Ιδιαιτερότητες του αντιπαραθετικού μοντέλου και του στοιχείου της συναίνεσης στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ανεπάρκεια θεσμικών ευκαιριών για την κοινοβουλευτική μειοψηφία ως προς τον καθορισμό του αντικειμένου και των όρων του κοινοβουλευτικού διαλόγου. Αδυναμία αξιοποίησης των εργαλείων ελέγχου σε αντιστάθμισμα της κυριαρχίας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Η συμμετοχή των κοινοβουλευτικών ομάδων στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου εξαρτάται καταρχήν από τους όρους καθορισμού της διάταξης των κοινοβουλευτικών εργασιών. Η διάταξη των εργασιών του Κοινοβουλίου, η κοινοβουλευτική ατζέντα, αποτελεί το κοινοβουλευτικό θεματολόγιο, κυρίως σε νομοθετικό και δευτερευόντως σε ελεγκτικό επίπεδο. Κατά τον καθορισμό του αντικειμένου των κοινοβουλευτικών εργασιών βασικής σημασίας είναι το αποφασίζον όργανο και ο τρόπος διατήρησης του ελέγχου της ροής του νομοθετικού έργου σε επιτροπές και Ολομέλεια, όπου συνήθως εφαρμόζονται κανόνες προτεραιότητας στην κατανομή των εργασιών.
Εν προκειμένω, οι μειοψηφικές κοινοβουλευτικές ομάδες ενδέχεται να αναπτύσσουν τακτικές καθυστέρησης ή και παρεμπόδισης του νομοθετικού έργου, κίνηση που θεωρείται αποδεκτή, εφόσον ασκείται σε ένα πλαίσιο εγκράτειας, και η ομάδα της πλειοψηφίας τείνει να απαντά ασκώντας ορισμένα προνόμιά της, όπως το κλείσιμο ή η σύντμηση της συζήτησης. Στα περισσότερα συναινετικά συστήματα, η σχετική εξουσία καθορισμού εμφανίζεται αποκεντρωμένη, καθώς περισσότερες κοινοβουλευτικές ομάδες καλούνται να συμφωνήσουν ως προς το αντικείμενο των κοινοβουλευτικών συζητήσεων και το χρονοδιάγραμμα συζήτησης και ψηφοφορίας των υποβαλλόμενων προτάσεων. Στα αντιπαραθετικά πρότυπα, η κοινοβουλευτική ατζέντα καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από την πλειοψηφούσα σε αριθμό εδρών κοινοβουλευτική ομάδα, η οποία στηρίζει παραδοσιακά την κυβέρνηση. Σε αντιστάθμισμα, αναγνωρίζονται ιδιαίτερα προνόμια στις επόμενες αριθμητικά κοινοβουλευτικές ομάδες κατά την άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου – όρος που εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, συνθήκες υγιούς εναλλαγής στην εξουσία.
Στη χώρα μας, που συγκαταλέγεται μεταξύ των πλειοψηφικών δημοκρατιών με χαρακτηριστικά όπως μονοκομματικές κυβερνήσεις, κυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας στη σχέση της με τη νομοθετική, δικομματισμό και μη αμιγές αναλογικό εκλογικό σύστημα, οι κοινοβουλευτικές ομάδες της μειοψηφίας δεν φαίνεται να εισπράττουν αυτό το αντιστάθμισμα. Ιστορικά, η θέση τους φαίνεται να αποδυναμώνεται ταυτόχρονα στις νομοθετικές διαδικασίες, όπου χάνουν διαδικαστικά προνόμια που τους επιτρέπουν να καθυστερούν το νομοθετικό έργο, αλλά και στον κοινοβουλευτικό έλεγχο, όπου στερούνται στρατηγικών θέσεων και εμποδίζονται να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους, ιδίως μέσα από μία αυστηρή γλωσσική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων. Σε ένα σύστημα ελεγχόμενο από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ορισμένες παράμετροι θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τον βαθμό συμμετοχής των μειοψηφικών κοινοβουλευτικών ομάδων στη νομοθετική παραγωγή. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας των κοινοβουλευτικών επιτροπών και των οργάνων διοίκησης της Βουλής. Και εν προκειμένω, όμως, παρατηρούνται θεσμικά κενά που αποτρέπουν τη λειτουργία αυτών των παραμέτρων εξισορροπητικά στην πλειοψηφική μας δημοκρατία.
Ο σεβασμός των δικαιωμάτων της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας αποτελεί βασική αρχή του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, και υπό αυτή τη θεώρησή της πρέπει να ικανοποιείται από τις διαδικασίες που στοχεύουν στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας. Η αναζήτηση νέων θεσμικών αντιβάρων εκτός Κοινοβουλίου μπορεί να αναμείνει να δοθεί πρώτα ακόμη μία ευκαιρία κατοχύρωσης ουσιαστικής ισοτιμίας ευκαιριών μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, που θα προκύψει από μεταρρύθμιση των κανόνων λειτουργίας της Βουλής.
* Η κ. Γεωργία Ε. Μακροπούλου είναι Δικηγόρος, ΔΝ ΕΚΠΑ.