Σύμφωνα με το άρθρο 3 του νέου φορολογικού νόμου 5162/5-12-2024, καταργείται η επιβολή του περιβόητου τέλους επιτηδεύματος, σε ότι αφορά τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλάζει/αντικαθίσταται το άρθρο 31 του αρχικού νόμου που το καθιέρωσε (Ν 3986/2011), ενώ παραμένει η ισχύς του για τα νομικά πρόσωπα. Το τέλος επιτηδεύματος ισοδυναμεί με εφάπαξ καταβολή ενός πρόσθετου, ετήσιου φόρου, ανεξαρτήτως των λογιστικών αποτελεσμάτων (κέρδη ή ζημιές) που προκύπτουν για τις νομικές οντότητες, χωρίς βάση υπολογισμού ή συντελεστές, αλλά με σταθερό ποσό και με ορισμένα πληθυσμιακά κριτήρια, με συνυπολογισμό και του αριθμού των υποκαταστημάτων ή εγκαταστάσεων, που διαθέτουν και λειτουργούν, πέραν της έδρας.
Συγκεκριμένα, εφεξής (μέχρι να αποφασιστεί και η επόμενη κατάργηση), θα ισχύουν τα παρακάτω:
(α) Νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
– Όταν η έδρα τους ευρίσκεται σε τουριστικούς τόπους (όπως αυτοί καθορίζονται αρμοδίως) και σε πόλεις, κωμοπόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους, το τέλος ορίζεται σε 800,00 ευρώ ετησίως,
– Όταν η έδρα τους ευρίσκεται σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους, το τέλος ορίζεται σε 1.000,00 ευρώ ετησίως,
– Για κάθε υποκατάστημα ή επαγγελματική εγκατάσταση, το τέλος ορίζεται σε 600,00 ευρώ, ετησίως.
(β) Αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες της περίπτωσης (ε) του άρθρου 45 του ΚΦΕ.
– Όταν η έδρα τους ευρίσκεται σε τουριστικούς τόπους (όπως αυτοί καθορίζονται αρμοδίως) και σε πόλεις, κωμοπόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως 200.000 κατοίκους, το τέλος ορίζεται σε 400,00 ευρώ ετησίως,
– Όταν η έδρα τους ευρίσκεται σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους, το τέλος ορίζεται σε 500,00 ευρώ ετησίως,
– Για κάθε υποκατάστημα ή επαγγελματική εγκατάσταση, το τέλος ορίζεται σε 300,00 ευρώ, ετησίως.
Κατά ρητή διατύπωση, δεν υποχρεούνται στην καταβολή τέλους επιτηδεύματος: (α) Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, οι σχολικοί συνεταιρισμοί του άρθρου 46 του Ν 1566/1985 («Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις»), οι Φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας με την μορφή Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης ή Συνεταιρισμού Εργαζομένων των άρθρων 14 και 24, αντίστοιχα, του Ν 4430/2016 («Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της και άλλες διατάξεις»).
(β) Τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που ασκούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά κάτω από 3.100 κατοίκους, υπό τον περιορισμό ότι δεν έχουν χαρακτηριστεί ως τουριστικοί τόποι.
(γ) Τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που βρίσκονται σε εκκαθάριση, πτώχευση ή αδράνεια, όπου, εννοείται ότι έχουν προχωρήσει στις σχετικές διατυπώσεις, τόσο στο Μητρώο της ΔΟΥ Φορολογίας τους, όσο και στην αρμόδια Υπηρεσία ΓΕΜΗ.
Με δεδομένο ότι οι φορολογικές διατάξεις ερμηνεύονται στενά, εξ αντιδιαστολής προκύπτει, ότι κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα (π.χ. συμμετοχικές ή αφανείς εταιρείες, κοινοπραξίες, κοινωνίες αστικού δικαίου κ.α.), απαλλάσσονται από την καταβολή του τέλους. Χρήσιμο είναι επίσης να αναφερθεί ότι σε περίπτωση διακοπής της δραστηριότητας ή θέσης σε αδράνεια, κατά την διάρκεια του φορολογικού έτους, το τέλος επιτηδεύματος περιορίζεται αναλόγως προς τον αριθμό των μηνών λειτουργίας της οικονομικής οντότητας. Χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 15 ημερών λαμβάνεται ως ολόκληρος μήνας. Αν για παράδειγμα, η διακοπή ή η θέση σε αδράνεια, «περάσει» στο σύστημα την 17/4/2025, θα λογιστεί τέλος επιτηδεύματος 4/12 του προβλεπόμενου ποσού, κατά περίπτωση.
Ως υποκατάστημα, για την επιβολή τέλους επιτηδεύματος, νοείται κάθε επαγγελματική εγκατάσταση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας στην Ελλάδα, εκτός της έδρας, όπου ενεργείται παραγωγική ή συναλλακτική δραστηριότητα. Απομένει να διευκρινιστεί, πώς αντιμετωπίζεται η περίπτωση κατά την οποία, η έδρα μεν, ευρίσκεται στο πλαίσιο των πληθυσμιακών κριτηρίων, όχι όμως και το υποκατάστημα. Παράδειγμα, η έδρα της εταιρείας είναι στην Αθήνα, αλλά το υποκατάστημα λειτουργεί σε νησί με κάτω των 3.100 κατοίκων. Περαιτέρω, δεν λογίζονται ως υποκαταστήματα, για την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος, οι προσωρινοί εκθεσιακοί χώροι και οι πρόσκαιρες επαγγελματικές εγκαταστάσεις, που λειτουργούν για χρονικό διάστημα μέχρι 30 ημέρες, οι επαγγελματικές εγκαταστάσεις που στεγάζονται σε διαφορετικούς ορόφους, συνεχόμενους ή μη, του ίδιου κτηριακού συγκροτήματος. Ομοίως, δεν επιβάλλεται το τέλος σε γραφεία που λειτουργούν ως παραρτήματα και δεν διενεργούνται σε αυτά συναλλακτικές δραστηριότητες, αλλά απλώς ενημερώνονται πελάτες, προωθούνται προϊόντα ή διεκπεραιώνονται διοικητικές εργασίες. Στην έννοια των συναλλακτικών δραστηριοτήτων νοείται η πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, με εγκατεστημένο σύστημα έκδοσης παραστατικών. Επίσης, ειδική αναφορά μη επιβολής, γίνεται στο νόμο, τόσο για τις εγκαταστάσεις τουριστικών καταλυμάτων εντός παραδοσιακών κτισμάτων (ΠΔ 33/1979), που λειτουργούν σε ξεχωριστά κτήρια, αλλά με ενιαία άδεια λειτουργίας, η οποία εντάσσεται ως ενιαία εγκατάσταση στην ίδια τουριστική μονάδα, όσο και για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις (περίπτωση δ, παράγραφος 1, άρθρο 2 του Ν 3874/2010).
Το τέλος επιτηδεύματος δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων. Σχετική διάταξη για μόνιμη λογιστική διαφορά υπάρχει και στον ΚΦΕ (περίπτωση ζ, του άρθρου 23, Ν 4172/2013). Το σκεπτικό της μη έκπτωσης, κατά τον χρόνο της καταβολής, από τα ακαθάριστα έσοδα, παραπέμπει στο γεγονός ότι αυτομάτως το ποσό του τέλους επιτηδεύματος θα εισπραττόταν ελαφρώς μειωμένο, κατά το μέρος που θα ωφελείτο το νομικό πρόσωπο, λόγω της μείωσης του τελικού φόρου εισοδήματος που θα αναλογούσε στο εισόδημά του. Παράδειγμα: Έστω ότι μια ανώνυμη εταιρεία, με υποκαταστήματα, επιβαρύνεται με τέλος επιτηδεύματος τελικού ποσού 3.000,00 ευρώ. Αν ο φορολογικός συντελεστής επί των κερδών της είναι 22% και το ποσό των 3.000,00 ευρώ, καταχωριζόταν στα λειτουργικά της έξοδα προς έκπτωση, θα κατέβαλε μειωμένο φόρο εισοδήματος κατά 660,00 ευρώ (3.000,00 χ 22%), άρα το τέλος επιτηδεύματος, εμμέσως, θα «κουτσουρευόταν» κατά το ποσό αυτό. Μάλιστα δε, επειδή δεν είχε προβλεφθεί αυτό, κατά την αρχική επιβολή του, το «μακρινό» 2011, με αξιοπρόσεκτη σπουδή λίγους μήνες μετά, προστέθηκε εδάφιο με τον Ν 4072/11-4-2012, στις διατάξεις του άρθρου 31 του τότε ισχύοντος ΚΦΕ, με το οποίο οριζόταν ότι, (μεταξύ και άλλων φόρων), το τέλος επιτηδεύματος «δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων», με εφαρμογή δε, από την έναρξη ισχύος του αρχικού νόμου επιβολής του! Η διάταξη μεταφέρθηκε ασφαλώς, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, και στον νέο ΚΦΕ, με ισχύ από 1/1/2014.
Συνεπώς, το τέλος επιτηδεύματος καταβάλλεται και μειώνει ευθέως τα λογιστικά κέρδη του νομικού προσώπου ή αυξάνει τις λογιστικές ζημιές, ως πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση, αφού δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδά του (μόνιμη διαφορά).
* Ο κ. Νίκος Σγουρινάκης είναι τ. Διευθυντής Σύνταξης του περιοδικού «ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ», τ. Μέλος του ΣΛΟΤ.