fbpx

Μεταπολίτευση: Ένας όρος και μια εποχή

Χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά

Δείτε επίσης

Στην πορεία τους μέσα στο χρόνο, μέσα σε ένα περιβάλλον που διαρκώς μεταβάλλεται, οι λέξεις, οι όροι, οι έννοιες, επηρεάζονται από την ιστορία, το νόημά τους μετατοπίζεται, οι συνδηλώσεις πολλαπλασιάζονται, οι μετωνυμίες γίνονται καθεστώς. Κάτι τέτοιο διαπιστώνεται πολύ εύκολα στη χρήση του όρου Μεταπολίτευση. Στην πιο απλή εκδοχή του όρου, η Μεταπολίτευση δεν αντιπροσωπεύει για την Ελλάδα τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την πτώση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και τη μετάβαση στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Συνηθίζουμε να θεωρούμε ως στιγμή της μετάβασης την 24η Ιουλίου 1974, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναλαμβάνει τα ηνία της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και επιχειρεί να διαμορφώσει το πλαίσιο για την εξουδετέρωση των αξιωματικών που έλεγχαν τους κρατικούς μηχανισμούς και αντιδρούσαν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας, αλλά και να συγκροτήσει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Η τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας μετάβασης από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία θα ολοκληρωθεί σε λιγότερο από ένα χρόνο από την πτώση της δικτατορίας: τον Ιούνιο του 1975 τίθεται σε ισχύ το νέο Σύνταγμα και ακολούθως εκλέγεται ως πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Για πολλούς ερευνητές στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται η Μεταπολίτευση. Κάποιοι άλλοι προχωρούν μερικούς μήνες ακόμη, μέχρι τα τέλη του 1975, οπότε το δικαστήριο βγάζει τις αποφάσεις του για τους υπεύθυνους της καταστολής της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Η διαφορά είναι μικρή, αλλά παραπέμπει επίσης σε μία πολύ στενή, από άποψη χρονολογικού ορίζοντα, διαπραγμάτευση της περιόδου, στηρίζεται δε σε μία γεγονοτολογική αντίληψη της ιστορίας. Απολύτως σεβαστή η αντίληψη αυτή, αλλά και εξαιρετικά περιοριστική στο να κατανοήσουμε τις διαδικασίες μετάβασης αλλά και τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειές της.

Πολύ πιο διεισδυτική και απείρως πιο ευρετική είναι η άποψη που διατυπώνουν οι Μ. Αυγερίδης, Ε. Γαζή και Κ. Κορνέτης, όταν υιοθετούν τον όρο «χρονότοπος», που είχε προτείνει ο Μιχαήλ Μπαχτίν και που καθιστά τη Μεταπολίτευση ταυτοχρόνως «ιστορική περίοδο, διαδικασία σε εξέλιξη, χώρο, πεδίο, πορεία μετάβασης πολλαπλώς οριζόμενη ανάλογα με τις προσδοκίες και τους σχεδιασμούς διαφορετικών υποκειμένων». Πρόκειται για έναν όρο που υπογραμμίζει την ελαστικότητα προσαρμογής σε ένα πολύπλοκο περιβάλλον με αντιτιθέμενες αντιλήψεις. Δεν είναι τυχαίο επομένως πως άλλοι συγγραφείς έχουν δοκιμάσει να προσδιορίσουν τη Μεταπολίτευση μέσα από διαφορετικές οπτικές και να της προσδώσουν διαφορετικό περιεχόμενο. Οι διαφορετικές αυτές απόψεις εκφράζουν σε τελική ανάλυση διαφορετικές αντιλήψεις για το τι ακριβώς είναι η ιστορία και συχνά διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις.

Σε ορισμένες περιπτώσεις η Μεταπολίτευση τελειώνει το 1981, με την ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπό την πρωθυπουργία του Γεωργίου Ράλλη στο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε θριαμβεύσει στις εκλογές της χρονιάς αυτής

Έτσι, σε ορισμένες περιπτώσεις η Μεταπολίτευση τελειώνει το 1981, με την ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας από την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπό την πρωθυπουργία του Γεωργίου Ράλλη στο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε θριαμβεύσει στις εκλογές της χρονιάς αυτής. Μία άλλη μερίδα ερευνητών υποστηρίζει ότι η Μεταπολίτευση φθάνει μέχρι το 1989 ή τις αρχές του 1990, όταν ολοκληρώνεται η έντονη φάση πόλωσης των δύο κομμάτων που διεκδικούν την εξουσία (της Νέας Δημοκρατίας δηλαδή και του Πα.Σο.Κ.) και περνάμε σε μία φάση συναίνεσης, η οποία θα διευκολύνει την εφαρμογή των πολιτικών εκείνων που θα οδηγήσουν την Ελλάδα στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, ή ακριβέστερα στη ζώνη του Ευρώ. Τέλος, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η περίοδος της Μεταπολίτευσης φθάνει μέχρι την κρίση του 2010, η οποία συντρίβει (;) όλες τις δομές και νοοτροπίες που είχαν συγκροτηθεί κατά τα προηγούμενα χρόνια.

Η επιχειρηματολογία που στηρίζει κάθε μία από τις παραπάνω επιλογές δεν στερείται σοβαρότητας και τεκμηρίωσης. Το αντίθετο μάλιστα, όλοι έχουν κάποια επιχειρήματα υπέρ της άποψής τους και κατά των υπολοίπων αντιλήψεων. Άλλωστε κάθε προσπάθεια περιοδολόγησης εμπεριέχει πάντοτε έναν βαθμό, μεγαλύτερο ή μικρότερο, αυθαιρεσίας. Θα διαφωνούσα ωστόσο ριζικά με την άποψη εκείνη που υποστηρίζει ότι «Ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε προσεγγίσεις όπως εκείνη της μακράς Μεταπολίτευσης είναι ορατός: η ενσωμάτωση διαφορετικών περιόδων με διακριτά χαρακτηριστικά σε μία ευρύτερη, όπου κυριαρχεί εύλογα το στοιχείο της συνέχειας, υποβαθμίζει τις ασυνέχειες και δημιουργεί μία τελεολογική εξέλιξη ολοκλήρωσης καθορισμένη από την εκάστοτε συγκυρία… Η συγκρότηση ενός αφηγήματος μακράς διάρκειας δεν μας επιτρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στις επιμέρους περιόδους, στις στιγμές για να αναδείξουμε τα αυτοτελή χαρακτηριστικά τους».

Στη διατύπωση αυτή εκδηλώνεται ένα πολύ έντονο πρόβλημα υποστασιοποίησης της διαδικασίας περιοδολόγησης, τη στιγμή που οι περίοδοι δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από εργαλεία στα χέρια των μελετητών για να αναλύσουν μία διαδικασία. Εξάλλου, τίποτε δεν εμποδίζει, εκτός από την ικανότητα του ερευνητή, την αναζήτηση ιδιαίτερων χαρακτηριστικών σε ένα αφήγημα που ένας ιστορικός μάλλον δεν θα το ονόμαζε μακράς διάρκειας, με δεδομένο ότι είναι μόλις πενήντα χρόνων. Στην πραγματικότητα ο στόχος μας, το τι δηλαδή ακριβώς ψάχνουμε είναι εκείνο που θα καθορίσει και την οπτική μας. Σημειώνω τέλος, ότι και στις άλλες δύο χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (Ισπανία και Πορτογαλία) που ακολούθησαν έναν δρόμο παράλληλο με την Ελλάδα στη μετάβαση από το δικτατορικό στο δημοκρατικό καθεστώς, παρατηρείται ένας αντίστοιχος πλουραλισμός στο περιεχόμενο που αποδίδεται στη Μεταπολίτευση.

Ο πιο συστηματικός μελετητής της περιόδου, ο Γιάννης Βούλγαρης έχει αναπτύξει διαφορετικές απόψεις στη διάρκεια του χρόνου. Στην αρχική έκδοση του βιβλίου του για τη Μεταπολίτευση υποστηρίζει ότι το τέλος της Μεταπολίτευσης έρχεται με την ταραχώδη λήξη της πρώτης οκταετίας του Πα.Σο.Κ., που συμπίπτει και με την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, δηλαδή το 1989-1990.

Πολύ αργότερα η θέση του έχει αναθεωρηθεί και αφήνει το θέμα της περιοδολόγησης ανοιχτό υποστηρίζοντας:

«Η Μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974 είναι από εκείνες τις ημερομηνίες ορόσημο που θυμίζουν ένα γεγονός – την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών – και ταυτόχρονα δίνουν το όνομά τους σε ολόκληρη την περίοδο που ακολουθεί – η «Μεταπολιτευτική Ελλάδα». Πρώτον γιατί η ιστορική τομή είναι ριζική και γενικά αναγνωρίσιμη από όσους την βίωσαν, αλλά και τους επιγενόμενους. Δεύτερον γιατί βάζει σε τροχιά την εθνική εξέλιξη για πολλά χρόνια. Πράγματι στα χρόνια που ακολουθούν μπορεί να συμβαίνουν πολλές αλλαγές, αλλά η τροχιά και η δυναμική του αφετηριακού γεγονότος παραμένει». 

Επομένως, ο Γ. Βούλγαρης θέλει να μιλήσει για μία περίοδο με καθαρά όρους πολιτικής και χωρίς να προσδιορίζει το κάτω άκρο της περιόδου αυτής. Η Μεταπολίτευση θα διαρκέσει όσο υπάρχει η κοινοβουλευτική Δημοκρατία ή έστω οι προδιαγραφές του Συντάγματος του 1975. Πρόκειται για ένα προσδιορισμό βιωματικού χαρακτήρα καθώς το κριτήριο είναι η αναγνωρισιμότητα της σημασίας της μετάβασης από όσους έζησαν αλλά και τους επιγενόμενους, όπως μας λέει ο ίδιος.

Προσωπικά πιστεύω ότι αν περιοριστούμε στο να αποδίδουμε στην Μεταπολίτευση αποκλειστικά πολιτικό περιεχόμενο – όσο αντιφατικό και αν φαίνεται κάτι τέτοιο σε σχέση με τον όρο – και να τη βλέπουμε ως ελληνικό φαινόμενο και μόνο χάνουμε την ουσία

Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγεί και η άποψη του Ευάγγελου Βενιζέλου για την περιοδολόγηση της Μεταπολίτευσης. Το Σύνταγμα του 1975 με όλες τις τροποποιήσεις του, αποτελεί γι’ αυτόν βασική μεταβλητή για τον καθορισμό της περιόδου. Αλλά και εδώ απουσιάζει ένα κάτω άκρο που θα οριοθετούσε την περίοδο. Θα πρέπει, στη βάση αυτής της οπτικής, να περιμένουμε την αλλαγή του Συντάγματος, για να μιλήσουμε για το τέλος της Μεταπολίτευσης.

Στη λογική αυτών των τελευταίων δύο περιπτώσεων, όπου τα κριτήρια είναι αφενός πολιτικής ιστορίας για τον Βούλγαρη, αφετέρου συνταγματικής ιστορίας για τον Βενιζέλο θα ήταν πιστεύω, πιο ορθό να μιλάγαμε για την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία.

Ωστόσο, σε τελική ανάλυση, κάθε επιλογή εξαρτάται από το πώς ακριβώς κατανοούμε τις κοινωνικές διαδικασίες, ποια εργαλεία χρησιμοποιούμε για να πετύχουμε το στόχο αυτό. Και προσωπικά πιστεύω ότι αν περιοριστούμε στο να αποδίδουμε στην Μεταπολίτευση αποκλειστικά πολιτικό περιεχόμενο – όσο αντιφατικό και αν φαίνεται κάτι τέτοιο σε σχέση με τον όρο – και να τη βλέπουμε ως ελληνικό φαινόμενο και μόνο χάνουμε την ουσία.

Ίσως είναι περιττό, αλλά θεωρώ σκόπιμο να θυμίσω ότι η πτώση της δικτατορίας και η επιστροφή της Δημοκρατίας δεν αποτελούν ένα μεμονωμένο Ελληνικό φαινόμενο, αλλά ένα από τα πρώτα βήματα μιας παγκόσμιας διαδικασίας για την οποία χρησιμοποιούμε τον όρο «δημοκρατική παγκοσμιοποίηση» (democratic globalization). Η Ισπανία και η Πορτογαλία από κοινού με την Ελλάδα συγκρότησαν το πρώτο κύμα αυτής της διαδικασίας για να ακολουθήσουν χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι χώρες του πάλαι ποτέ «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» και πολλές άλλες χώρες σε διάφορα μήκη και πλάτη του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός των δημοκρατιών στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ανερχόταν σε 35 για να φθάσει το 2013 τις 120.

Σε μία άλλη οπτική, ο S. Huntington τοποθετεί τη μετάβαση στη δημοκρατία στην Ελλάδα στις απαρχές του τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού στον κόσμο. Παραπέρα, όμως, αυτό το φαινόμενο της δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από μία συνιστώσα της διαδικασίας «βαθιάς παγκοσμιοποίησης» που ξεκινάει το 1971 και ολοκληρώνεται με την μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.

Τι ακριβώς σημαίνουν, όμως, όλα αυτά; Το 1971 ζούμε μία καθοριστική στιγμή της μεταπολεμικής ιστορίας: το σύστημα του Bretton Woods, πάνω στο οποίο είχε οικοδομηθεί η μεταπολεμική παγκόσμια οικονομική ευημερία, αλλά και η αμερικανική ηγεμονία στον δυτικό κόσμο, καθώς επίσης και η ελληνική οικονομική απογείωση, εγκαταλείπεται μετά από απόφαση του Προέδρου Νίξον. Επομένως διακόπτεται η μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό και οδηγούμαστε σε ένα σύστημα μεταβλητών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Από τη μία μέρα στην άλλη είμαστε μάρτυρες σε μία ριζοσπαστική αλλαγή των δεδομένων της παγκόσμιας οικονομίας.

Το 1971 ζούμε μία καθοριστική στιγμή της μεταπολεμικής ιστορίας: το σύστημα του Bretton Woods, πάνω στο οποίο είχε οικοδομηθεί η μεταπολεμική παγκόσμια οικονομική ευημερία, αλλά και η αμερικανική ηγεμονία στον δυτικό κόσμο, καθώς επίσης και η ελληνική οικονομική απογείωση, εγκαταλείπεται μετά από απόφαση του Προέδρου Νίξον

Πιο αναλυτικά: μέχρι το 1971 μπορούμε να κάνουμε λόγο για μία ρηχή παγκοσμιοποίηση, της οποίας βασικά χαρακτηριστικά ήταν ο έλεγχος των κεφαλαιακών ροών παγκοσμίως και οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Το καθεστώς αυτό επέτρεπε στις επί μέρους χώρες να ακολουθούν πολιτικές μέσα σε εθνικά πλαίσια και να στηρίζουν τις επιλογές τους με μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας.

Από το 1971 και μετά μπαίνουμε σε μία φάση βαθιάς, όπως λέγεται, παγκοσμιοποίησης, στην οποία πλέον τα κεφάλαια μπορούν να κινούνται ανεμπόδιστα σε παγκόσμια κλίμακα. Το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από την αδυναμία των κρατών να καθορίσουν τις πολιτικές τους σε εθνική κλίμακα. Οι καταναγκασμοί του διεθνούς περιβάλλοντος είναι πλέον εξαιρετικά μεγάλοι και οι περιορισμοί στην εφαρμογή ανεξάρτητων εθνικών πολιτικών εξίσου σημαντικοί. Επί της ουσίας θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για δύο διακριτά καθεστώτα κεφαλαιακής συσσώρευσης. Η μεγάλη κρίση του 2008-2009 έρχεται να κλείσει οριστικά αυτή την περίοδο και ο κόσμος περνάει σε μία φάση αποπαγκοσμιοποίησης, της οποίας δεν έχουμε δει πλήρως τις συνέπειες. Με διαφορετικά λόγια το Consensus της Κορνουάλης επιδιώκει να καταλάβει τη θέση του Consensus της Washington σηματοδοτώντας τη στροφή προς νέες διαδικασίες κεφαλαιακής συσσώρευσης, χωρίς να είναι σαφές που θα οδηγηθούμε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά. Και αντιστοίχως στο πολιτικό πεδίο έχουμε την ανάδειξη των Spin Dictators, που ανατρέπουν την τάση του εκδημοκρατισμού των τελευταίων πενήντα χρόνων. Ο Martin Wolf εξάλλου έχει αφιερώσει ένα πολύ σημαντικό βιβλίο στο θέμα της «δημοκρατικής ύφεσης» (democratic recession) συνδέοντας την άμεσα με την υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης.

Επομένως σε μία παγκόσμια προοπτική, αυτό που ονομάζουμε περίοδο της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, παρά η μετάβαση της χώρας σε μία καινούργια φάση παγκοσμιοποίησης, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η πτώση της δικτατορίας και η εδραίωση της Δημοκρατίας. Αυτό ήταν το φαινόμενο που εντυπώθηκε στο μυαλό όλων μας, αν και δεν αποτελούσε παρά ένα μόνο από τα στοιχεία που συναπαρτίζουν την καινούργια φάση. Ήταν όμως εκείνο που προκάλεσε τη μεγαλύτερη εντύπωση, μιας και το ζούσαμε στην καθημερινότητά μας, ήταν άμεσα απτό.

Το ενδιαφέρον της μακρόχρονης οπτικής για να κάνουμε λόγο για τη Μεταπολίτευση, έρχεται να πιστοποιήσει και η εργασία του Δημήτρη Τζιόβα, ο οποίος πετυχημένα προσδιορίζει την Μεταπολίτευση ως εποχή των ταυτοτήτων. Πιο ειδικά η πτώση της δικτατορίας αφήνει πίσω της την πολιτική ως βασικό κοινωνικό διακύβευμα και αναδεικνύει στη θέση της την κουλτούρα σε μία ευρύτερη έννοια. Ή, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, η έντονη πολιτικοποίηση των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης δίνει σταδιακά τη θέση της στην έμφαση σε θέματα ταυτότητας και τη μετάβαση από την άρνηση της εθνικοφροσύνης στον προβληματισμό γύρω από την έννοια της ελληνικότητας ή της ρωμιοσύνης. Στις ταυτότητες φαίνεται να συμπυκνώνονται οι ποικίλες αντιθέσεις μετά το 1974 και σε αυτές παραπέμπει μία σειρά κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Μία τέτοια θεώρηση συνάδει με τις διεθνείς τάσεις και την επικράτηση της πολιτικής της ταυτότητας. Στη Μεταπολίτευση, σύμφωνα με τον Δ. Τζιόβα, το Έθνος αρχίζει να αντιμετωπίζεται ως αισθητικό αντικείμενο, ενώ η διαμόρφωση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά με τη γενιά του ’30. 

Η έντονη πολιτικοποίηση των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης δίνει σταδιακά τη θέση της στην έμφαση σε θέματα ταυτότητας και τη μετάβαση από την άρνηση της εθνικοφροσύνης στον προβληματισμό γύρω από την έννοια της ελληνικότητας ή της ρωμιοσύνης

Προς την ίδια κατεύθυνση ως προς τη μεθοδολογική διαπραγμάτευση της Μεταπολίτευσης δείχνει και ο Κ. Τσουκαλάς, ο οποίος προσδιορίζει το τέλος της Μεταπολίτευσης ως τη διαδικασία αποπολιτικοποίησης καθώς η πολιτική εγκαταλείπεται και η διαχείριση των κοινών περνάει στη «μη – πολιτική». Ανεξαρτήτως του κατά πόσον συμφωνεί κανείς με την άποψη του Τσουκαλά σίγουρα πρόκειται για μία από τις πιο συγκροτημένες αντιλήψεις για την περίοδο και συγκλίνει με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως.

Την άποψη του Τσουκαλά προσεπικυρώνει και η αντίληψη των Βούλγαρη, Νικολακόπουλου για το τέλος του μεταπολιτευτικού εκλογικού/κομματικού σκηνικού με τις εκλογές του 2009. Στο εξής ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος θα απέχει της εκλογικής διαδικασίας, τεκμήριο της αποπολιτικοποίησης, ενώ η αποδέσμευση από τις παραδοσιακές πολιτικές ταυτότητες φαντάζει ως κάτι περισσότερο από εντυπωσιακή. Δικαιολογείται, επομένως η έκφραση που χρησιμοποιούν οι δύο συγγραφείς για να προσδιορίσουν αυτή την αλλαγή: 2012 ο διπλός εκλογικός σεισμός.

Επομένως αυτό που πρόκειται να εξεταστεί στη συνέχεια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθορίζουν τη διαδικασία ενσωμάτωσης της Ελλάδας στο παγκόσμιο σύστημα κατά τη φάση της βαθιάς παγκοσμιοποίησης, και που στην τρέχουσα λογική κατηγοριοποιούνται ως εποχή της Μεταπολίτευσης. Αυτός άλλωστε είναι και ο μόνος τρόπος για να κατανοήσουμε τι ακριβώς αντιπροσωπεύει η Δημοκρατία για τη χώρα μας.

* Ο κ. Κώστας Κωστής είναι Καθηγητής Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -