fbpx

Μια επικίνδυνη ατραπός

Παρακάμπτοντας το Σύνταγμα δια των Ευρωπαϊκών Συνθηκών

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Η νομική επιχειρηματολογία για την, επί της ουσίας, παράκαμψη του άρθρου 16 Σ με την επίκληση της «σύμφωνης με το δίκαιο της ΕΕ» ερμηνείας του δημιουργεί ένα ατυχές -και ενδεχομένως επικίνδυνο- προηγούμενο.

Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι η διατύπωση γνώμης πάνω στο πολιτικό σκέλος της νομοθέτησης της λειτουργίας μη κρατικών (στην πραγματικότητα, ιδιωτικών) πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Παρομοίως, δεν επιχειρείται εδώ μια αναλυτική εξέταση της συμβατότητας ή μη της σχετικής νομοθεσίας με το άρθρο 16 του Συντάγματος, ζήτημα που έχει ήδη καλυφθεί εξαντλητικά στη σχετική δημόσια συζήτηση. Συνοπτικά, το άρθρο 16 απαγορεύει ρητά και κατηγορηματικά τη σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες (παρ. 8), αλλά και κάθε είδους πανεπιστήμια, ανεξαρτήτως ονομασίας, που δεν λειτουργούν ως πλήρως αυτοδιοικούμενα ΝΠΔΔ (παρ. 5) με καθηγητές δημόσιους λειτουργούς (παρ. 6). Με απλά λόγια, το Σύνταγμα θέτει εκτός συναλλαγών την ανώτατη εκπαίδευση, την οποία δεν θεωρεί ως μια παρεχόμενη επ’ αμοιβή υπηρεσία, αλλά ως κοινωνικό αγαθό που τελεί υπό την εγγύηση και την προστασία του κράτους.

Επομένως, το παρόν άρθρο, θεωρώντας a priori πρόδηλο τί επιτρέπει και τί απαγορεύει το Σύνταγμα, θέλει να εστιάσει σε μια πτυχή της νομικής επιχειρηματολογίας, δια της οποίας επιχειρείται επί της ουσίας η παράκαμψη αυτής της κάθετης και απόλυτης συνταγματικής επιταγής. Μιας επιχειρηματολογίας που, εκτός του ότι είναι εσφαλμένη, δημιουργεί ένα κακό προηγούμενο, το οποίο ενδέχεται να έχει συνέπειες μακροπρόθεσμα που υπερβαίνουν τις προθέσεις των εμπνευστών της. Πράγματι, η άποψη ότι οι ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος είναι παρωχημένες και δεν συνάδουν με τις πραγματικότητες της εποχής μας σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, όσον αφορά την ανώτατη πανεπιστημιακή εκπαίδευση, μολονότι αμφισβητήσιμη, είναι καθόλα θεμιτή. Και η οδός για μία κυβέρνησης που την ενστερνίζεται και θέλει να παραμένει εντός συνταγματικού πλαισίου είναι σαφής και ανοιχτή: η εκκίνηση των διαδικασιών συνταγματικής αναθεώρησης και η διαμόρφωση σχετικών διακομματικών, κοινωνικών και ακαδημαϊκών συναινέσεων.

Αυτό που δεν είναι θεμιτό είναι η contra legem ερμηνεία μιας συνταγματικής διάταξης, με σκοπό να καταλήξει να σημαίνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που μπορεί να καταλάβει οποιοδήποτε διαβάζοντάς την. Και μάλιστα, με την επίκληση της αρχής της υπέρτερης ισχύος των Ευρωπαϊκών Συνθηκών σε λάθος χρόνο και τόπο και με λάθος τρόπο. Τούτο διότι, αφενός, ουδέποτε έχει τεθεί από την πλευρά της ΕΕ ζήτημα σύγκρουσης της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 16 με τις Συνθήκες. Όπως έχει ήδη επισημανθεί από έγκριτους συνταγματολόγους, η Ελλάδα δεν έχει καταδικασθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου εξαιτίας της απαγόρευσης λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων, ούτε έχει παραπεμφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Δικαστήριο. Και ο λόγος για αυτό είναι ότι ούτε οι ιδρυτικές συνθήκες ούτε το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ ρυθμίζουν την οργάνωση και τον τρόπο παροχής της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στα κράτη-μέλη, καθότι η σχετική αρμοδιότητα δεν έχει εκχωρηθεί. Αντιθέτως, η ΕΕ έχει αρμοδιότητα στο πεδίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και έχει συντάξει σχετική νομοθεσία, η οποία υποχρεώνει τη χώρα μας να αναγνωρίσει τα επαγγελματικά δικαιώματα που παρέχονται μέσω της φοίτησης σε ιδιωτικά κολλέγια συνεργαζόμενα με πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Αφετέρου, η συζήτηση για το εάν η αρχή της υπεροχής του Κοινοτικού Δικαίου ισχύει μέχρι του βαθμού να καταργεί αντίθετες διατάξεις εθνικού συντάγματος είναι τόσο παλιά όσο και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Σχηματικά, θα έλεγε κανείς ότι οι μεν θεσμοί της ΕΕ ισχυρίζονται ότι οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου υπερισχύουν κάθε αντίθετου κανόνα, ακόμα και συνταγματικού, οι δε αντίστοιχοι κρατικοί ότι οι δημόσιοι λειτουργοί,, συμπεριλαμβανομένων των δικαστών, ορκίζονται πίστη στο Σύνταγμα, όχι στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, και ότι συνεπώς σε περίπτωση προφανούς σύγκρουσης μεταξύ των δύο οφείλουν να εφαρμόζουν το πρώτο. Με την πάροδο του χρόνου, έχει επιτευχθεί μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της ενωσιακής και της εθνικής έννομης τάξης, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να αποφεύγονται παρόμοιες απευθείας συγκρούσεις δια της μεθόδου της ερμηνείας, από την πλευρά των κρατικών λειτουργών και των δικαστηρίων, των αντίθετων ή ασύμβατων διατάξεων με τρόπο που να διατηρείται το μέγιστο δυνατό κανονιστικό περιεχόμενο του εσωτερικού κανόνα, χωρίς να παραβιάζεται ο κοινοτικός.

Εδώ, όμως, δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο. Αντιθέτως, ενώ δεν έχει διαπιστωθεί -με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ- ούτε προβληθεί -με αιτίαση της Επιτροπής ενεργούσας με την ιδιότητα του Φύλακα των Συνθηκών- ότι πράγματι υπάρχει τέτοια αντίθεση, είναι η ελληνική κυβέρνηση που σπεύδει να τη διαπιστώσει, ισχυριζόμενη, μάλιστα, ότι ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί η εναρμόνιση, είναι η κατ’ ουσίαν παραβίαση του συνταγματικού κανόνα. Εδώ, όμως, εντοπίζεται ο κίνδυνος. Από τη στιγμή που ένα κράτος-μέλος της ΕΕ μπαίνει στη διαδικασία της εθελούσιας και προληπτικής ακύρωσης μέρους του Συντάγματός του, πού άραγε μπαίνει το όριο; Tί θα εμπόδιζε την ίδια ή κάποια άλλη κυβέρνηση στο μέλλον να επικαλεστεί την αντίθεση και άλλων διατάξεων του Συντάγματος με τις Συνθήκες, ώστε να τις καταργήσει δια της «εναρμονίσεως»;

Αναρωτιέται κανείς τι είναι αυτό που ωθεί την ελληνική κυβέρνηση να επιδεικνύει υπέρμετρο ευρωπαϊκό «πατριωτισμό» στο συγκεκριμένο ζήτημα -χωρίς μάλιστα να της το έχει ζητήσει κανείς, πολλώ δε μάλλον η ίδια η ΕΕ- την ίδια ώρα που, εφόσον όντως επιθυμεί να ενισχύσει τα ευρωπαϊκά της διαπιστευτήρια, θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινήσει αντιμετωπίζοντας τα σοβαρά ζητήματα παραβίασης του κράτους δικαίου και της ενωσιακής νομοθεσίας που εντοπίζονται στις εκθέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και στις αποφάσεις των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.

* O κ. Γιάννης Γούναρης είναι Δικηγόρος και Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -