Τον Σεπτέμβριο του 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε πρόταση Οδηγίας σχετικά την επιβολή κοινών κανόνων για τις αποζημιωτικές αγωγές (ΑΙ Liability Directive), ιδιαίτερα για αγωγές αδικοπραξίας-μη συμβατικής ευθύνης. Η πρόταση, αναγκαία, παραπέμπει, ως προς την επιμέρους ορολογία, στην υιοθετηθείσα ΑΙ Act. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 της πρότασης Οδηγίας, το εν λόγω εγχείρημα θεσπίζει κοινούς κανόνες σχετικά με:
α) την αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων για συστήματα τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) υψηλού κινδύνου, ώστε να παρέχεται δυνατότητα στον ενάγοντα να τεκμηριώνει αστική αξίωση αποζημίωσης για εξωσυμβατική υποκειμενική ευθύνη
β) το βάρος της απόδειξης σε περίπτωση άσκησης, ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, αστικής αξίωσης αποζημίωσης για εξωσυμβατική υποκειμενική ευθύνη, για ζημίες προκληθείσες από σύστημα ΤΝ».
Το ήδη ισχύον πλαίσιο νομικής ευθύνης της Οδηγίας PLD (Product Liability Directive) αναμορφώνεται και προσαρμόζεται στην ψηφιακή εποχή: ειδικά στις αποζημιωτικές χρήσεις AI αγωγές, ο σκοπός είναι, μέσω της νομικής διασφάλισης που προσφέρει η εναρμόνιση ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων μεταξύ των κρατών μελών, να ενισχυθεί η αξιοπιστία των συστημάτων ΑΙ. Εντυπωσιακό, θα μπορούσε κανείς να πει, επιχείρημα είναι ότι η ανάγκη των συστημάτων ΑΙ να ανταποκριθεί στις προβλέψεις νομικής ευθύνης από τη χρήση τους οδηγώντας σε πρόοδο της τεχνολογικής καινοτομίας. Η νομική επιστήμη, και εν προκειμένω τα δικονομικά της αντανακλαστικά, τελούν σε θαυμαστή σύνδεση με την ηθική, τις επιστήμες και όλο το κοινωνικό φάσμα.
Το βασικό πεδίο «δράσης» της Οδηγίας, ήτοι το βασικό νομικό εργαλείο που επιστρατεύεται για την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος, είναι η πρόβλεψη αποδεικτικών διευκολύνσεων.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η πρόταση Οδηγίας περιλαμβάνει μόνο άρθρα ορισμών και αποδεικτικών διευκολύνσεων. Το ζήτημα του fact finding and evidence συνιστά το πρώτο σημείο δικονομικής προσαρμογής στις ευρωπαϊκής προέλευσης εξελίξεις του ουσιαστικού δικαίου. Συγκεκριμένα, η ίδια νομοθετική προσαρμογή δικονομικών κανόνων συνέβη στις αγωγές παραβίασης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού αλλά και στις αγωγές προστασίας κατά της παραβίασης δικαίου των διακρίσεων.
Ειδικότερα, προβλέπεται το γνωστό από τα αγγλοσαξωνικά συστήματα δικαίου disclosure of evidence προκειμένου να διευκολυνθεί η απόδειξη των ισχυρισμών. Στο άρθρο 3 της πρότασης Οδηγίας ορίζεται η δυνατότητα του ενάγοντος (ή όποιου πρόκειται να ασκήσει αγωγή-στο αγγλικό κείμενο αναφέρεται ως potential claimant) να ζητήσει την προσκομιδή αποδεικτικών μέσων που βρίσκονται στην κατοχή του εναγομένου ή τρίτου, προκειμένου να διευκολυνθεί στην απόδειξη των ισχυρισμών του για πρόκληση ζημίας από high risk AI systems.
Οι αποδεικτικές διευκολύνσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 της πρότασης Οδηγίας πρέπει να κριθούν από το εκάστοτε δικάζον δικαστήριο ως άκρως απαραίτητες και τελούσες σε σύμπνοια με την αρχή της αναλογικότητα ͘ ιδίως αν η αποδεικτική εκφορά πρόκειται να θίξει τη δημόσια τάξη, την προσωπική σφαίρα του ατόμου ή προστατευτέα εμπορικά συμφέροντα. Οι ίδιες προβλέψεις περιλήφθηκαν και στην Οδηγία 2014/104 περί αγωγών αποζημίωσης λόγω παραβίασης του δικαίου ελεύθερου ανταγωνισμού (Ν 4529/2018). Το δικονομικό δίκαιο θα κληθεί, και πάλι, να τραβήξει τις εξισορροπητικές γραμμές μεταξύ της αποτελεσματικής χρήσης της ΑΙ και της ταυτόχρονης προστασίας από τούτη τη χρήση· ιδίως, της προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, 47 ΧΘΔΕ, 20 παρ. 1 Σ.).
Περαιτέρω, το ακανθώδες ζήτημα που θα ανακύψει είναι αυτό της θεμελίωσης και απόδειξης αιτιώδους συνάφειας, causal link, μεταξύ της παραβατικής συμπεριφοράς, που σχετίζεται με παραβίαση σχετικής με την ΑΙ νομοθεσίας, και της πρόκλησης ζημίας. Στο σημείο τούτο, οι αποδεικτικές δυσχέρειες του ενάγοντος είναι τόσο ασύμμετρες, ώστε η ανταπόκρισή του στο βάρος απόδειξης να είναι ανέφικτη. Έτσι, στο άρθρο 4 της πρότασης Οδηγίας, επιστρατεύεται το νομοτεχνικό μέσο του «νόμιμου μαχητού τεκμηρίου». Ειδικά, στην αγγλική εκφορά λόγου περιλαμβάνονται οι όροι «presumption of causality» ή «must be reasonably like. Απομένει να δούμε πως τα δικονομικά αντανακλαστικά των κρατών μελών θα εφαρμόσουν τις σχετικές ρυθμίσεις ή προς τα που θα οδηγήσει τον προβληματισμό η νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Ανάλογο ζήτημα προέκυψε στα ζητήματα αντιστροφής βάρους απόδειξης στις υποθέσεις παραβίασης του δικαίου διακρίσεων και παρενόχλησης στο χώρο εργασίας. Οι προβληματισμοί που έχουν διατυπωθεί σε θεωρία και νομολογία θα είναι χρήσιμοι και για την ερμηνεία των ρυθμίσεων της AI Liability. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η διευκόλυνση θεμελίωσης της αιτιώδους συνάφειας θα «παρασύρει» και τη θεμελίωση της ίδιας της υπαιτιότητας ή και, εν τέλει, της παραβατικής συμπεριφοράς. Απομένει, συνεπώς, να μελετήσουμε την εξισορροπημένη εναρμονισή τους με τα εγχώρια δεδομένα: δογματικά και νομολογιακά.
٭ Η κ. Ευαγγελία (Ελίνα) Ασημακοπούλου είναι Δικηγόρος-Διδάκτωρ Πολιτικής Δικονομίας. Για το ζήτημα της AI Liability έχει παρακολουθήσει εξειδικευμένα courses στο Brussels School for Artificial Intelligence. Διδάσκει Πολιτική Δικονομία και Εργατικό Δίκαιο στο Neapolis University της Κύπρου.