Ο Ν. 5119/2024 τροποποιώντας τα βασικά νομοθετήματα της διοικητικής δικονομίας αποσκοπεί στην ταχύτερη και ποιοτικότερη εκδίκαση των διοικητικών υποθέσεων. Αρχικά, το πρώτο μέρος του μεταρρυθμίζει το Π.Δ.18/1989, σε μια κατεύθυνση εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού της δικονομικής διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το επόμενο μέρος προβλέπει την υπαγωγή κατηγοριών διαφορών ουσίας και ακυρωτικών στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, με γνώμονα την αποτελεσματικότερη κατανομή της δικαστηριακής ύλης εντός της διοικητικής δικαιοσύνης, ενώ το τελευταίο ουσιαστικό μέρος συμβάλλει διά των προβλέψεων του στη βελτίωση απονομής της δικαιοσύνης σε υποθέσεις αρμοδιότητας του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ
Αρχικά, σε ό,τι αφορά τη διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ ο ν. 5119/2024 επέφερε τροποποιήσεις σε ειδικές εκφάνσεις του τρόπου και χρόνου άσκησης, της κοινοποίησης, του προσδιορισμού, της συζήτησης των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, καθώς και των προθεσμιών διενέργειας διαδικαστικών πράξεων και συγκέντρωσης των αποδεικτικών στοιχείων.
Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρ. 23 και της παρ. 2 του άρ. 36 του Ν. 5119/2024, συνάγεται ότι το πεδίο εφαρμογής του περιλαμβάνει ένδικα βοηθήματα και μέσα, που έχουν κατατεθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας από τη 16η/9/2024 και μετά. Απεναντίας, για τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που έχουν κατατεθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας έως και τη 15η.9.2024, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του «παλαιού» Π.Δ. με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρ. 23 περί εισαγωγής στο δικαστικό σχηματισμό του 34 Γ και εκδίκασης από αυτόν, σύμφωνα με τα άρθρα 34Α και 34Β του «νέου» Π.Δ. 18/1989. Επιπλέον, από το πεδίο εφαρμογής του νόμου αποκλείονται υποθέσεις ακυρωτικής αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οι οποίες εξακολουθούν να υπόκεινται στις διατάξεις του «παλαιού» Π.Δ. Γίνεται, δηλαδή, αντιληπτή η παράλληλη εφαρμογή δύο Π.Δ., τόσο με γνώμονα την υπαγωγή της ακυρωτικής αρμοδιότητας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όσο και εντός του ΣτΕ, ανάλογα με το χρόνο κατάθεσης των ενώπιον του ασκηθέντων ένδικων βοηθημάτων και μέσων.
Νέες προθεσμίες και προϋποθέσεις
Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον του ΣτΕ, διασαφηνίζεται ότι αυτά εξακολουθούν να ασκούνται μόνο με κατάθεση του δικογράφου. Τεχνικά, όμως, η πρόβλεψη του νέου άρ. 21, περί υποχρέωσης επίδοσης κάθε εισαγωγικού δικογράφου εντός δύο μηνών από την κατάθεσή του, καθιστά τη νομότυπη κοινοποίηση προϋπόθεση της ορθής και πλήρους ασκήσεως του βοηθήματος και του μέσου, αφού σε αντίθετη περίπτωση το τελευταίο λογίζεται ως μη ασκηθέν και τίθεται στο αρχείο. Από 16/9/2024 ο ασκών, λοιπόν, οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον του ΣτΕ, κι όχι μόνο αίτηση αναίρεσης όπως ίσχυε μέχρι τώρα, φέρει την υποχρέωση, επί ποινή να λογισθεί το τελευταίο ως μη ασκηθέν, να κοινοποιήσει αντίγραφο του δικογράφου σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται εντός δύο μηνών από την κατάθεσή του. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 21 παρ. 5 του νέου Π.Δ. 18/1989, αν η επίδοση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, γίνει εμπροθέσμως (μέσα στο δίμηνο από την κατάθεσή του), αλλά όχι νομοτύπως, ο διάδικος καλείται άπαξ από τον Πάρεδρο ή τον Εισηγητή να επαναλάβει νομοτύπως την επίδοση, σύμφωνα με τις οδηγίες που θα του δοθούν εντός της εύλογης προθεσμίας, που θα του ταχθεί με τη σχετική πρόσκληση. Αν, όμως, και η δεύτερη και τελευταία νέα αυτή επίδοση δεν διενεργηθεί νομοτύπως, το βοήθημα ή μέσο τίθεται στο αρχείο. Η παρ. δε 7 του άρ. 21 προέβλεψε δικλείδα θεραπείας της παράλειψης κοινοποίησης, ή της μη σύννομης διενέργειας, σε περίπτωση που αμφότεροι οι διάδικοι παρίστανται στο δικαστήριο και δεν αντιλέγουν. Προσοχή χρειάζεται και η εισαγωγή του νέου άρθρου 21Α που ορίζει τον τρόπο διενέργειας των ηλεκτρονικών επιδόσεων.
Πέρα από την πλασματική άσκηση σε περίπτωση μη επίδοσης του εισαγωγικού δικογράφου, η παρ. 6 του νέου άρ. 17 π.δ. 18/89 εισάγει τον περιορισμό της έκτασής του, με απώτατο όριο τις 30 σελίδες.
Η μετατροπή μάλιστα της μέχρι τώρα δυνατότητας της γραμματείας να καλέσει τον πληρεξούσιο να προσαρμόσει την έκταση του δικογράφου του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και των υπομνημάτων, εφόσον συνέτρεχε «ουσιώδης» υπέρβαση σε υποχρέωσή της επί ποινή απόρριψης του ένδικου βοηθήματος αν ο δικηγόρος δε συμμορφωθεί καθιστά απτή την καθιέρωση περιεκτικών δικογράφων που μένει να δούμε στην πράξη, αν και πόσο βελτιώσουν την ποιότητα και την ταχύτητα απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Ήδη, πάντως, εντοπίζεται πρόβλημα στο γεγονός ότι η εμπρόθεσμη επίδοση του αρχικού μη προσαρμοσμένου δικογράφου θεωρείται έγκυρη, αφού καμία εγγύηση δεν υπάρχει ότι το μικρότερο προσαρμοσμένο δικόγραφο θα είναι και ποιοτικά ανάλογο με το αρχικό.
Περαιτέρω, το άρ. 20 εισήγαγε πλέον την άμεση «αλγοριθμική» χρέωση των υποθέσεων σε Πάρεδρο ή Εισηγητή για την εισαγωγή της υπόθεσης σε συμβούλιο, αντί της έκδοσης απλώς μιας πράξης του Προέδρου, με την οποία μέχρι τώρα ο τελευταίος όριζε Εισηγητή και δικάσιμο. Ο τελευταίος το ταχύτερο δυνατό -έπειτα από τη διαβίβαση του φακέλου της υπόθεσης- συντάσσει έκθεση, η οποία διαλαμβάνει με πληρότητα το ιστορικό της διαφοράς, τα στοιχεία που βεβαιώνονται από τα έγγραφα και τα ζητήματα που ανακύπτουν. Μετά τη σύνταξη της έκθεσης της παρ. 1, η υπόθεση εισάγεται στον δικαστικό σχηματισμό σε συμβούλιο του άρθρου 34Γ, ο οποίος είτε εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 34Α ή 34Β, είτε, αν κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση απόφασης, εκδίδει πρακτικό, στο οποίο καταχωρίζεται η έκθεση του Παρέδρου ή του Εισηγητή και το οποίο επιδίδεται στους διαδίκους, σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 21. Μετά την έκδοση του πρακτικού, η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο με την πράξη του Προέδρου, που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 20, και με την οποία ορίζεται η δικάσιμος και δίδεται εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία στον εισηγητή.
Γίνεται προφανές ότι με την ενίσχυση της δικαιοδοσίας του συμβουλίου, «φιλτράρονται» οι υποθέσεις που τελικά φτάνουν στο ακροατήριο
Γίνεται προφανές ότι με την ενίσχυση της δικαιοδοσίας του συμβουλίου, «φιλτράρονται» οι υποθέσεις που τελικά φτάνουν στο ακροατήριο, είτε διά της απόρριψης των απαράδεκτων ή αβάσιμων ένδικων βοηθημάτων και της τυχόν παρεπόμενης αυτών εκκρεμούς αίτησης αναστολής, της κατάργησης της δίκης, της παραπομπής της υπόθεσης στον Πρόεδρο του ΣτΕ, ή της τοποθέτησης της υπόθεσης στο αρχείο, είτε διά της αποδοχής αυτών, εφόσον η υπόθεση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες πραγματικές ή νομικές δυσκολίες.
Με την παρ. 1 βέβαια του νεοεισαχθέντος άρ. 20 Α του Π.Δ. 18/1989, προβλέφθηκε η δυνατότητα παράκαμψης της προηγούμενης διαδικασίας κι απευθείας εισαγωγής στο ακροατήριο για περιπτώσεις που φέρουν το χαρακτήρα του κατεπείγοντος, ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ή κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, οπότε και εκδίδεται αμέσως πράξη ορισμού Εισηγητή και δικασίμου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 20.
Αναβάθμιση προδικασίας
Περαιτέρω, η νέα νομοθεσία ενισχύει την προδικασία, καθιστώντας την ταχύτερη. Αρχικά, η διοίκηση υποχρεούται πλέον να αποστείλει φάκελο εντός τριών (3) μηνών από την επίδοση του ενδίκου βοηθήματος. Αν ο φάκελος της υπόθεσης δεν αποσταλεί, ή ο φάκελος που απεστάλη έχει ουσιώδεις ελλείψεις, το Δικαστήριο μπορεί κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων να συναγάγει τεκμήριο ομολογίας για την πραγματική βάση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος, βάσει του νέου άρ. 24, χωρίς να έχει μεσολαβήσει αναβολή της εκδίκασης μία τουλάχιστον φορά, όπως απαιτούνταν μέχρι τώρα. Εντός της ίδιας μάλιστα προθεσμίας, και οι λοιποί διάδικοι υποχρεούνται πλέον να προσκομίσουν κάθε στοιχείο για την απόδειξη του εννόμου συμφέροντος και των πραγματικών ισχυρισμών τους. Καθιερώνεται, δηλαδή, ένα «πιεστικό» χρονικά σύστημα συγκέντρωσης στοιχείων φακέλου και υποβολής αποδεικτικών στοιχείων διαδίκων, που πάντως αποσκοπεί στην ταχύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων, τόσο του αιτούντος όσο και της διοίκησης. Πάντως, είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι τεχνικά όσο πιο έγκαιρα ο προσφεύγων κοινοποιήσει το εισαγωγικό δικόγραφο, τόσο νωρίτερα μεταθέτει την κίνηση της όλης προδικασίας.
Σε ό,τι αφορά την άσκηση πρόσθετων λόγων η παρ. 1 του άρ. 25 προβλέπει πλέον την κατάθεση δικογράφου κι επίδοση με επιμέλεια του διαδίκου, επί ποινή απαραδέκτου, εντός είκοσι ημερών από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας για την αποστολή του φακέλου της υπόθεσης σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 23, και σε περίπτωση άσκησης ενδίκων μέσων εντός είκοσι ημερών από την παρέλευση τριμήνου, το οποίο αρχίζει από την επίδοση του ενδίκου μέσου σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 21. Η προθεσμία, βέβαια, αυτή δεν είναι απόλυτη. Το εδ. β της παρ. 1 του άρ. 11 Ν. 5119/2024 προβλέπει ως απώτατο όριο για την άσκηση πρόσθετων λόγων τουλάχιστον είκοσι πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο αποκλειστικά όταν εφαρμόζεται το άρθρο 20Α, καθώς και αν δεν τηρηθεί η τρίμηνη προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 23 για την αποστολή του φακέλου από τη Διοίκηση, ή περιέλθουν στο Δικαστήριο νέα «κρίσιμα» στοιχεία μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, ή μετά την παρέλευση τριμήνου από την επίδοση του ενδίκου μέσου.
Αλλαγή της προθεσμίας προβλέφθηκε και για την υποβολή υπομνημάτων των διαδίκων, τα οποία -σύμφωνα με την παρ. 2 του άρ. 25- κατατίθενται προαποδεικτικώς το αργότερο δεκαπέντε πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, προθεσμία αισθητά μεγαλύτερη από το γνωστό μέχρι τώρα εξαήμερο. Σε περίπτωση, βέβαια, σύντμησης προθεσμιών, ή για λόγους που κρίνονται δικαιολογημένοι, τα υπομνήματα υποβάλλονται έως την παραμονή της δικασίμου. Δεν είναι πλέον δυνατή η αίτηση προθεσμίας επί της έδρας από τον παριστάμενο δικηγόρο για την κατάθεση του υπομνήματος σε χρόνο ορισμένο από το δικαστήριο μετά τη συζήτηση. Η ίδια προθεσμία προβλέπεται και για την προσκόμιση στοιχείων του φακέλου για την απόδειξη του εννόμου συμφέροντος και των ισχυρισμών των διαδίκων, σε αντίθεση με την προϊσχύουσα μορφή του άρθρου, που δεν προέβλεπε την κατάθεση των αποδεικτικών στοιχείων υποχρεωτικά με το υπόμνημα, παρατείνοντας έτσι το χρονικό περιθώριο προσκόμισής τους μέχρι την προτεραία της δικασίμου.
Οι προβλέψεις αυτές καθιστούν πλέον την δίκη ενώπιον του ΣτΕ σίγουρα «εμπροσθοβαρή», η πράξη όμως θα δείξει αν θα την καταστήσουν και ταχύτερη όπως επιδίωξε ο νομοθέτης.
Αναφορικά με τη χορήγηση της πληρεξουσιότητας, καθιερώθηκε πλέον η επί ποινή απαραδέκτου προθεσμία των 15 πλήρων ημερών πριν τη δικάσιμο, για την προσκόμιση της νομιμοποίησης του πληρεξούσιου δικηγόρου, η οποία μέχρι τώρα μπορούσε να προσκομιστεί όχι μόνο προαποδεικτικά ως την προτεραία, αλλά και σε χρονικό περιθώριο που χορηγούσε το δικαστήριο, κατόπιν προφορικής αίτησης του διαδίκου, ή του εμφανιζόμενου ως πληρεξούσιου στο ακροατήριο. Ειδικά για την περίπτωση που ο διάδικος είναι φυσικό πρόσωπο, μεγάλης πρακτικής σημασίας είναι η νέα πρόβλεψη της δυνατότητας χορήγησης πληρεξουσιότητας και με ψηφιακή εξουσιοδότηση, η οποία εκδίδεται μέσω της ενιαίας ψηφιακής πύλης της δημόσιας διοίκησης (gov.gr) και αποστέλλεται ηλεκτρονικά στο Δικαστήριο εντός των ως άνω προθεσμιών. Όπως ίσχυε μέχρι τώρα, φυσικά, αν η πληρεξουσιότητα που χορηγήθηκε εμφανίζει ελλείψεις, ή υπάρχει ανάγκη συμπληρώσεων, ή προκύπτουν αμφιβολίες ως προς τη νομιμοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου ή του διαδίκου, χωρίς όμως να συντρέχει περίπτωση παντελούς έλλειψης νομιμοποιητικών στοιχείων, ο Πάρεδρος ή ο Εισηγητής που ορίζεται για την εισαγωγή της υπόθεσης σε συμβούλιο ή στο ακροατήριο μεριμνά για την άρση των σχετικών ελαττωμάτων.
Συζήτηση στο ακροατήριο
Σε ό,τι αφορά τη συζήτηση στο ακροατήριο, προσοχής χρήζει η πρόβλεψη διά της παρ. 3 του άρ. 33 προθεσμίας των 3 ημερών, πριν από την τελευταία για την κατάθεση της δήλωσης παράστασης του πληρεξούσιου δικηγόρου επί ποινή στέρησης του δικαιώματος δικαστικής δαπάνης σε αντίθετη περίπτωση.
Κρίσιμη είναι δε και η πρόβλεψη της παρ. 6 του άρ. 33 ότι δεύτερο αίτημα αναβολής για τον ίδιο, ή παρεμφερή λόγο είναι απαράδεκτο, η οποία δεν υπήρχε στην προϊσχύουσα μορφή του άρθρου, με αποτέλεσμα να χρειάζεται συνετός και φειδωλός χειρισμός της διατύπωσης των αιτημάτων αναβολής, και παράλληλα επιμελής κι έγκαιρη προετοιμασία, αφού πλέον οι προθεσμίες του «νέου» Π.Δ. πιέζουν ασφυκτικά, ώστε να διασφαλιστεί η ποιοτικότερη εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον του ΣτΕ.
Κατά τα λοιπά, έχει τροποποιηθεί η προθεσμία άσκησης της παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη, η οποία πλέον ασκείται βάσει του άρ. 49 επί ποινή απαραδέκτου με κατάθεση δικογράφου, εντός τριών μηνών από την επίδοση της αίτησης ακύρωσης που γίνεται από τον αιτούντα σύμφωνα με την περ. ε’ της παρ. 2 του άρθρου 21 επί ποινή επιδίκασης δικαστικής δαπάνης, και σε κάθε άλλη περίπτωση τουλάχιστον δεκαπέντε πλήρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο, καθώς και των πρόσθετων λόγων έφεσης, που βάσει του άρ. 62 κι όπως ήδη αναφέρθηκε, ασκούνται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρ. 25 εντός είκοσι ημερών από την παρέλευση τριμήνου, το οποίο αρχίζει από την επίδοση του ενδίκου μέσου, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 21.
Ανακατανομή δικαστηριακής ύλης
Το άρ. 24 του Ν. 5119/2024, με το οποίο εισάγεται το δεύτερο μέρος, προβλέπει την υπαγωγή στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων διαφορών ουσίας, που αφορούν τα πάσης φύσεως τέλη, δικαιώματα, ανταλλάγματα ή άλλα έσοδα υπέρ των νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, για την επιβολή των οποίων εκδίδονται, εφάπαξ ή περιοδικώς, πράξεις οργάνων των ανωτέρω κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας, οι οποίες μάλιστα εκδικάζονται σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, καθώς και αυτών που αναφύονται από την έκδοση ατομικών πράξεων κατά τη νομοθεσία για την επιβολή μέτρων επιστροφής (rebate), ή αυτόματης επιστροφής (claw back), ή άλλων παρόμοιων μέτρων σε βάρος επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών υγείας και εμπορίας φαρμακευτικών σκευασμάτων, ιατροτεχνολογικών προϊόντων και συμπληρωμάτων ειδικής διατροφής, τις οποίες μάλιστα υπάγει στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου. Το δε άρ. 25 προβλέπει την υπαγωγή στην ακυρωτική αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου των διαφορών, που αφορούν την εφαρμογή της νομοθεσίας για τη μεταβολή επωνύμου και τη ληξιαρχική κατάσταση του προσώπου. Επίσης, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου υπάγεται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου η εκδίκαση αιτήσεων ακύρωσης ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών που αφορούν την εφαρμογή της νομοθεσίας περί όπλων και εκρηκτικών, εν γένει, καθώς και την αποκατάσταση βλαβών επί των δημοσίων έργων, και ιδίως επί του οδικού δικτύου εν γένει, καθώς και την επιβολή της σχετικής δαπάνης σε βάρος των υπόχρεων προσώπων.
Αλλαγές στην πιλοτική δίκη του ΣτΕ
Σε ό,τι αφορά την πιλοτική δίκη ενώπιον του ΣτΕ, η βασική τροποποίηση που επέφερε το άρ. 26 του Ν. 5119/2024 συνίσταται στην κατάργηση της δυνατότητας παρέμβασης σε αυτήν και την αντικατάστασή της από τη δυνατότητα οποιουδήποτε διάδικου σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο νομικό ζήτημα, να καταθέτει υπόμνημα αναπτύσσοντας τους ισχυρισμούς του στη γραμματεία του Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο, δεκαπέντε πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο. Επίσης, με την παρ. 6 του τροποποιηθέντος άρ. 1 Ν. 3900/2010, προβλέφθηκε η δυνατότητα άσκησης έφεσης και αναίρεσης, ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων, που προβλέπουν οι οικείες διατάξεις των άρθρων 92 του ΚΔΔ και 53 και 58 του Π.Δ., εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη σε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως προς το ζήτημα που επιλύθηκε επί πιλοτικής δίκης.
Τέλος, δια του άρ. 28 Ν. 5119/2024, μειώθηκε το κατώτατο όριο της βάσει ποσού καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου, επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών στις 40.000 από τις 60.000 ευρώ, που ήταν μέχρι τώρα.
Συμπεράσματα
Αυτές είναι λοιπόν οι τροποποιήσεις που επήλθαν με το Ν. 5119/2024 στη διοικητική δικονομία, με σκοπό την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη εκδίκαση των διοικητικών υποθέσεων, οι θεμελιωδέστερες από τις οποίες αφορούν το Π.Δ. 18/89. Το παράδοξο με το τελευταίο είναι, βέβαια, ότι τεχνικά από 16/9/2024 λειτουργούν παράλληλα «δύο» Π.Δ.: το «παλαιό» συνεχίζει να εφαρμόζεται επί ακυρωτικών διαφορών ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου και του Διοικητικού Εφετείου, καθώς και των έως 15.9.2024 κατατεθειμένων ένδικων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, και το «νέο» καταλαμβάνει τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που κατατίθενται μόνο στο Συμβούλιο της Επικρατείας και μόνο από τις 16.9.2024 και μετά. Το ακόμη πιο παράδοξο είναι ότι με το άρθρο 22 του σχολιαζόμενου νομοθετήματος, προβλέπεται συγχρόνως η σύσταση επιτροπής για την κωδικοποίηση της νομοθεσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία οφείλει να ολοκληρώσει το έργο της εντός έξι μηνών, με δυνατότητα τροποποίησης των εν λόγω ρυθμίσεων. Μένει λοιπόν να δούμε πώς το πρωτότυπο αυτό εγχείρημα του Ν. 5119/2024 μπορεί να λειτουργήσει πρακτικά, και μάλιστα να εξυπηρετήσει και τη ratio της ποιοτικότερης, ταχύτερης κι αποτελεσματικότερης απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης.
* Η κ. Μαρία Γρίβα είναι Δικηγόρος και Υποψήφια Διδάκτωρ Φορολογικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
* Ο κ. Δημήτρης Φινοκαλιώτης είναι Δικηγόρος, Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.