συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από την μετακίνηση ή την κατακράτηση του. Η έννοια του δικαιώματος επιμέλειας υπό την Σύμβαση περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του. Τέτοιο δικαίωμα, είναι ορθό να γίνει δεκτό ότι αποτελεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο και το δικαίωμα επικοινωνίας, από την στιγμή που με το άρθρο 1519 ΑΚ προβλέπεται πως για την μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση. Με άλλα λόγια, μπορεί να γίνει δεκτό ότι κατά το ελληνικό δίκαιο ακόμη και ο γονέας που διατηρεί απλώς δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί, έχει πλέον δικαίωμα συγκαθορισμού του τόπου διαμονής του και αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση αυθαίρετης μετακίνησης του στο εξωτερικό, μπορεί να προσφύγει στις διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης του 1980.
Σε περίπτωση λοιπόν που ο γονέας μετά το ταξίδι στο εξωτερικό αρνείται να επιστρέψει με το παιδί στην Ελλάδα, ο γονέας που ισχυρίζεται ότι το παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας, μπορεί να απευθυνθεί στις δικαστικές αρχές του του Συμβαλλόμενου κράτους στο οποίο βρίσκεται παράνομα το παιδί, το οποίο εφαρμόζει διαδικασίες επείγοντος χαρακτήρα για την επιστροφή του. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη ορίζουν ταυτόχρονα Κεντρικές Αρχές, οι οποίες μπορούν να παράσχουν στον γονέα την συνδρομή τους με σκοπό να εξασφαλιστεί η επιστροφή του παιδιού.
Η Σύμβαση προβλέπει αναλυτικά τόσο την διαδικασία αυτή όσο και τους λόγους για την μη επιστροφή του παιδιού, ο πιο συχνός από τους οποίους είναι, σύμφωνα με το άρθρο 13β αυτής, η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μία αφόρητη κατάσταση, ισχυρισμός ο οποίος προβάλλεται από τον αμυνόμενο «απαγωγέα» γονέα κατ’ ένσταση. Σημειωτέον ότι στον Ευρωπαϊκό Χώρο ισχύουν συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/1111 του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας και για τη διεθνή απαγωγή παιδιών.
Χαρακτηριστικό για την ταχύτητα της διαδικασίας είναι ότι πρέπει να έχει εκδοθεί απόφαση για την επιστροφή του παιδιού μέσα σε έξι εβδομάδες από την στιγμή που επιλαμβάνεται η αρμόδια αρχή. Για τον λόγο αυτό στην Ελλάδα η σχετική αίτηση επιστροφής εκδικάζεται με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Παρότι λοιπόν οπωσδήποτε η πρόληψη είναι καλύτερη από την «θεραπεία», το δίκαιο μας προβλέπει έναν αποτελεσματικό τρόπο αντιμετώπισης ενός δυστυχώς συχνού φαινομένου, και διασφαλίζει την αποκατάσταση του status quo ante αναφορικά με την ζωή του παιδιού. Η εξοικείωση δε του νομικού, που ασχολείται με το οικογενειακό δίκαιο, με την εν λόγω διεθνή σύμβαση, αποβαίνει τελικά στις περιπτώσεις αυτές, και ανεξάρτητα από το εάν πλησιάζουν γιορτές ή μη, κρίσιμη.
* Ο κ. Ηλίας Γιαννατσής είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Διεθνής απαγωγή παιδιών μεταξύ γονέων