Οι τελωνειακές όπως και οι φορολογικές παραβάσεις είναι τυπικές και αντικειμενικές. Όσον αφορά την τελωνειακή παράβαση της λαθρεμπορίας απαιτείται άμεσος δόλος Ωστόσο, παρά την προϋπόθεση της υπάρξεως δόλου, η λαθρεμπορία χαρακτηρίζεται από τυπικότητα.
Βαθμός Αποδείξεως
Στη διοικητική δίκη ο βαθμός αποδείξεως, όσον αφορά στην τέλεση της φορολογικής ή τελωνειακής παραβάσεως διαφέρει και είναι χαμηλότερος από αυτόν της ποινικής δίκης. Κατά τη νομολογία για την γέννηση της τελωνειακής οφειλής κατά το άρθ. 29 παρ. 2 ΤΚ (Ν 2960/2001), αρκούν οι προϋποθέσεις των αντικειμενικών περιστάσεων που ορίζει ο νόμος χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε μορφή υπαιτιότητας. Ειδικότερα, η Φορολογική Αρχή φέρει αφ’ ενός το βάρος αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την παράβαση, αφ’ ετέρου δεν υποχρεούται να αποδείξει την τέλεσή της με αδιάσειστα στοιχεία, άμεσα και πλήρως την τέλεσή της, αλλά αρκεί αυτή να προκύπτει και από έμμεσες αποδείξεις. Δηλαδή αρκεί η απόδειξη βάσει τεκμηρίων, που αποτελούν αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις και συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης ενόψει των συνθηκών, εξηγήσεων του φορολογούμενου είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη, πραγματική βάση στο συμπέρασμα της διαπράξεως της αποδιδόμενης παραβάσεως (ΣτΕ 884/2016, 2768/2015, 747/2015, 1351/2014 7μ., 2951/2013, 117/2005).
Η υποκειμενική υπόσταση της λαθρεμπορίας
Κατά τον ΤΚ η αντικειμενική υπόσταση της τελωνειακής παραβάσεως της λαθρεμπορίας υπενθυμίζεται ότι είναι η εξαγωγή από την χώρα ή η εισαγωγή και η θέση σε κατανάλωση/κυκλοφορία ειδών άνευ καταβολής των οφειλόμενων δασμών και τελών. Δηλαδή, η γέννηση της τελωνειακής είναι αντικειμενική (ΣτΕ 3051/2017, 2114/2015, 4564/2014). Η κατά τα ανωτέρω τέλεση των πράξεων ή παραλείψεων και εν γένει ενεργειών πρέπει να διαπιστώνεται αιτιολογημένα από την τελωνειακή αρχή που επιβάλλει το πολλαπλό τέλος και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από τα διοικητικά δικαστήρια (ΣτΕ 2117/2015, 2125/2012, 914/2011, 814/2010, 3222/2008, 3357/2006 7μ.).
Ως προς την υποκειμενική υπόσταση δεν αρκεί ενδεχόμενος δόλος, αλλά απαιτείται η ύπαρξη άμεσου δόλου για την επιβολή του πολλαπλού τέλους (ΣτΕ 2116/2017). Δηλαδή απαιτείται γνώση του τελούντος τελωνειακή παράβαση ή του συμμετέχοντος σε αυτή ότι με τις ενέργειες ή παραλείψεις του και την εν γένει συμπεριφορά του το Δημόσιο αποστερήθηκε τους ανήκοντες σε αυτό δασμούς και λοιπές δημοσιονομικές επιβαρύνσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να σκοπείται από το δράστη ή συνεργό της τελωνειακής παραβάσεως βλάβη της περιουσίας του Δημοσίου (ΣτΕ 12/2014, 2949/2013, 2813/2012, 3555/2011, ΣτΕ Ολ. 990/2004).
Βαθμός αιτιολογήσεως
Για την ύπαρξη δόλου δεν απαιτείται υψηλός βαθμός αιτιολογήσεως από την διοίκηση ούτε από το δικαστήριο. Επί παραδείγματι επί αφαιρέσεως αριθμού πλαισίου από νομίμως κυκλοφορούν στην Ελλάδα αυτοκίνητο και η ενσωμάτωσή του σε άλλο, για το οποίο δεν καταβλήθηκαν οι κατά νόμο δασμοί και λοιποί φόροι, πράξη που συνιστά λαθρεμπορία, απαιτείται απόδειξη του τόπου, χρόνου και του τρόπου εισαγωγής του κατεχομένου αυτοκινήτου. Στον κάτοχό του εναπόκειται να ανταποδείξει είτε ότι τελεί σε καλή πίστη είτε ότι εισήχθη το αυτοκίνητο νομίμως, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη απόδειξη του τόπου, χρόνου και του τρόπου εισαγωγής του κατεχομένου αυτοκινήτου. Στον κάτοχο του αυτοκινήτου εναπόκειται να ανταποδείξει είτε ότι τελεί σε καλή πίστη είτε ότι εισήχθη το κατεχόμενο αυτοκίνητο νομίμως (ΣτΕ 1043/2011, 2881/2009, 2491/2006, 3717/2004, 882/2003, κ.ά.).
Η τέλεση εκ δόλου των πράξεων ή παραλείψεων και εν γένει ενεργειών πρέπει να διαπιστώνεται αιτιολογημένα τόσο από την τελωνειακή αρχή που επιβάλλει το πολλαπλούν, όσο και από τα διοικητικά δικαστήρια. Η κρίση του διοικητικού δικαστηρίου περί της συνδρομής του στοιχείου του δόλου, δεν απαιτείται να διατυπώνεται κατά τρόπο ειδικό, εφ’ όσον από τα περιστατικά και λοιπά στοιχεία προκύπτει κατά τρόπο ανεπίδεκτο εύλογης αμφισβητήσεως ότι συντρέχει και το υποκειμενικό στοιχείο της λαθρεμπορίας, ότι δηλαδή ο δόλος ενυπάρχει στα βεβαιούμενα από την απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά και τις εν γένει συνθήκες που έλαβαν χώρα κατά την τέλεση της τελωνειακής παραβάσεως (ΣτΕ 1043/2011 σκ. 5).
H συνεκτίμηση της αμετάκλητης ποινικής αποφάσεως
Η κρίση ποινικής αποφάσεως, ανεξαρτήτως εάν εξήχθη με πλήρη βεβαιότητα, δεν δεσμεύει το διοικητικό δικαστήριο. Συνεκτιμάται όμως από αυτό, χωρίς να ανακύπτει αντίθεση προς την αρχή ne bis in idem, που διαλαμβάνεται στο 7ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ούτε προς τις διατάξεις 4 και 20 του ισχύοντος Συντάγματος, αφού η ποινική δίκη κατατείνει στην επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής, ενώ η διοικητική στην επιβολή χρηματικής κυρώσεως, επί τη βάσει αυτοτελών και διακεκριμένων δικονομικών κανόνων (ΣτΕ 556/2021). Το διοικητικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την οικεία αμετάκλητη απαλλακτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αλλά υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει και, δη, κατά τρόπο ειδικό, ώστε, εφ’ όσον αποκλίνει από τις ουσιαστικές κρίσεις του ποινικού δικαστή, να μην καταλείπονται εύλογες αμφιβολίες ως προς τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας, που απορρέει από την τελική έκβαση της ποινικής δίκης (ΣτΕ 238/2021).
Συμπέρασμα
Η λαθρεμπορία παρουσιάζει στοιχεία τυπικής παραβάσεως που ενισχύονται από τον τρόπο αποδείξεως και αιτιολογήσεώς της. Το χαμηλό επίπεδο αποδείξεως και αιτιολογήσεως στην διοικητική δίκη είναι ένας από τους λόγους για τον οποίο ο διοικητικός δικαστής δεν δεσμεύεται από τυχόν προηγηθείσα αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου για την ίδια λαθρεμπορική παράβαση ως ποινικό αδίκημα. Υποχρεούται μόνον να την συνεκτιμήσει, καθώς ο διοικητικός δικαστής παραμένει ο φυσικός δικαστής των τελωνειακών διαφορών. Ωστόσο το ζήτημα της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας εν γένει ακόμα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί.
* Ο κ. Παναγιώτης Ν. Σοϊλεντάκης είναι Διδάκτωρ Νομικής, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δικηγόρος.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Η απόδειξη στις φορολογικές διαφορές