fbpx

Η ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών για συναλλαγές σε ψηφιακές πλατφόρμες

Ο ελληνικός νόμος προβλέπει χρηματικές κυρώσεις σε βάρος των Πλατφορμών για τη μη υποβολή ή εκπρόθεσμη υποβολή στοιχείων, την υποβολή ελλιπών ή ανακριβών στοιχείων, τη μη ανταπόκριση σε αίτημα φορολογικής αρχής για παροχή στοιχείων και τη μη συνεργασία και συμμόρφωση με τους κανόνες υποβολής στοιχείων ή δέουσας επιμέλειας.

Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά

Δείτε επίσης

Είναι πλέον κάτι παραπάνω από προφανές ότι η ψηφιακή οικονομία έχει διεισδύσει προ πολλού στην καθημερινότητά μας, σε βαθμό που σύντομα ο όγκος των συναλλαγών μέσω αυτής θα ξεπεράσει τις συναλλαγές με συμβατικό τρόπο, όπως τις ξέραμε. Πράγματι, δεν χρειάζεται κανείς να κάνει τίποτα περισσότερο από το να κοιτάξει την οθόνη του κινητού του τηλεφώνου, για να διαπιστώσει πόσες από τις συντομεύσεις εφαρμογών που διαθέτει προσφέρουν δυνατότητα για αγορά υπηρεσιών και αγαθών ηλεκτρονικά. Οι ψηφιακές αυτές πλατφόρμες έχουν αλλάξει άρδην όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διεξάγουμε τις συναλλαγές μας. Χάρη στην πρόσβαση σε αυτές και με την ευκολία του τόπου όπου βρισκόμαστε (στο σπίτι, στην εργασία ή ακόμη και στο δρόμο), καθένας μπορεί να διενεργήσει εμπορικές συναλλαγές, χωρίς σχεδόν κανένα περιορισμό από την άποψη του χώρου και του χρόνου.

Ειδικά στο φορολογικό τομέα, η ταχύτατη ανάπτυξη του ψηφιακού εμπορίου προκάλεσε, όμως, εκτός των άλλων, και ασυμμετρίες, όσον αφορά στην πληροφόρηση των Φορολογικών Διοικήσεων, που εμποδίζουν την αποτελεσματική και αποδοτική φορολόγηση

Η ψηφιακή οικονομία μετέβαλε, έτσι, σημαντικά και το μοντέλο πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες: Πέρα από την «κλασσική» απόκτηση της κυριότητας ενός αγαθού, εισήγαγε και το παράδειγμα της προσωρινής χρήσης, στη βάση της πρόσβασης σε ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, καθώς και περιουσιακά στοιχεία έναντι ανταλλάγματος.

Στο φορολογικό ειδικά τομέα, η ταχύτατη ανάπτυξη του ψηφιακού εμπορίου προκάλεσε, όμως, εκτός των άλλων, και ασυμμετρίες, όσον αφορά στην πληροφόρηση των Φορολογικών Διοικήσεων, που εμποδίζουν την αποτελεσματική και αποδοτική φορολόγηση. Η ιλιγγιώδης αύξηση των διασυνοριακών συναλλαγών από μόνη δημιουργεί στρεβλώσεις στην πληροφόρηση, λόγω ακριβώς της αδυναμίας κατ’ αρχήν πρόσβασης της εκάστοτε Φορολογικής Διοίκησης σε δεδομένα που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία άλλης Φορολογικής Αρχής. Περαιτέρω, η ψηφιακή οικονομία μετέβαλε και τις «παραδοσιακές» εισοδηματικές ροές αναφοράς, όπως ισχύει όταν για παράδειγμα το εκάστοτε αντισυμβαλλόμενο μέρος εργάζεται σε σταθερό σημείο, με φυσική παρουσία, όταν για ορισμένη αμοιβή λαμβάνει χώρα παρακράτηση φόρου στην πηγή κ.λπ.

Καταλήξαμε, λοιπόν, σε μία κατάσταση όπου ένας ήδη μεγάλος και ολοένα αυξανόμενος αριθμός προσώπων και επιχειρήσεων χρησιμοποιούν ψηφιακές πλατφόρμες για να πωλούν εμπορεύματα ή να παρέχουν υπηρεσίες, χωρίς ωστόσο, τα εισοδήματα που εισπράττονται μέσω αυτών των πλατφορμών να δηλώνονται, ιδιαίτερα όταν οι ψηφιακές πλατφόρμες λειτουργούν ταυτόχρονα σε πολλές χώρες. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη χάνουν φορολογικά έσοδα, ενώ συστήνεται και αθέμιτο πλεονέκτημα για τους πωλητές των ψηφιακών πλατφορμών έναντι των παραδοσιακών επιχειρήσεων. Η έλλειψη, επίσης, τυποποιημένων και κοινών κανόνων μεταξύ των κρατών, όσον αφορά στις υποχρεώσεις διαβίβασης πληροφοριών στις φορολογικές Διοικήσεις, προκαλεί περαιτέρω επιβάρυνση σε ανθρώπινους πόρους, χρόνο και χρήμα.

Για το σκοπό αυτό, η γνωστή ενωσιακή Οδηγία για την ανταλλαγή πληροφοριών DAC (Οδηγία 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας) τροποποιήθηκε για έβδομη φορά με την Οδηγία (ΕΕ) 2021/514 της 22ας Μαρτίου 2021 (DAC 7), ώστε να διασφαλιστεί ότι τα κράτη μέλη θα ανταλλάσσουν πληροφορίες αυτόματα για τα κέρδη των πωλητών σε ψηφιακές πλατφόρμες, είτε βρίσκονται στην ΕΕ, είτε σε τρίτη χώρα και εκείνοι, οι οποίοι κερδίζουν χρήματα πωλώντας αγαθά ή παρέχοντας υπηρεσίες στις πλατφόρμες αυτές, θα καταβάλλουν, επίσης, ένα δίκαιο μερίδιο φόρου. Η Οδηγία DAC 7 έχει ήδη ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία, με το Ν. 5047/2023, που μετέβαλε αντίστοιχα τον Ν. 4170/2013, ο οποίος είχε ενσωματώσει την αρχική Οδηγία DAC.

Σημειώνεται ότι η Οδηγία καταλαμβάνει πλατφόρμες που λειτουργούν τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ – η κατοικία δηλαδή του πωλητή είναι επομένως αδιάφορη. Οι πλατφόρμες υποχρεούνται να διαβιβάζουν στοιχεία σχετικά με το εισόδημα που αποκτούν πωλητές που χρησιμοποιούν τις πλατφόρμες, ήτοι η Οδηγία δεν ενδιαφέρεται για τα τυχόν έσοδα των πλατφορμών από την φιλοξενία των εμπόρων, αλλά μόνο για τα έσοδα των τελευταίων.

Στην έννοια της «Πλατφόρμας» περιλαμβάνεται κάθε λογισμικό, περιλαμβανομένου δικτυακού τόπου ή μέρους αυτού και κάθε εφαρμογή, περιλαμβανομένων των εφαρμογών για φορητές συσκευές, που είναι προσβάσιμη από χρήστες

Στην έννοια της «Πλατφόρμας» περιλαμβάνεται κάθε λογισμικό, περιλαμβανομένου δικτυακού τόπου ή μέρους αυτού και κάθε εφαρμογή, περιλαμβανομένων των εφαρμογών για φορητές συσκευές, που είναι προσβάσιμη από χρήστες και επιτρέπει σε Πωλητές να συνδέονται με άλλους χρήστες για την πραγματοποίηση Σχετικής Δραστηριότητας, άμεσα ή έμμεσα, για τους εν λόγω χρήστες. Περιλαμβάνει, επίσης, κάθε ρύθμιση για την είσπραξη και πληρωμή Αντιτίμου όσον αφορά Σχετική Δραστηριότητα. Αντίθετα, ο όρος “Πλατφόρμα” δεν περιλαμβάνει λογισμικό που, χωρίς περαιτέρω παρέμβαση στην πραγματοποίηση Σχετικής Δραστηριότητας, επιτρέπει αποκλειστικά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα: α) διεκπεραίωση πληρωμών σε σχέση με Σχετική Δραστηριότητα· β) καταχώριση ή διαφήμιση Σχετικής Δραστηριότητας από χρήστες· γ) ανακατεύθυνση ή μεταφορά χρηστών σε Πλατφόρμα.

Εξάλλου, η Οδηγία αφορά κατ’ αρχήν συγκεκριμένες δραστηριότητες, ενώ προβλέπονται εξαιρέσεις για ορισμένες πλατφόρμες. Πιο συγκεκριμένα, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εμπίπτουν πλατφόρμες σχετικά με τη μίσθωση ακίνητης περιουσίας (κατοικιών, εμπορικών ακινήτων και χώρων στάθμευσης), την παροχή προσωπικών υπηρεσιών, την πώληση αγαθών και τη μίσθωση οποιουδήποτε μεταφορικού μέσου.

Σε σχέση με το ποιοι από τους Φορείς εκμετάλλευσης Πλατφόρμας υποχρεούνται σε δήλωση στοιχείων, σε αυτούς περιλαμβάνεται κάθε Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας (εκτός από τους Εξαιρούμενους Φορείς Εκμετάλλευσης), που βρίσκεται σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες καταστάσεις: α) έχει τη φορολογική κατοικία του σε κράτος μέλος ή, σε περίπτωση που Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας δεν έχει φορολογική κατοικία σε κράτος μέλος, πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: i) έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία κράτους μέλους· ii) έχει τον τόπο της διοίκησής του (περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης) σε κράτος μέλος· iii) έχει μόνιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος και δεν είναι Εγκεκριμένος Μη Ενωσιακός Φορέας Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας· β) δεν έχει τη φορολογική κατοικία του, δεν έχει συσταθεί, ούτε έχει διοικητική έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, αλλά διευκολύνει την πραγματοποίηση Σχετικής Δραστηριότητας από Δηλωτέους Πωλητές ή Σχετικής Δραστηριότητας, που αφορά τη μίσθωση ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται σε κράτος μέλος. Αντίστοιχα, Πωλητής για τον οποίο η Πλατφόρμα υποχρεούται να δηλώσει στοιχεία είναι κάθε χρήστης (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) που είναι εγγεγραμμένος και ενεργός στη πλατφόρμα και διεξάγει μέσω αυτής σχετικές δραστηριότητες, με αντάλλαγμα την καταβολή ή πίστωση αντιτίμου.

Στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας εμπίπτουν πλατφόρμες σχετικά με τη μίσθωση ακίνητης περιουσίας (κατοικιών, εμπορικών ακινήτων και χώρων στάθμευσης), την παροχή προσωπικών υπηρεσιών, την πώληση αγαθών και τη μίσθωση οποιουδήποτε μεταφορικού μέσου

Εξαιρούμενοι πωλητές (για τους οποίους καμία πληροφορία δεν απαιτείται να υποβληθεί) είναι οι κρατικές οντότητες, οι εισηγμένες εταιρίες, οι οντότητες για τις οποίες η Πλατφόρμα διευκόλυνε περισσότερες από 2.000 σχετικές δραστηριότητες, μέσω της μίσθωσης ακίνητης περιουσίας όσον αφορά καταχωρισμένο ακίνητο, και οι πωλητές, για τους οποίους η Πλατφόρμα διευκόλυνε λιγότερες από 30 σχετικές δραστηριότητες μέσω της πώλησης αγαθών, για τις οποίες το συνολικό αντίτιμο που καταβλήθηκε/πιστώθηκε δεν υπερέβη τις 2.000 € κατά την περίοδο αναφοράς.

Αναφορικά με τα στοιχεία που δηλώνονται από την εκάστοτε Πλατφόρμα, για τους δηλωτέους πωλητές που είναι φυσικά πρόσωπα, αυτά είναι: i) το ονοματεπώνυμο, ii) η κύρια διεύθυνση, iii) ο ΑΦΜ και το κράτος έκδοσής του, iv) η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης και v) ο αριθμός ΦΠΑ (εάν υπάρχει). Για τους δηλωτέους πωλητές που είναι νομικά πρόσωπα δηλώνονται i) η επωνυμία, ii) η κύρια διεύθυνση, iii) ο ΑΦΜ και το κράτος έκδοσης του, iv) ο αριθμός ΦΠΑ, v) ο αριθμός μητρώου και vi) η ύπαρξη κάθε μόνιμης εγκατάστασης, μέσω της οποίας πραγματοποιούνται σχετικές δραστηριότητες στην ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, δηλώνεται το iban του λογαριασμού, στο οποίο καταβάλλεται ή πιστώνεται το αντίτιμο, και το όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού, στη περίπτωση που είναι διαφορετικό από το όνομα του δηλωτέου πωλητή, όπως και το κράτος μέλος, του οποίου ο δηλωτέος πωλητής είναι κάτοικος. Δηλώνεται, επίσης, το συνολικό αντίτιμο που πιστώθηκε ή καταβλήθηκε και ο αριθμός των σχετικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια κάθε τριμήνου της περιόδου αναφοράς, όπως και τυχόν αμοιβές, προμήθειες ή φόρους που παρακρατήθηκαν ή δηλώθηκαν από την Πλατφόρμα. Στη περίπτωση, δε, μίσθωσης ακίνητης περιουσίας δηλώνονται: i) η διεύθυνση του καταχωρισμένου ακινήτου, ii) ο αριθμός κτηματολογίου ή άλλος ισοδύναμος, iii) δικαιολογητικά έγγραφα και στοιχεία για ιδιοκτήτη ακινήτου, iv) ο αριθμός των ημερών μίσθωσής του.

Ο ελληνικός νόμος προβλέπει χρηματικές κυρώσεις σε βάρος των Πλατφορμών για τη μη υποβολή ή εκπρόθεσμη υποβολή στοιχείων, την υποβολή ελλιπών ή ανακριβών στοιχείων, τη μη ανταπόκριση σε αίτημα φορολογικής αρχής για παροχή στοιχείων και τη μη συνεργασία και συμμόρφωση με τους κανόνες υποβολής στοιχείων ή δέουσας επιμέλειας. Μπορεί επίσης να επιβληθεί διακοπή της πρόσβασης των χρηστών μη συμμορφούμενων ψηφιακών πλατφορμών στους ιστοτόπους τους.

Όπως όχι σπάνια συμβαίνει με τα ενωσιακά (και όχι μόνο) νομοθετήματα, τα οποία επιδιώκουν με ευρείς ορισμούς να καταλάβουν όσο γίνεται περισσότερες βιοτικές σχέσεις και γεγονότα, και από τις διατάξεις της DAC 7 γεννώνται ερμηνευτικά ζητήματα. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ οι Πλατφόρμες για τη διεκπεραίωση πληρωμών εξαιρούνται του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας, οπότε τα apps των τραπεζών κείνται εκτός υποχρεώσεων παροχής πληροφοριών, δεν είναι βέβαιο ότι ισχύει το ίδιο με τις εφαρμογές τραπεζών ή ασφαλιστικών εταιρειών, που παρέχουν προσωπικές ασφαλιστικές, τραπεζικές κ.λπ. υπηρεσίες.

Μεγάλο ζήτημα αναμένεται να αντιμετωπίσουν οι παραγωγοί ψηφιακού περιεχομένου, καθώς αυτοί -μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή άλλων πλατφορμών- παρέχουν ψηφιακό περιεχόμενο (φωτό, βίντεο, μουσική κ.λπ.)

Μεγάλο ζήτημα, επίσης, αναμένεται να αντιμετωπίσουν οι παραγωγοί ψηφιακού περιεχομένου, καθώς αυτοί -μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή άλλων πλατφορμών- παρέχουν ψηφιακό περιεχόμενο (φωτό, βίντεο, μουσική κ.λπ.), άλλοτε δωρεάν σε ευρύ κοινό, δραστηριότητα που θα εξαιρείται της ανταλλαγής, άλλοτε όμως παρέχουν τέτοιο περιεχόμενο έναντι συνδρομής ή ανταλλάγματος, σε μαζικό κοινό, αλλά και εξατομικευμένα, σε χρήστη που ο ίδιος το ζήτησε/παράγγειλε – εμπίπτει αυτό στην έννοια της προσωπικής υπηρεσίας έναντι ανταλλάγματος;

Στην ψηφιακή οικονομία, εξάλλου, ακόμη και αυτή η έννοια του «αγαθού» δεν είναι σταθερή ή κοινά αποδεκτή, πράγμα που θα έχει αντανάκλαση και στις υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών, όταν το «αγαθό» θα πωλείται. Συναφώς, δεν είναι σαφές αν η Πλατφόρμα που διατηρεί ο ίδιος ο πωλητής για τις πωλήσεις του υποχρεούται σε δήλωση στοιχείων.

Σε κάθε περίπτωση, πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπίσουν οι Πλατφόρμες, οι οποίες κατά τους ορισμούς της Οδηγίας γνωρίζουν, ή είναι εύλογο ότι γνωρίζουν, το (δηλωτέο) αντίτιμο της συναλλαγής με το χρήστη, όταν λόγω του σχήματος που χρησιμοποιεί ο έμπορος (π.χ. συνδυασμός αντιτίμου και συνδρομής/συνδυασμός δωρεάν και έναντι χρέωσης περιεχομένου), αυτό το αντίτιμο δεν είναι σαφές.

Όσον αφορά, τέλος, στη συμμόρφωση και τις κυρώσεις, κανείς παρατηρεί ότι για μεν τις Πλατφόρμες εκτός ΕΕ δεν προκύπτει, πως θα είναι δυνατόν να τους επιβληθεί από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης τέτοια συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της Οδηγίας. Για τις δε Πλατφόρμες εντός Ελλάδος, η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη (στη βάση της ευχέρειας στα κράτη – μέλη εκ μέρους της Οδηγίας, που δεν ορίζει η ίδια κυρώσεις, λόγω παραβίασης των ρυθμίσεών της) να διακόπτεται η πρόσβαση των χρηστών στην Πλατφόρμα, ελέγχεται ενδεχόμενα λόγω της σοβαρότητάς της από την άποψη της αναλογικότητας.

Συνολικά, η επέκταση της ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών και στις ψηφιακές πλατφόρμες ήταν επιβεβλημένη, δεδομένης της επέλασης της ψηφιακής οικονομίας. Από την άλλη, δεν αποκλείονται ανοιχτά ζητήματα και δυσερμηνείες, τα οποία θα κληθεί να διευκρινίσει ξανά εν καιρώ το ΔΕΕ.

  • O κ. Πέτρος Πανταζόπουλος είναι Δικηγόρος, Επίκ. Καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ.

Δείτε το πλέον πρόσφατο βιβλίο του κ. Πανταζόπουλου ΕΔΩ.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -