Ο γάμος και η τεκνοθεσία δεν αποτελούν δικαιώματα: ο γάμος είναι κοινωνικός θεσμός και η τεκνοθεσία, αναγνωρισμένη από το κράτος προνομία. Η επίκληση «ισότητας στον γάμο και την τεκνοθεσία» αγνοεί κρίσιμες νομικές διακρίσεις καθώς και τον ρόλο και την φύση των κοινωνικών θεσμών, ιδίως της οικογένειας, ως κυττάρου της κοινωνίας.
Με ενδιαφέρον και τεταμένη προσοχή παρακολουθεί το τελευταίο διάστημα η νομική κοινότητα την πρόθεση της κυβέρνησης να προβεί σε νομοθετική αναγνώριση ενός γάμου που τελείται μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου καθώς και στην επέκταση της δυνατότητας υιοθεσίας σε αυτού του είδους τα ζευγάρια. Με άλλα λόγια, ο νόμος πρόκειται να αναγνωρίσει έναν ολωσδιόλου νέο τύπο οικογένειας, την απαρτιζόμενη από ομοφυλοφιλικούς γονείς και τα θετά τέκνα τους. Η χρήση των λέξεων έχει μεγάλη σημασία όταν αναφερόμαστε στο θέμα αυτό: ο γάμος είναι ένας κοινωνικός θεσμός, ο οποίος αναγνωρίζεται και προστατεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα (άρθ. 21 παρ. 1), περιλαμβανόμενος σε μία συστηματική και λογική ενότητα με άλλους θεσμούς, όπως της οικογένειας (το «κύτταρο της κοινωνίας») και της μητρότητας. Εξάλλου, η υιοθεσία, μνεία για την οποία γίνεται μόνον εμμέσως στο Σύνταγμα (προστασία της οικογένειας), αποτελεί προνομία, κατά την στενή νομική έννοια. Μία προνομία είναι το αντίθετο της υποχρέωσης: ουδείς υποχρεούται στην ενέργεια ή παράλειψη που συνιστά το προνόμιο και αντίθετα, αν κάποιος υποχρεούται σε ενέργεια ή παράλειψη τότε διαθέτει υποχρέωση και όχι προνόμιο, του τελευταίου επιστηριζομένου στην ευχέρεια του κατόχου του. Έχοντας προβεί σε αυτές τις τυπολογικές παρατηρήσεις, συνάγουμε ότι στα ζητήματα της οικογένειας, του γάμου και της υιοθεσίας δεν ομιλούμε περί δικαιωμάτων, αλλά περί άλλου είδους αξιώσεων: πιο παραστατικά, δεν έχουμε δικαίωμα στον γάμο διότι κανείς δεν έχει την αντίστοιχη υποχρέωση να μας παντρευτεί.
Οι κοινωνικοί θεσμοί είναι πραγματικά και κοινωνικά γεγονότα, που απλώς αναγνωρίζονται και προστατεύονται από το Σύνταγμα (θεσμοποιούνται, δεν θεσμοθετούνται από το Σύνταγμα), είναι δε αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικού συνόλου και επιτελούν σημαντικούς κοινωνικούς σκοπούς. Στο πλαίσιο του κοινωνικού θεσμού του γάμου, ο άνθρωπος εθίζεται στην συνύπαρξη και επιτυγχάνει πτυχές της αυτοπραγμάτωσής του δια του εξανθρωπισμού και της υπέρβασης των παθών, ιδιοτροπιών και ορμών του χάριν της συμβίωσης. Στο πλαίσιο της οικογένειας, η κοινωνία επιτυγχάνει τον θεμελιώδη σκοπό της αναπαραγωγής της τόσον σε φυσικό όσο και σε ηθικό επίπεδο, με το πατρικό και το μητρικό πρότυπο να δρουν για το τέκνο αλληλοσυμπληρωματικά, επιτελώντας διαφορετικούς και εξίσου σημαντικούς κοινωνικούς και ηθικοπλαστικούς ρόλους στην ανατροφή του παιδιού. Η οικογένεια αποτελεί το μικρότερο κύτταρο του κοινωνικού ιστού και χαρακτηρίζεται από την σταθερότητα και την ασφάλεια που παρέχει στα μέλη της. Η προνομία της υιοθεσίας έχει και αυτή τον ίδιο σκοπό: να γνωρίσει το παιδί την ισορροπία και την θαλπωρή που η δυαδική πυρηνική οικογένεια παρέχει.
Οι θεσμοί έχουν ως μείζον θετικό τους στοιχείο τον συγκεκριμένο, μη πορώδη χαρακτήρα τους, η δε μεταβολή τους προκύπτει κοινωνικά, όχι νομοθετικά. Ο γάμος είναι η σύζευξη έναντι του κράτους και της κοινωνίας ενός άνδρα και μίας γυναίκας, δια του οποίου παράγονται σχέσεις αποκλεισμού και αποκλειστικότητας. Η οικογένεια είναι το φυσικό επακόλουθο του γάμου και η ολοκλήρωσή του δια της απόκτησης τέκνων (άλλως θα παρείλκε η κεχωρισμένη προστασία του γάμου δύο προσώπων και του θεσμού της οικογένειας). Αν επέλθει η σκοπούμενη μεταβολή, με τρόπο μάλιστα που ουδόλως αντανακλά τις κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις, τότε ο ορισμός του γάμου μεταβάλλεται στον πυρήνα του κατά τρόπον που δεν καθιστά ευκρινή τη νέα του φύση. Η εισαγωγή του πολιτικού γάμου, αντιθέτως, δεν μετέβαλλε αυτόν τον πυρήνα αλλά μόνον τον τύπο σύναψης του γάμου. Αν λοιπόν ο γάμος δεν είναι η ένωση ενός άνδρα με μία γυναίκα, αλλά το πλέον χαρακτηριστικό του γάμου στοιχείο του φύλου των συζύγων μπορεί να μεταβάλλεται, τότε γιατί να μην μπορεί να μεταβληθεί και το έτερο χαρακτηριστικό, εκείνο της δυαδικότητας; Γίνεται αντιληπτό ότι το κριτήριο του τί συνιστά γάμο καθίσταται έτσι ομιχλώδες.
Εξ άλλου, στο ζήτημα της τεκνοθεσίας δεν τίθεται ζήτημα ισότητας, ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι πρόκειται για προνομία που ο νομοθέτης επιφυλάσσει κατά την κρίση του και όχι για καθολικό δικαίωμα. Όπως ένας μοναχικός άνδρας εβδομήντα ετών απαγορεύεται να προβεί σε υιοθεσία, ή μία 18χρονη σε υιοθεσία ενός 15χρονου, όπως η υιοθεσία ενηλίκων επιτρέπεται μόνο μεταξύ συγγενών, χωρίς αυτά να εγείρουν ζήτημα ισότητας, έτσι και ζεύγη ομοφυλοφίλων απολύτως θεμιτά μπορούν να αποκλείονται από την λίστα των υποψήφιων θετών γονέων. Σκοπός της υιοθεσίας δεν είναι να απαλλαγούν τα ιδρύματα από την κηδεμονία απροστάτευτων παιδιών αλλά η εισαγωγή όσο το δυνατόν περισσότερων παιδιών σε οικογένειες σαν κι εκείνες που δεν ευδόκησαν να έχουν: με πατέρα και μητέρα. Με πρότυπο αυτό που τα κοινωνικά μας ήθη ορίζουν ως γάμο: το δυαδικό πυρηνικό και ετεροφυλοφιλικό πρότυπο ένωσης δύο προσώπων σε κοινωνία βίου. Η αγάπη και η οικονομική ευμάρεια του υποψηφίου θετού γονέα είναι αναγκαίες αλλά όχι επαρκείς συνθήκες τεκνοθεσίας: προέχει η ομαλή κοινωνική ένταξη του παιδιού και η ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, που εκ των πραγμάτων απαιτεί τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό στοιχείο και πρότυπο. Άλλωστε, όταν ένα παιδί χάνει τον έναν φυσικό του γονιό, δεν λυπόμαστε γι’αυτό απλώς και μόνο επειδή χάθηκε ένα εισόδημα, ένα πορτοφόλι: λυπόμαστε επειδή χάθηκε ένα πρότυπο, το έτερον ήμισυ της καταστατικής ουσίας της οικογένειας. Εκεί έγκειται η απώλεια.
Φρονώ τέλος πως ακόμη κι αν ήθελε υποτεθεί ότι ένα εύλογο δικαίωμα ισότητας στην αναγνώριση των αποτελεσμάτων των -συναφθέντων στο εξωτερικό- γάμου ή υιοθεσίας υφίσταται, γεννώντας αντίστοιχη υποχρέωση του κράτους να αναγνωρίσει αυτές τις συνέπειες, τούτο θα μπορούσε να γίνεται ad hoc υπό το φως του ενωσιακού δικαίου (λ.χ. αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης), των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας (λ.χ. υποχρεώσεις εκ της Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Παιδιού), και με συγκεκριμένες ρυθμίσεις, που θα μπορούσαν να προστεθούν εφόσον απαιτείται στο νόμο περί συμφώνου συμβίωσης. Η γενική ισότητα (περιέργως πλην παρένθετης μητρότητας) των ομοφυλοφιλικών ενώσεων με τον γάμο κατατείνει κατά την γνώμη του γράφοντος σε κάτι το απώτερα διαλυτικό για τον κοινωνικό ιστό: την καθαγίαση της οριστικής αποσύνδεσης της αναπαραγωγικής δραστηριότητας, του γάμου και της οικογένειας από την τεκνογονία, κατά τρόπον ώστε να παρίσταται δυνατόν οποιοσδήποτε τύπος ένωσης μεταξύ προσώπων να μπορεί να έχει ένα παιδί, εφόσον το επιθυμεί, μέσω…outsourcing. Μια τέτοια προοπτική θα πρέπει οπωσδήποτε να αποφευχθεί.
* Ο κ. Στάθης-Ραφαήλ Πασγιάνος είναι Δικηγόρος, LL.M. (Cantab.) και υποψ. διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.