Έχω ερωτηθεί επανειλημμένα τι είδους εξειδίκευση θα πρέπει να αποκτήσει κάποιος που θέλει να εργαστεί στο αντικείμενο του δικαίου των επιχειρήσεων, είτε ως δικηγόρος συνεργαζόμενος με εταιρίες στα πλαίσια συμβουλευτικής δικηγορίας, είτε ως in-house Business Lawyer. Προφανώς η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ούτε απλή είναι, ούτε όμως και μονοδιάστατη. Το αντικείμενο του δικαίου των επιχειρήσεων εξελίσεται συνεχώς με γοργούς ρυθμούς και συνεπώς ο υποψήφιος μεταπτυχιακός φοιτητής που επιθυμεί σήμερα να εμβαθύνει στο αντικείμενο αυτό οφείλει να έχει στραμμένο το βλέμμα του προς το μέλλον, ώστε η επιλογή του να μην κριθεί παρωχημένη σε σύντομο διάστημα από τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις. Αφουγκράζομαι πάντα με ιδιαίτερη προσοχή εκείνους τους φοιτητές που μου μεταφέρουν ότι κάποιο μεταπτυχιακό τους απογοήτευσε, είτε από τον τρόπο διδασκαλίας, είτε λόγω του αντικειμένου, επειδή η διδασκόμενη ύλη σε αυτό κατέστη πολύ γρήγορα παρωχημένη. Προφανώς, η γνώση στη νομική επιστήμη και ιδίως στο αντικείμενο του δικαίου των επιχειρήσεων εξελίσσεται ταχύτατα, και ο κάθε νομικός που γνωρίζει να ερευνά και διακατέχεται από την απαραίτητη διάθεση για συνεχή επιμόρφωση είναι σε θέση να παρακολουθεί τις εξελίξεις του αντικειμένου του.
Ωστόσο, η επιλογή μεταπτυχιακού στον κλάδο αυτό γεννά ευθύς εξαρχής ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: γενικό αντικείμενο με ευρύτερη γνώση του δικαίου των επιχειρήσεων ή εξειδίκευση σε έναν τομέα του κλάδου αυτού; Προσωπικά θεωρώ ότι ο σύγχρονος Business Lawyer καλείται πλέον να διαδραματίσει ένα ρόλο που ξεπερνάει τα όρια του νομικού συμβούλου. Δεν μπορεί πλέον να περιορίζει το γνωστικό του αντικείμενο στα στενά πλαίσια της νομικής επιστήμης, καθόσον η ίδια η πρακτική θα τον ωθήσει να αποκωδικοποιήσει τα οικονομικά και τεχνολογικά δεδομένα των επιχειρήσεων με τις οποίες συνεργάζεται και να συμμετάσχει στη λήψη σημαντικών αποφάσεων για το μέλλον τους. Με άλλα λόγια, οι εταιρίες αναζητούν πλέον Business Lawyers που θα είναι ταυτόχρονα Business Partners και Risk Managers για να ανταπροκριθούν στο συνεχώς εξελισσόμενο τεχνολογικό και νομοθετικό περιβάλλον και τις σύγχρονες προκλήσεις του. Σε αυτό το πλαίσιο, μια σφαιρική και ενδελεχής γνώση των βασικών κλάδων του δικαίου των επιχειρήσεων, όπως το εταιρικό, ο ανταγωνισμός ή η φορολογία επιχειρήσεων, αλλά και συναφών αντικειμένων όπως το διεθνές εμπόριο, το ηλεκτρονικό εμπόριο, η πνευματική ιδιοκτησία και τα προσωπικά δεδομένα, οφείλει να προηγηθεί της όποιας εξειδίκευσης σε ένα συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Το αντίστροφο, μάλλον θα περιορίσει τις επαγγελματικές προοπτικές του ενδιαφερόμενου και ίσως τον ωθήσει αργότερα σε αλλαγή κατεύθυνσης και αναζήτηση νέου μεταπτυχιακού.
Προσωπικά θεωρώ ότι ο σύγχρονος Business Lawyer καλείται πλέον να διαδραματίσει ένα ρόλο που ξεπερνάει τα όρια του νομικού συμβούλου.
Αν λοιπόν θα έπρεπε να καταγράψω ορισμένα σημαντικά κριτήρια για την επιλογή του κατάλληλου μεταπτυχιακού στον τομέα του δικαίου των επιχειρήσεων, θα επέλεγα τα παρακάτω τέσσερα, βασιζόμενος πάντα στην παραδοχή ότι ο ενδιαφερόμενος επιλέγει ένα μεταπτυχιακό με στόχο τη μεταγενέστερη επαγγελματική του αποκατάσταση σε ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα του χώρου, είτε ως δικηγόρος, νομικός σύμβουλος, in-house lawyer, αλλά και σε επαγγέλματα που αναδείχθηκαν πιο πρόσφατα, όπως αυτά του contract manager, compliance officer, DPO, Legal Ops. Αντιθέτως, τα κριτήρια που παραθέτω προφανώς δε λαμβάνουν υπόψη εκείνη την περίπτωση του φοιτητή που επιθυμεί να συνεχίσει το ερευνητικό του έργο και μετά το πέρας του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών και να ακολουθήσει κάποιο post-doc ή ακαδημαϊκή καριέρα.
Καταρχάς, η επιλογή ενός μεταπτυχιακού δεν θα πρέπει να γίνεται με ορίζοντα 1-2 χρόνων, όση δηλαδή η διάρκειά του κατά μέσο όρο, τόσο στη Γαλλία, όσο και στην Ελλάδα, αλλά με ορίζοντα μεταξύ 5-10 ετών. Θα πρέπει δηλαδή να πρόκειται για ένα μοντέρνο μεταπτυχιακό ως προς το αντικείμενό του, καινοτόμο, που θα λάμβάνει υπόψη τις προκλήσεις τις ψηφιακής εποχής και θα διδάσκεται με όσο πιο πρακτική προσέγγιση γίνεται συνδυάζοντας τη θεωρητική γνώση με τις πρακτικές εφαρμογές που θα προετοιμάσουν κατάλληλα το φοιτητή για τη μετέπειτα επαγγελματική καθημερινότητά του. Προς τούτο, οι πρακτικές εφαρμογές δεν θα πρέπει να συνιστούν απλώς πρακτικοποιημένη θεωρία, αλλά να προκύπτουν από την επαγγελματική ενασχόληση και εμπειρία του διδάσκοντος καθηγητή.
Εν δευτέροις, το δίκαιο των επιχειρήσεων είναι έντονα συνυφασμένο με το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο. Συνεπώς, τα διδασκόμενα μαθήματα, αλλά και η σχετική ύλη δεν νοείται να κινούνται καθαρά σε επίπεδο εθνικού δικαίου, με δεδομένο το εύρος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, τόσο εν γένει στον κλάδο του δικαίου των επιχειρήσεων, όσο και σε επιμέρους τομείς που διέπονται συχνά από συγκεκριμένο κανονιστικό πλαίσιο. Περαιτέρω, η ανάγκη για συμμόρφωση (compliance) με το νομοθετικό πλαίσιο ξένων κρατών επιβάλλει συχνά τη μελέτη νομοθετικών διατάξεων τρίτων κρατών. Αυτό εντάσσει και μια νέα παράμετρο στην εξίσωση, αυτή της εκμάθησης ξένων γλωσσών, ιδίως των αγγλικών, αλλά και των γαλλικών που βρίσκονται σε άνοδο, αλλά και τη εκμάθηση της σχετικής ξένης νομικής ορολογίας.
Εν συνεχεία, ένας σύγχρονος Business Lawyer δεν μπορεί να αγνοεί θεμελιώδεις έννοιες οικονομικών και management, ώστε να μπορεί να μιλήσει την ίδια γλώσσα με όλα τα υπόλοιπα τμήματα μιας εταιρίας, να κατανοήσει τις ανάγκες τους και να παρέχει την κατάλληλη νομική συμβουλή, που θα τον μετατρέψει σε παράγοντα συναπόφασης στο εσωτερικό της εταιρίας. Στη Γαλλία λέμε ότι ένας σύγχρονος Business Lawyer οφείλει να έχει το savoir-faire, δηλαδή την απαραίτητη τεχνογνωσία στο αντικείμενό του, αλλά και το savoir-être, που περιλαμβάνει πέρα από τον επαγγελματισμό και την τήρηση της σχετικής δεοντολογίας και μία νοοτροπία business oriented που τείνει στην αξιολόγηση των νομικών και οικονομικών κινδύνων που ενέχουν οι επιχειρηματικές αποφάσεις και στην αναζήτηση των κατάλληλων λύσεων κατόπιν αξιολόγησης των εν λόγω κινδύνων. Όμως αυτή η προσέγγιση προϋποθέτει κατανόηση των οικονομικών και τεχνολογικών δεδομένων της εκάστοτε επιχείρησης, που ξεφεύγουν από τα στενά όρια της νομικής επιστήμης. Για το λόγο αυτό και ένα μεταπτυχιακό που συνδυάζει το δίκαιο των επιχειρήσεων με την απόκτηση βασικών γνώσεων μικροοικονομίας, λογιστικής, finance και στρατηγικής των επιχειρήσεων επιτρέπει στους φοιτητές νομικής που έχουν επεκτείνει το γνωστικό τους πεδίο και εκτός της επιστήμης αυτής να ξεχωρίζουν στην αγορά εργασίας.
Ένα τελευταίο, αλλά καθόλου ήσσονος σημασίας, κριτήριο για την επιλογή μεταπτυχιακού είναι ευλόγως και η δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης και οι προοπτικές που ανοίγει το γραφείο διασύνδεσης κάθε Πανεπιστημίου. Προφανώς και ο συνδυασμός στο διδακτικό προσωπικό ενός προγράμματος σπουδών, αφενός ακαδημαϊκών με επαγγελματική εμπειρία και αφετέρου επαγγελματιών του χώρου με εμπειρία διδασκαλίας, απότελεί το μεγαλύτερο εχέγγυο για το φοιτητή, καθώς συνδυάζει τη μετάδοση πρακτικής γνώσης με το άνοιγμα προοπτικών άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης, ακόμη και πριν το πέρας του μεταπτυχιακού κύκλου σπουδών. Όταν μάλιστα η εμβάθυνση συνδυάζεται με πρακτική ενασχόληση στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος, μέσω της υποχρέωσης πρακτικής άσκησης στα πλαίσια του προγράμματος σπουδών, τα οφέλη είναι πολλαπλά, τόσο για το φοιτητή που αποκτά περαιτέρω επαγγελματική εμπειρία, όσο και για τον μελλοντικό εργοδότη του, καθόσον θα επιλέξει ένα συνεργάτη που θα έχει ήδη ενστερνιστεί την ιδέα ότι η διαδικασία κατάρτισης δεν τελειώνει με το πέρας των σπουδών του, αλλά θα την έχει ήδη εντάξει στην επαγγελματική του καθημερινότητα. Πόσο μάλλον αν το μεταπτυχιακό παρέχει τη δυνατότητα παράλληλης εργασίας δημιουργώντας μία win-win κατάσταση για τον ίδιο και την επιχείρηση.
* Ο κ. Εμμανουήλ Γαρδούνης είναι καθηγητής Νομικής στο Université catholique de Lille στη Γαλλία με ειδίκευση στο δίκαιο των επιχειρήσεων και ακαδημαϊκός υπεύθυνος μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών. Έχει εξασκήσει για πολλά έτη το επάγγελμα του δικηγόρου στην Ελλάδα και τη Γαλλία, ενώ διδάσκει και στο SciencesPo στο Παρίσι.