Η Ελλάδα, παρά την πρωτοφανή κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε συνδυασμό με την κρίση δημοσίου χρέους που βίωσε κυρίως το πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας με αποκορύφωμα το 2015, δεν έχει, ευτυχώς, πείρα κουρέματος τραπεζικών καταθέσεων, παρά την εκκαθάριση πολλών ελληνικών τραπεζών. Το επίτευγμα αυτό δεν έχει αξιολογηθεί με νηφαλιότητα και παραγνωρίζεται η θετική του επίδραση στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα εκτός πραγματικότητος και ουτοπικά, όπως περίτρανα αποδείχθηκε, νιχιλιστικά συνθήματα της εποχής. Η τάση γενικής άρνησης επαχθών μέτρων, όταν απαιτούνται, με καταγγελτικό λόγο που απαξιώνει προτεινόμενες λύσεις χωρίς να περιέχει εποικοδομητική κριτική και ρεαλιστικές αντιπροτάσεις, είναι γνώριμη και, παρά το γεγονός ότι έχει στοιχίσει πολύ στον Έλληνα πολίτη, επαναλαμβανόμενη. Ενώ, λοιπόν, η Ελλάδα είχε κάνει σημαντικά βήματα για τη διάσωση της οικονομίας της, παρά τις αρχικές παλινωδίες, με τεράστιες θυσίες του ελληνικού λαού, από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής κρίσης μέχρι και το 2014, η ολέθρια πολιτική του πρώτου εξαμήνου του 2015, στο όνομα ουτοπικών και φρούδων επαγγελιών, την οδήγησε σε νέα σημαντική οπισθοδρόμηση και νέα επιβάρυνση του δημόσιου χρέους ύψους πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.
Μια αντίστοιχη, μικρότερων βεβαίως διαστάσεων, αλλά καθόλου αμελητέα κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας, που, αν δεν ακύρωνε, σίγουρα θα επιβράδυνε ουσιαστικά τη σημαντική πρόοδο που πέτυχε η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, μετά το οδυνηρό 3ο Μνημόνιο, φαίνεται να αποφεύγεται με την εξαγγελθείσα λύση της συγχώνευσης της Attica Bank με την Παγκρήτια Τράπεζα. Όσο και αν ξαφνιάζει, καταγγελίες για λύσεις εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος και αφορισμοί ότι χαρίζεται η Attica Bank στους ιδιώτες επί βλάβη του Δημοσίου, επιτρέπουν παραλληλισμό, τηρουμένων των αναλογιών, με τη «λαϊκή κατακραυγή» κατά του mail Χαρδούβελη και των μεταρρυθμιστικών μέτρων που προτάθηκαν τότε για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα διάσωσης, ως υπερμέτρως επαχθών για το Δημόσιο και τον Έλληνα πολίτη. Βιώσαμε όλοι τη δραματική κατάληξη του 2015, που κόστισε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερμέτρως πολλαπλάσια ποσά από το άχθος που θα προκαλούσε η προταθείσα με το mail Χαρδούβελη συμφωνία.
Η αφαίμαξη των ελληνικών τραπεζών με ποσά της τάξεως των 3 δισ. ευρώ θα είχε αναμφισβήτητα δομικές επιπτώσεις στη λειτουργία τους, τη ρευστότητα, την τιμολογιακή τους πολιτική, την αξιολόγησή τους από τους διεθνείς οίκους, αλλά και τη δυνατότητά τους να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία
Ποια σχέση έχει όμως ο παραλληλισμός αυτός με τις δύο αυτές μη συστημικές τράπεζες; Όπως ανέλυσε στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής πριν από λίγες μέρες ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, η σημερινή οικονομική κατάσταση της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας, δύο περίπου ισομεγεθών πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι εξόχως ευάλωτη, αν αυτές παραμείνουν ως έχουν: θα οδηγηθούν και οι δύο νομοτελειακά σε κατάρρευση. Η λύση που προτείνεται, με τη συγχώνευση των δύο τραπεζών και τη δημιουργία Νέας Τράπεζας, έχει βεβαίως ένα κόστος για το ελληνικό Δημόσιο: το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (δηλαδή, με απλά λόγια, το ελληνικό Δημόσιο), που έχει ήδη επενδύσει περίπου 150.000.000€ το 2021 και 329.000.000€ το 2023, κατέχοντας 72,5% του μετοχικού κεφαλαίου της Attica Bank, καλείται να επενδύσει άλλα 475.000.000€ και, μετά τη συγχώνευση, θα είναι μέτοχος μειοψηφίας, με ποσοστό περίπου 35%, ενώ ο ιδιώτης επενδυτής, η Thrivest, που θα εισφέρει στην εν λόγω αύξηση περίπου 200.000.000€, μαζί με τις μετοχές της Παγκρήτιας που κατέχει, θα κατέχει άνω του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της Νέας Τράπεζας. Συμφέρει, λοιπόν, το ελληνικό Δημόσιο, που ελέγχει σήμερα το ΤΧΣ, μια τέτοια συμφωνία;
Για να απαντηθεί το ερώτημα αυτό πρέπει να εξετασθούν οι συνέπειες, με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, της μη επίτευξης λύσης. Υπό το καθεστώς του ν. 4021/2011 επιτεύχθηκε η διαφύλαξη όλων των καταθέσεων στα πιστωτικά ιδρύματα που τέθηκαν υπό εκκαθάριση. Αυτό ήταν ένας άθλος και κάθε άλλο παρά αυτονόητη ήταν η έκβαση αυτή. Η νομοθεσία για την ανάκαμψη και εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων (Οδηγία (ΕΕ) 2014/59, γνωστή ως BRRD, που ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 4335/2015), περιλαμβάνει εργαλεία διάσωσης των κρίσιμων λειτουργιών ενός πιστωτικού ιδρύματος και προστασίας των αποταμιευτών, χάριν της διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Το νέο πλαίσιο καταλαμβάνει όμως μόνον τα «σημαντικά» ή «συστημικά» πιστωτικά ιδρύματα, άρα δεν εφαρμόζεται στις δύο τράπεζες. Κατάρρευση των δύο τραπεζών θα σήμαινε, επομένως, ενεργοποίηση του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ) για την αποζημίωση των καλυμμένων καταθέσεων των δύο τραπεζών (έως 100.000€ ανά καταθέτη) και «κούρεμα» του υπερβάλλοντος ποσού.
Συνεπεία τούτου, το ΤΕΚΕ θα έπρεπε να καταβάλει 1,8 δισ. ευρώ για τις εγγυημένες καταθέσεις της Αttica Bank και 1,7 δισ. ευρώ για τις αντίστοιχες της Παγκρήτιας. Το ΤΕΚΕ δεν έχει όμως διαθέσιμο όλο αυτό το ποσό των 3,5 δις ευρώ και μόνη πηγή ανεύρεσης του αναγκαίου συμπληρώματος είναι οι λειτουργούσες ελληνικές τράπεζες. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε όχι αμελητέες δευτερογενείς επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα της χώρας: Το ΤΕΚΕ θα επέβαλε έκτακτες συμπληρωματικές εισφορές στα μέλη του, αρχικώς ύψους 1,7 δις ευρώ, για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα κεφάλαια που απαιτούνται για να συμπληρωθούν τα 3,5 δις ευρώ. Στη συνέχεια, θα επέβαλε πρόσθετες εισφορές άνω του 1 δισ. ευρώ για να συγκεντρώσει τα κεφάλαια που απαιτούνται, προκειμένου να φθάσει εντός τετραετίας το στόχο του 0,8% επί των καλυμμένων καταθέσεων που απαιτεί η νομοθεσία κατά το ενωσιακό δίκαιο. Η αφαίμαξη, λοιπόν, των ελληνικών τραπεζών με ποσά της τάξεως των 3 δισ. ευρώ θα είχε αναμφισβήτητα δομικές επιπτώσεις στη λειτουργία τους, τη ρευστότητα, την τιμολογιακή τους πολιτική, την αξιολόγησή τους από τους διεθνείς οίκους, αλλά και τη δυνατότητά τους να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία.
Μπορεί μια λύση να είναι επώδυνη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, να είναι συμφέρουσα ως η μη χείρων, και κατά τούτο βέλτιστη για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τον έλληνα φορολογούμενο, συγκρινόμενη με τις καταιγιστικές και ολέθριες συνέπειες της μη λύσης και του στρουθοκαμηλισμού
Παράλληλα, η κατάρρευση των δύο τραπεζών θα είχε ως συνέπεια να «κουρευτούν» μη καλυμμένες καταθέσεις ύψους άνω των 1,6 δισ. ευρώ (909.000.000€ της Αttica Bank και 726.000.000€ της Παγκρήτιας), οι οποίες δεν είναι καταθέσεις κεφαλαιοκρατών, αλλά πρωτίστως ελληνικών επιχειρήσεων και φορέων του Δημοσίου. Δεν πρέπει συναφώς να υποτιμηθεί ο κίνδυνος domino effect, λόγω της δημιουργίας νέου κύματος μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και μαζικής απόσυρσης καταθέσεων από τις μη συστημικές ελληνικές τράπεζες, που θα έθετε σε κίνδυνο και τη δική τους υπόσταση. Οι αρνητικότατες συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης για την ελληνική οικονομία είναι προφανείς.
Αλλά και η προβαλλόμενη ζημία του ελληνικού Δημοσίου από την απώλεια της πλειοψηφίας του στην Attica Bank δεν είναι πειστική. Παραβλέπεται, συγκεκριμένα, ότι η έλλειψη λύσης θα σήμαινε την κατάρρευση της Attica Bank, οπότε η υφιστάμενη αξία συμμετοχής του ΤΧΣ σ’ αυτή (περίπου 480.000.000€) θα μηδενιζόταν, όπως και η αξία του τίτλου Tier 2 ύψους 100.000.000€ λήξης 2028 που έχει εκδώσει η τράπεζα το 2018 και διακρατεί το ελληνικό Δημόσιο.
Ο γενικός και αφοριστικώς προβαλλόμενος καταγγελτικός λόγος κατά της προτεινόμενης συμφωνίας για τη συγχώνευση των δύο τραπεζών μαρτυρεί, λοιπόν, ανεπίτρεπτη, δεδομένων και των οδυνηρών εμπειριών του παρελθόντος, άγνοια των κινδύνων, στους οποίους μπορεί να εκτεθεί το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα από την έλλειψη λύσης στη χαίνουσα πληγή αυτών των δύο τραπεζών. Ο Έλληνας πολίτης έχει πληρώσει ακριβά τους ανεύθυνους πειραματισμούς και την, με επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, άρνηση λήψης επαχθών, αλλά ρεαλιστικών και μελετημένων μέτρων προς αντιμετώπιση των προβλημάτων. Μπορεί μια λύση να είναι επώδυνη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, να είναι συμφέρουσα ως η μη χείρων, και κατά τούτο βέλτιστη για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τον έλληνα φορολογούμενο, συγκρινόμενη με τις καταιγιστικές και ολέθριες συνέπειες της μη λύσης και του στρουθοκαμηλισμού.
* Ο κ. Δημήτρης Γ. Τσιμπανούλης είναι Δικηγόρος, Dr. Jur. Επισκ. Καθηγητής Τραπεζικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.