Η αποζημιωτική αγωγή στο Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού μετά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ, μέσω του Ν. 4529/2018, αποτελεί σημαντική πρόοδο στην προστασία των καταναλωτών και των επιχειρήσεων από αντιανταγωνιστικές πρακτικές.
Ιστορική εξέλιξη της ιδιωτικής επιβολής (private law enforcement) στο Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού
Η ελευθερία του ανταγωνισμού αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από τη Συνθήκη της Ρώμης (1957), η οποία έθεσε τις βάσεις για μια κοινή αγορά χωρίς εσωτερικά σύνορα και εμπόδια στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) και η Συνθήκη της Λισαβόνας (2007) εδραίωσαν περαιτέρω την αρχή αυτή, προσδιορίζοντας την ανάγκη για αποτελεσματική και ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς μέσω της προστασίας του ανταγωνισμού.
Η νομοθεσία της ΕΕ για τον ανταγωνισμό θεμελιώνεται στα άρθρα 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τα οποία απαγορεύουν αντίστοιχα τις αντιανταγωνιστικές συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά. Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, η επιβολή του Δικαίου του Ανταγωνισμού στηριζόταν κυρίως στο σύστημα της δημόσιας επιβολής, όπου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι Εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού είχαν τον κύριο ρόλο στη διαπίστωση παραβάσεων και την επιβολή προστίμων.
Ήδη, από το 1974 το ΔΕΚ είχε κρίνει ότι οι περί ανταγωνισμού διατάξεις παράγουν άμεσο αποτέλεσμα, γεννώντας απευθείας δικαιώματα υπέρ των υποκειμένων δικαίου, που οφείλουν να προστατεύουν τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, θέση την οποία και ακολούθως παγίωσε. Ωστόσο, παρά τις όποιες προσπάθειες, η επιβολή του Δικαίου Ανταγωνισμού από τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών παρέμεινε επί της ουσίας παραγκωνισμένη, με εξαίρεση χώρες όπως η Αγγλία, η Ολλανδία και η Γερμανία.
Ο Ν. 4529/2018 υπό το φως της Οδηγίας 2014/104/ΕΕ
Η Οδηγία (άρθρο 3) και ο νόμος 4529/2018 θεσπίζουν την αποκαταστατική δικαιοσύνη (corrective justice) σε υποθέσεις παραβίασης του Δικαίου του Ανταγωνισμού, εδραιώνοντας την αξίωση για πλήρη αποζημίωση για τη ζημία που προκλήθηκε. Αυτό περιλαμβάνει τόσο τη θετική όσο και την αποθετική ζημία, καθώς και τους τόκους από την πρόκληση της ζημίας έως την καταβολή της αποζημίωσης.
Επιπλέον, η νομοθεσία επιτρέπει την ενεργητική νομιμοποίηση, όχι μόνο των άμεσων αλλά και των έμμεσων αγοραστών, ανεξάρτητα από την ύπαρξη άμεσης συμβατικής σχέσης με τον παραβάτη. Ο «έμμεσος αγοραστής» είναι οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που απέκτησε προϊόντα ή υπηρεσίες, που αποτέλεσαν αντικείμενο παράβασης μέσω άλλων ενδιάμεσων αγοραστών, στην αλυσίδα διανομής.
Η έννοια της «μετακύλισης» της επιβάρυνσης επιτρέπει στον παραβάτη να υποβάλει ένσταση μετακύλισης έναντι του άμεσου αγοραστή, αλλά θεμελιώνει την ευθύνη έναντι του έμμεσου αγοραστή, ο οποίος έχει υποστεί τελικά τη ζημία. Αυτό το ζήτημα, ειδικά για τους έμμεσους αγοραστές, έχει προκαλέσει κριτική, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι έμμεσοι αγοραστές δυσκολεύονται ή δεν έχουν κίνητρο να προσφύγουν δικαστικά.
Στις ΗΠΑ, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει απορρίψει τη νομιμοποίηση των έμμεσων αγοραστών σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό δίκαιο, επιδιώκοντας να απλοποιήσει τη δικαστική διαδικασία και να αποτρέψει την κατακερματισμένη προστασία του ανταγωνισμού.
Όσον αφορά την παθητική νομιμοποίηση, οι παραβάτες (επιχειρήσεις) υπέχουν ευθύνη, τόσο έναντι των άμεσων όσο και των έμμεσων αγοραστών, εφόσον έχουν παραβιάσει τα άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ ή τα άρθρα 1 και 2 του Ν 3959/2011. Οι προϋποθέσεις ευθύνης, ελλείψει άλλης πρόβλεψης, βασίζονται στο άρθρο 914 ΑΚ.
Δικονομικές διευκολύνσεις και αποδεικτικά μέσα
Ένα από τα βασικά προβλήματα στις αποζημιωτικές αγωγές για παραβάσεις του Δικαίου Ανταγωνισμού είναι η απόδειξη της ζημίας. Η Οδηγία και ο Ν. 4529/2018 προσφέρουν μια σειρά από αποδεικτικές διευκολύνσεις. Για παράδειγμα, παρέχεται το δικαίωμα επίδειξης εγγράφων, με το οποίο τα δικαστήρια μπορούν να διατάξουν την προσκόμιση συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων που κατέχουν οι διάδικοι ή τρίτοι, με βάση τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας. Όπως επίσης προβλέπεται ότι η απείθεια του υπόχρεου να προσκομίσει τα αποδεικτικά μέσα, που διατάχθηκε από το δικαστήριο, έχει ως αποτέλεσμα να θεωρούνται ως ομολογημένοι οι ισχυρισμοί του αιτούντος την επίδειξη.
Περαιτέρω δε, πρέπει να τονιστεί ότι ο ενωσιακός και ο εθνικός νομοθέτης παρέχουν επίσης αποδεικτικές διευκολύνσεις χάριν προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού στο Δίκαιο της Πνευματικής Ιδιοκτησίας, τα οποία επίσης αντιμετωπίζουν εξαιρετικά προβλήματα απόδειξης.
Παράλληλα, το δικαστήριο μπορεί να αρκεστεί και σε πιθανολόγηση κατά την εκτίμηση του ύψους της αποκαταστατέας ζημίας, εάν είναι πρακτικά αδύνατος ή υπερβολικά δυσχερής ο υπολογισμός της με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία (ελαστικοποίηση του μέτρου απόδειξης, μόνο βέβαια ως προς το ύψος ζημίας και όχι ως προς υπαιτιότητα και αιτιώδη συνάφεια).
Ποσοτικοποίηση της ζημίας
Η ποσοτικοποίηση της ζημίας είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα δικαστήρια στις αποζημιωτικές αγωγές λόγω παραβάσεων του Δικαίου Ανταγωνισμού.
Η αποζημίωση είναι αδικοπρακτική, έχοντας αποκλειστικά αποκαταστατικό και όχι οιονεί τιμωρητικό σκοπό (που εισάγουν οι «punitive damages» του αγγλοσαξωνικού δικαίου). Προς τον σκοπό αυτόν, η θέση στην οποία έχει περιέλθει ο ζημιωθείς πρέπει να συγκρίνεται με τη θέση που θα είχε εάν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση, σύμφωνα με την «ανάλυση υποθετικής κατάστασης» (but for analysis). Η εν λόγω μέθοδος έχει ήδη αποτυπωθεί στην ελληνική νομολογία, αποτελώντας την εφαρμοστέα (κρατούσα) «θεωρία της διαφοράς», κατά την οποία η περιουσιακή ζημία συνίσταται στη διαφορά που προκύπτει από τη σύγκριση μίας πραγματικής κατάστασης και μίας υποθετικής, εάν δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός δεν είχε λάβει χώρα.
Χρήσιμα εργαλεία για την ποσοτικοποίηση της ζημίας, μέσω οικονομικών μοντέλων, αποτελούν η «Ανακοίνωση τη Επιτροπής για την ποσοτικοποίηση της ζημίας σε αγωγές αποζημίωσης που στηρίζονται σε παράβαση των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ» (2013/C 167/07) και ο από 11.06.2013 «Πρακτικός Οδηγός για την ποσοτικοποίηση της βλάβης», τα οποία συνοδεύουν την Οδηγία, καθώς και οι «Κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση από τα εθνικά δικαστήρια του μεριδίου της επιπλέον επιβάρυνσης που μετακυλίεται στους έμμεσους αγοραστές» (2019/C 267/07), τα οποία, αποτελώντας «soft law», έχουν ενημερωτικό χαρακτήρα χωρίς να δεσμεύουν τα εθνικά δικαστήρια.
Συμπεράσματα
Η Οδηγία 2014/104/ΕΕ και ο Ν 4529/2018 αποτελούν σημαντικά βήματα προς την ενίσχυση της ιδιωτικής επιβολής του Δικαίου του Ανταγωνισμού μέσω αποζημιωτικών αγωγών. Παρέχουν στα θιγόμενα μέρη τα απαραίτητα νομικά εργαλεία για την αποκατάσταση της ζημίας τους, ενώ οι αποδεικτικές διευκολύνσεις και τα οικονομικά μοντέλα βοηθούν στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που σχετίζονται με την απόδειξη και τον υπολογισμό της ζημίας. Βέβαια, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, εξακολουθούν να υφίστανται ιδιαίτερες δυσχέρειες αναφορικά με το ζήτημα της ποσοτικοποίησης της ζημίας, τόσο ως προς την άσκηση αγωγής ορισμένης κατά τούτο, όσο και ως προς την απόδειξη αυτής, που καθιστούν απολύτως αναγκαία τη δημιουργία ευχερών μοντέλων προσδιορισμού αυτής.
* Ο κ. Ευάγγελος Χριστιάς είναι Εφέτης στο Εφετείο Αθηνών, καθώς και εκπρόσωπος Τύπου του Δικαστηρίου. Εμπειρογνώμων της Δικαστικής Αρχής στο EuroMed Justice Programme καθώς και Τακτικό Μέλος του ΕU Forum of Judges for the Environment.
Το κείμενο αποτελεί συντετμημένη εκδοχή της εισήγησής του σε επιμορφωτικό σεμινάριο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, που διεξήχθη στη Θεσσαλονίκη, τη Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024, υπό τον τίτλο «Η αγωγή αποζημίωσης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού μετά τον Ν. 4529/ 2018 (Οδηγία 2014/104/ΕΕ)».