Το τέλος χαρτοσήμου, ως φορολογική επιβάρυνση (ΝΔ 4755/1930, το οποίο αντικαταστάθηκε από το ΠΔ της 28/7/1931: «Φόρος υπό το όνομα τέλος χαρτοσήμου»), ήταν αρχικά «κινητόν επίσημα» (το κινητόν επίσημα, γενική πτώση: του κινητού επισήματος), κάτι δηλαδή όπως το γραμματόσημο που λειτουργεί (ακόμη) με την μορφή του τέλους αποστολής των επιστολών μας. Μάλιστα δε, το «κινητόν επίσημα» έπρεπε να ευρίσκεται επικολλημένο επί του σχετικού εγγράφου (αίτηση, σύμβαση υπόμνημα, άδεια άσκησης επαγγέλματος, άδεια οικοδομής κ.λπ.), ώστε αυτό, να χαρακτηρισθεί «χαρτοσημασμένον» και να προχωρήσει η διαδικασία για την οποία είχε ζητηθεί η έκδοσή του. Προϊόντος του χρόνου, ονομάσθηκε «αναλογικό τέλος χαρτοσήμου», όπως ισχύει σήμερα, δηλαδή απλώς πρέπει να υπολογίζεται επί τη βάσει συντελεστή, και να καταβάλλεται αναλόγως της περίπτωσης επιβολής του.
Η επιβάρυνση με την ονομασία «τέλος», όπως είναι γνωστό, ανήκει στην κατηγορία των έμμεσων φόρων και αφορά αποκλειστικά εκείνον τον πολίτη, που επιθυμεί την διεκπεραίωση συγκεκριμένης συναλλαγής ή υπηρεσίας. Δεν είναι δηλαδή γενικός έμμεσος φόρος όπως είναι ο ΦΠΑ, ο οποίος επιβαρύνει την κατανάλωση, με την ευρεία έννοια. Ομοίως, ευρίσκεται σε αντιδιαστολή με την άμεση φορολογία, όπου τμήμα του εισοδήματος των πολιτών φυσικών προσώπων ή τμήμα των κερδών των νομικών προσώπων, αποδίδεται υποχρεωτικά στο κράτος (φόρος εισοδήματος) για την κάλυψη δημοσίων δαπανών.
Πληροφορούμεθα ότι, ήδη, σχεδιάζεται κατά το επόμενο διάστημα, με νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, η κατάργηση του τέλους χαρτοσήμου σε περισσότερες από 600 περιπτώσεις/συναλλαγές/συμβάσεις/έγγραφα και η αντικατάστασή του από ένα Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής (ΨΤΣ), για εκείνες τις συναλλαγές, όπου θα συνεχίσει να επιβάλλεται. Κατά κοινή ομολογία, το ισχύον πλαίσιο για την επιβολή του τέλους χαρτοσήμου είναι σε σημαντικό βαθμό πολύπλοκο, δαιδαλώδες και αναχρονιστικό, με αποτέλεσμα στις περισσότερες των περιπτώσεων να προκαλούνται δυσκολίες εφαρμογής του, σε αρκετές υποθέσεις δε, ο πολίτης δικαιολογημένα να αισθάνεται ότι αδίκως επιβαρύνεται με πρόσθετο φόρο, για υπηρεσίες που το κράτος έχει υποχρέωση να παρέχει.
Η πλήρης κατάργηση αυτού του φόρου θα συνιστούσε μία πραγματική μεταρρύθμιση και θα ομαλοποιούσε μεγάλο μέρος ειδικότερων συναλλαγών
Υπό την έννοια αυτή, η μετονομασία του, σε ψηφιακό τέλος, κατά την γνώμη μου, δεν είναι η λύση. Το πνεύμα των μεταρρυθμίσεων επιβάλλει την κατάργησή του και την εξάλειψη της φορολογικής παθογένειας που το χαρακτηρίζει. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το τέλος χαρτοσήμου, μεταφέρει και έναν ακόμη αναχρονισμό, παρά την όντως σημαντική προσπάθεια που έγινε τα τελευταία χρόνια, αναφορικά με την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων στον e-ΕΦΚΑ. Αναφέρομαι στην προσθήκη του 20% υπέρ του ΟΓΑ στο αναλογικό τέλος χαρτοσήμου. Έτσι, για παράδειγμα οι επαγγελματικές μισθώσεις, εκτός της φορολογίας του εισοδήματος από ακίνητα για τον εκμισθωτή, επιβαρύνονται και με τέλος χαρτοσήμου με συντελεστή 3%, ο οποίος καταλήγει σε 3,60%, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς υπέρ ΟΓΑ. Αλήθεια, για ποιον ΟΓΑ; Γιατί όχι απευθείας ΕΦΚΑ; Είναι κάτι που μας διαφεύγει; Αναφέρω το συγκεκριμένο τέλος χαρτοσήμου, επειδή θα παραμείνει και μετά την μετονομασία του σε Ψηφιακό Τέλος. Απαραίτητη κρίνεται η διευκρίνιση, ότι το τέλος θα συνεχίσει να επιβάλλεται μόνο στις επαγγελματικές μισθώσεις, δεδομένου ότι από το Δελτίο Τύπου του Υπουργείου, αυτό δεν προκύπτει. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του Ν 3522/2006, το τέλος χαρτοσήμου, που επιβαλλόταν (και) στα μισθώματα από εκμίσθωση κατοικιών γενικά, περιορίστηκε σε 1,50% (συν 20% υπέρ ΟΓΑ: 1,80%), σε μεταβατικό στάδιο, στα μισθώματα που αποκτήθηκαν από 1/1/2007 μέχρι 31/12/2007 και από 1ης Ιανουαρίου 2008 και μετά, καταργήθηκε.
Τώρα, η κατάργηση του τέλους χαρτοσήμου αναγγέλλεται ότι, θα αφορά σειρά σημαντικών συναλλαγών όπως είναι το χρησιδάνειο, περιπτώσεις ασφαλιστικών συμβάσεων, η σύσταση και η αύξηση κεφαλαίου μη κερδοσκοπικών νομικών προσώπων/οντοτήτων, οι ενέγγυες πιστώσεις τραπεζών υπέρ εισαγωγέων, τέλη επί των συμβατικών τόκων δανείων και πιστώσεων, καθώς και σε περιπτώσεις που αφορούν τα τέλη χαρτοσήμου επί παραβόλων (π.χ. άδεια γάμου, επαγγελματικές άδειες κλπ.). Κατά ρητή διατύπωση στο Δελτίο Τύπου, η κατάργηση του τέλους χαρτοσήμου δεν καταλαμβάνει την κατάργηση των παραβόλων, που θα συνεχίσουν να ισχύουν. Τα «παράβολα» είναι μία άλλη μορφή έμμεσης φορολόγησης για τους πολίτες που αιτούνται την διεκπεραίωση συγκεκριμένης υπηρεσίας.
Είμαστε σε αναμονή της διατύπωσης της σχετικής διάταξης και της τελικής διαμόρφωσης του πλαισίου της νέας αυτής μεταρρύθμισης/ψηφιοποίησης, για τον εκσυγχρονισμό και την απλούστευση επιβολής του τέλους χαρτοσήμου. Ωστόσο, η ψηφιοποίηση δεν καταργεί την παθογένεια. Κατά την γνώμη μου, η πλήρης κατάργηση αυτού του φόρου θα συνιστούσε μία πραγματική μεταρρύθμιση και θα ομαλοποιούσε μεγάλο μέρος ειδικότερων συναλλαγών. Σημειωτέον ότι, η συμβολή των εσόδων, από την διατήρηση/επιβολή του τέλους χαρτοσήμου στον προϋπολογισμό είναι ασήμαντη, ενώ καταγράφεται πρόοδος τόσο στην εισπραξιμότητα του ΦΠΑ, όσο και στην άμεση φορολογία.
Εξάλλου, η σχέση «ωφέλεια/κόστος», έχει εφαρμογή και στην επιβολή φόρων και τελών.
* Ο κ. Νίκος Σγουρινάκης είναι τ. Διευθυντής Σύνταξης του περιοδικού «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ», τ. Μέλος του ΣΛΟΤ.