fbpx

Δικαιώματα Εμβρύου και Αυτοδιάθεση: Προς αναζήτηση ισορροπίας

Το δικαίωμα «αυτοκαθορισμού της γυναίκας», μετά και την απόφαση Dobbs v. Jackson Women's Health Organization (2022) του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. (το οποίο επανάφερε τη δικαιοδοσία των Πολιτειών για το ζήτημα), ήταν το κεντρικό ίσως προεκλογικό μήνυμα του Δημοκρατικού Κόμματος

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Το ζήτημα των εκτρώσεων / θανάτωσης του εμβρύου ανήχθη σε ζήτημα υψίστης σημασίας κατά τη διάρκεια των εκλογών στις Η.Π.Α. (Νοέμβριος 2024). Το δικαίωμα «αυτοκαθορισμού της γυναίκας», μετά και την απόφαση Dobbs v. Jackson Women’s Health Organization (2022) του Ανώτατου Δικαστηρίου των Η.Π.Α. (το οποίο επανάφερε τη δικαιοδοσία των Πολιτειών για το ζήτημα), ήταν το κεντρικό ίσως προεκλογικό μήνυμα του Δημοκρατικού Κόμματος.

Αυτό μάς δίνει μια ακόμη αφορμή να εξετάσουμε το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ αυτονομίας της εγκύου γυναίκας αφενός και των δικαιωμάτων του εμβρύου αφετέρου. Θα ήταν επίσης χρήσιμο να το πράξουμε υπό το φως πρόσφατων εμπειρικών δεδομένων. Σημασία δεν έχει τόσο το γεγονός ότι κάθε χρόνο π.χ. πραγματοποιούνται περί το ένα εκατομμύριο εκτρώσεις στις ΗΠΑ και 250.000 στο Ηνωμένο Βασίλειο αντίστοιχα. Κρίσιμη είναι η ποσοστιαία κατανομή σε χώρες (εν προκειμένω: Η.Π.Α.) για τις οποίες έχουμε στοιχεία:

ΠοσοστόΛόγος
0.01%  αιμομιξία
0.15%  βιασμός
0.20%  κίνδυνος ζωής για την έγκυο
0.98%  σοβαρή ανωμαλία στο έμβρυο
1.48%  λόγοι υγείας
1.88%  λόγοι ψυχολογικής υγείας
20.4%  κοινωνικοί ή οικονομικοί λόγοι (on demand)
74.9%κατ᾽ επιλογήν (on demand)  

Καθίσταται λοιπόν κι εδώ σαφές ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εκτρώσεων / θανατώσεων εμβρύων είναι on demand, συχνά ως ένα ιδιόμορφο (post facto) μέσο αντισύλληψης. Μπορούμε να εικάσουμε εύλογα ότι παρόμοια στοιχεία θα βρούμε σε κάθε δυτική χώρα. Βλέπουμε δηλαδή ότι αν μεταφέρουμε τα στοιχεία αυτά στην ελληνική επικράτεια, τότε τόσο ο εγκληματολογικός λόγος (0.15%) όσο και οι λόγοι υγείας τόσο του εμβρύου όσο και της μητέρας, δηλ. δυο εκ των τριών λόγων άρσης αδίκου από τη θανάτωση του εμβρύου (άρ. 304 παρ. 4 περ. β᾽ και γ᾽ Π.Κ.) , αποτελούν ένα αμελητέο ποσοστό του συνόλου. To ενδιαφέρον μας θα πρέπει να επικεντρωθεί στην on demand έκτρωση (74.9+20.4 = 95.3% επί του συνόλου). Η κίνηση αυτή μάς δείχνει ταυτόχρονα και την κατεύθυνση για τη νομικοδογματική ανάλυση του ζητήματος. Ενώ η ελληνική νομολογία δεν έχει ασχοληθεί επαρκώς με το ζήτημα, το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, κρίνοντας επί ρύθμισης δομικά και κατά περιεχόμενο όμοιας με την ελληνική, έχει κηρύξει τη διάταξη αντισυνταγματική – δύο διαδοχικές φορές.

Σύμφωνα με την ιστορική απόφαση του Πρώτου Τμήματος του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το άρθρο 218α γερμ. Π.Κ. (αντίστοιχο του άρ. 304 ελλ. Π.Κ.) προσκρούει στο άρθρο 2 παρ. 2 εδ. ἀ (δικαίωμα στη ζωή) σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 (αδιαπραγμάτευτο της αξίας του ανθρώπου) του Βασικού Νόμου (Grundgesetz), καθώς αφαιρεί την διακοπή της κύησης από το προστατευτικό πλέγμα του άρθρου 218 γερμ. Π.Κ. Κεντρική πρόταση της ως άνω απόφασης είναι ότι «η ζωή που αναπτύσσεται στην μήτρα βρίσκεται ως αυτόνομο έννομο αγαθό υπό την προστασία του Βασικού Νόμου». Η υποχρέωση προστασίας από μεριάς του Κράτους δεν απαγορεύει απλώς άμεσες κρατικές επεμβάσεις στην υπό εξέλιξη ανθρώπινη ζωή, αλλά υποχρεώνει το Κράτος να παρέχει προστασία και να στέργει σε βοήθεια. Τονίζει δηλ. το Πρώτο Τμήμα ότι δεν δύναται η έννομη τάξη να θεωρήσει το δικαίωμα αυτοκαθορισμού της γυναίκας ως τον μοναδικό γνώμονα (alleinige Richtschnur) της ποινικής νομοθεσίας. Το ίδιο δικαστήριο (Δεύτερο Τμήμα) στη δεύτερη απόφαση για το ζήτημα επανέλαβε ουσιαστικά την προσέγγιση του Πρώτου Τμήματος και τόνισε ότι η ανθρώπινη αξία καταλογίζεται και στην αγέννητη ανθρώπινη ζωή. Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Εκεί που υπάρχει ανθρώπινη ζωή, υπάρχει και ανθρώπινη αξία». Το έμβρυο δε, «έχει ανθρώπινη αξία αναγνωρισμένη από την έννομη τάξη αφ᾽ εαυτού και όχι σε συνάρτηση με τρίτα πρόσωπα». Το ανέλεγκτο (on demand) της ως άνω διαδικασίας κατά την οποία το έμβρυο μπορεί να θανατωθεί χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση από αυτήν της παρέλευσης συγκεκριμένων προθεσμιών έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα δογματικά θεμέλια της ίδιας της διάταξης και, το σημαντικότερο από όλα, με τις συνταγματικές διατάξεις που εγγυώνται την προστασία της (αγέννητης) ζωής αλλά και την αξία αυτής, με την προστασία της τελευταίας να είναι και η πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας (άρθρο 2 παρ. 1 γερμ. Σ.).

Τονίζει το Δεύτερο Τμήμα ότι σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να διαπιστωθούν οι ως άνω προϋποθέσεις με έναν διυποκειμενικά έγκυρο τρόπο, τότε «ο νομοθέτης δεν θα μπορεί να κηρύξει την διακοπή της κύησης επιτρεπτή». Μπορεί να πρόκειται μεν στις περιπτώσεις αυτές «για πολύ προσωπικές υποθέσεις της γυναίκας». Λόγω ωστόσο της κατάστασης κατά την οποία κρίνεται η επιτρεπτή «θανάτωση της αγέννητης ζωής η οποία αξιώνει προστασία και έναντι της μητέρας», δεν μπορούν οι ως άνω προσωπικές υποθέσεις να υπερισχύσουν των αξιολογήσεων της έννομης τάξης. Ακόμη και αν η διαπίστωση των όρων άρσης του αδίκου είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, δεν δύναται το Κράτος να παραιτηθεί από τον εγγυητικό του ρόλο για την προστασία της ζωής του εμβρύου και να αρκεστεί σε μια ψευδο-διαδικασία κατά την οποία η ίδια μητέρα θα διαπιστώνει ή ίδια την συνδρομή των όρων άρσης του αδίκου που θεμελιώνουν οι ίδιες της οι πράξεις, στο πλαίσιο δηλαδή μιας ανέλεγκτης διαδικασίας εφαρμογής αόριστων κριτηρίων. Αυτό θα ισοδυναμούσε, σύμφωνα πάντα με το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, με την από νομική σκοπιά αφόρητη κατάσταση κατά την οποία κατηγορούμενος και δικαστής θα ήταν, όπως είδαμε παραπάνω, το ίδιο πρόσωπο που θα αποφάσιζε για το δίκαιο ή άδικο χαρακτήρα των πράξεών του: Nemo iudex in causa sua.

Δεδομένου λοιπόν ότι σύμφωνα με το Συνταγματικό Δικαστήριο ο Βασικός Νόμος «δεσμεύει το Κράτος να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή στην οποία συμπεριλαμβάνεται ο αγέννητος άνθρωπος», καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τα συνταγματικά δικαιώματα της γυναίκας δεν φτάνουν στο σημείο να αίρεται η νομική υποχρέωση κυοφορίας του εμβρύου. Παράλληλα, τα συνταγματικά δικαιώματα της γυναίκας σημαίνουν ότι κατ’ εξαίρεση κάποιες περιπτώσεις αίρουν το άδικο της θανάτωσης, όταν η επιβάρυνση της εγκύου είναι τέτοιας έντασης ώστε να επιφέρει δραστική και συνταγματικά ευσταθούσα μείωση της ποιότητας ζωής.

Το κεντρικό (δογματικό) κριτήριο που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ο νομοθέτης για να εξειδικεύσει τις ως άνω κατηγορίες περιπτώσεων είναι αυτό του (μη-) αξιώσιμου (Unzumutbarkeit). Το κριτήριο του (μη-) αξιώσιμου για το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι λοιπόν συνέπεια της δογματικής δομής της διάταξης που βρίσκει εφαρμογή και στο ελληνικό άρ. 304 Π.Κ. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη, η θανάτωση του εμβρύου για το σύνολο της διάρκειας της εγκυμοσύνης θεμελιώνει (αρχικό) άδικο. Αν δεν υπήρχε η σχετική απαγόρευση, τονίζει το γερμ. Συνταγματικό Δικαστήριο, τότε η ζωή του nasciturus θα ήταν υπό τον άκρατο και νομικά αδέσμευτο έλεγχο τρίτων και των αποφάσεών τους, κάτι που θα καταργούσε την προστασία που οφείλει να λαμβάνει το έμβρυο σύμφωνα με τον Βασικό Νόμο.

Τις ως άνω νομικές προτάσεις υιοθέτησε σχεδόν κατά γράμμα ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 10/2013 (Α1 Πολιτικό Τμήμα) το 2013 όταν δέχτηκε ότι: «Το Σύνταγμα υποχρεώνει το κράτος να προστατεύει την ανθρώπινη ζωή, στην οποία κατά την ορθότερη γνώμη ανήκει και η αγέννητη. Αυτή η υποχρέωση προστασίας προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 2§1 και 5§2 Συντ., το οποίο υποχρεώνει το κράτος σε σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου στην ολότητα του ως είδος και έμβιο ον, άρα και ως έμβρυο. Ανθρώπινη αξία έχει και η αγέννητη ζωή και γι’ αυτό το έμβρυο προστατεύεται και έναντι της μητέρας του με την κατά κανόνα απαγόρευση από το νομοθέτη της διακοπής της κυήσεως (διαφορετικά: με την κατά κανόνα υποχρέωση αυτής να συνεχίσει την κυοφορία)».

Η ως άνω σύντομη ανάλυση μας επιτρέπει την εξαγωγή των εξής συμπερασμάτων:

  • Από την ανθρώπινη αξία απορρέει σαφώς η ανάγκη προστασίας του εμβρύου ακόμη και, ή μάλλον κυρίως, από την ίδια την έγκυο, στης οποίας την υποκειμενική βούληση δεν μπορεί με συνταγματικά επιτρεπτό τρόπο να μετατεθεί η τελική, ανέλεγκτη και αμετάκλητη ευθύνη απόφασης για την συνδρομή των προϋποθέσεων άρσης του αδίκου, καθώς αυτό προσβάλλει τα κατώτατα όρια προστασίας της ζωής του εμβρύου.
  • Επί τη βάσει του άρθρου 304 ΠΚ βρίσκεται το δογματικό κριτήριο του μη-αξιώσιμου, σύμφωνα με το οποίο η εκπεφρασθείσα επιθυμία διακοπής της κύησης προϋποθέτει μια συγκρουσιακή κατάσταση τέτοιας έντασης, ώστε η κυοφορία να μην μπορεί να αξιωθεί από την έγκυο.
  • Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι και κατά την διάρκεια των πρώτων 12 εβδομάδων δεν δύναται να συντρέξει το στοιχείο της μη-αξιωσιμότητας. Δεν είναι όμως ανεκτό να εκχωρεί η έννομη τάξη το αποκλειστικό δικαίωμα διαπίστωσης του ίδιου στοιχείου στο πρόσωπο που προξενεί (με άμεσο ή έμμεσο τρόπο) την θανάτωση του εμβρύου.

Ως εκ τούτου, η κήρυξη του άρθρου 304 παρ. 4 περ. ά ΠΚ ως αντισυνταγματικού είναι δογματικά αλλά και δικαιοπολιτικά επιβεβλημένη. Η ευρύτατη διακριτική ευχέρεια της εγκύου να θανατώσει το έμβρυο για την περίοδο των πρώτων 12 εβδομάδων (άρ. 304 παρ. 4 περ. α´ Π.Κ.) ή για την περίοδο των πρώτων 24 εβδομάδων (παρ. 3) δεν συμβαδίζει με την ειδική υποχρέωση προστασίας της αξίας της (αγέννητης) ζωής που εδράζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Αποτελεί εξάλλου αξιολογική αντινομία ότι το νέο άρθρο 312 παρ. 1 ΠΚ (Κώδικας (Νόμος 4619/2019) ποινικοποιεί οποιαδήποτε πρόκληση σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας «σε ανήλικο ή σε πρόσωπο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του» ενώ η θανάτωση του εμβρύου, δηλ. της πιο ευάλωτης και απροστάτευτης ομάδας ανθρώπων, είναι εν πολλοίς ατιμώρητη παρά την μαζική κλίμακα με την οποία αυτή τελείται.

Με βάση την παραπάνω ανάλυση, έχει κανείς βάσιμους λόγους να εκτιμά ότι και τα εγχώρια ποινικά δικαστήρια θα πρέπει άμεσα να κηρύξουν τουλάχιστον την αντίστοιχη ρύθμιση (άρ. 304 παρ. 4 περ. ά ΠΚ) αντισυνταγματική, καθώς η άνευ αντικειμενικών κριτηρίων δυνατότητα της εγκύου να θανατώσει το έμβρυο κατά το δοκούν (on demand) αντίκεται στην συνολική δομή του άρ. 304 ΠΚ καθώς και στις συνταγματικές διατάξεις περί ανθρώπινης αξίας που επιβάλλουν στον κοινό νομοθέτη να τίς επιβεβαιώσει και να τίς εξειδικεύσει, όχι πάντως να ανατρέπει την κανονιστική ιεράρχηση της ανθρώπινης ζωής μέσω της ανέλεγκτης άρσης του αδίκου χαρακτήρα της θανάτωσης του εμβρύου από την ίδια την έγκυο.

* Ο κ. Κυριάκος Ν. Κώτσογλου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας στο Northumbria University και Δικηγόρος Αθηνών.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -