Ναι, στον γάμο ομοφύλων, ναι στην τεκνοθεσία. Μήπως να εξετάσουμε γενικότερα την προσαρμογή του δικαίου της συγγένειας στη νέα πραγματικότητα της ομόφυλης γονεϊκότητας;
Το ελληνικό Οικογενειακό Δίκαιο παρουσιάζει ενδιαφέρον σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η χώρα μας ήδη από το 2002 με τον Ν 3089/2002 επέτρεψε, υπό προϋποθέσεις, την παρένθετη μητρότητα και την μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, ρύθμιση που αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης, ή ακόμα και πρότυπο, για άλλες χώρες, κατά την αναθεώρηση του δικού τους δικαίου για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Ειδικά, όμως, όσον αφορά τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών, η Ελλάδα δεν έχει επιδείξει αντίστοιχη προοδευτικότητα. Προκειμένου να επέλθει νομική αναγνώριση των ομόφυλων ζευγαριών με τη θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης για πρόσωπα διαφορετικού ή ίδιου φύλου (N 4356/2015), χρειάστηκε να προηγηθεί, το 2013, η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Βαλλιανάτος και άλλοι κατά Ελλάδας. Ζητήματα είχαν επίσης ανακύψει σε σχέση με την αναγνώριση και στη χώρα μας ως γονέων του παιδιού προσώπων του ίδιου φύλου που είχαν ήδη θεμελιώσει συγγένεια με το παιδί στην αλλοδαπή.
Πλέον είναι θετικό ότι συζητάμε ανοιχτά για τον γάμο των ομόφυλων προσώπων και ακόμα πιο θετικό που, όπως φαίνεται, σύντομα θα είναι και στη χώρα μας δυνατός. Εκείνο που θα πρέπει στη συνέχεια να καταστεί σαφές είναι ότι γάμος ομοφύλων χωρίς την παράλληλη αναγνώριση της ομόφυλης γονεϊκότητας μέσω της υιοθεσίας (ή ορθότερα τεκνοθεσίας) δεν χωρεί. Κατά τον Αστικό Κώδικα σύζυγοι μπορούν να υιοθετούν από κοινού (ΑΚ 1545). Διαφοροποίηση μεταξύ ετερόφυλων και ομόφυλων συζύγων στην εφαρμογή του κανόνα αυτού θα συνιστούσε διακριτική μεταχείριση των τελευταίων. Ο αποκλεισμός της υιοθεσίας, άλλωστε, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε υπό το πρίσμα του συμφέροντος του παιδιού, που πάντα εξετάζεται από το δικαστήριο στη διαδικασία της υιοθεσίας. Για την ανάπτυξη του παιδιού κρίσιμος είναι ο δεσμός του με τα πρόσωπα που το φροντίζουν, ανεξαρτήτως φύλου. Από καμία επιστημονική έρευνα δεν προκύπτει ότι η ανατροφή παιδιού από ομόφυλους γονείς προσκρούει στο συμφέρον του.
Η νομική αναγνώριση της ομόφυλης γονεϊκότητας είναι εξαιρετικά σημαντική και για την προστασία των παιδιών που μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς, προκειμένου η κοινωνική πραγματικότητα να ανταποκρίνεται στη νομική πραγματικότητα. Να μπορούν να έχουν, δηλαδή, τα παιδιά αυτά και έναντι του νόμου δύο γονείς. Δύο γονείς που θα έχουν δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση, να ασκούν από κοινού, ισότιμα, τη γονική μέριμνα και, αν ο ένας δεν είναι σε θέση να την ασκήσει, να την ασκεί αυτοδικαίως ο άλλος, χωρίς να τίθεται ζήτημα ορισμού επιτρόπου· δύο γονείς που θα έχουν υποχρέωση διατροφής τους· δύο γονείς που θα μπορούν να κληρονομήσουν.
Εφόσον κατά τα ανωτέρω σύντομα, και σωστά, θα προβλέπεται πλέον και στο δίκαιό μας η ομόφυλη γονεϊκότητα, η οποία θα θεμελιώνεται στην υιοθεσία, το επόμενο ερώτημα είναι, γιατί να αρκεστεί ο νομοθέτης στο ελάχιστο; Γιατί να μην προβούμε σε μια γενικότερη τροποποίηση του δικαίου της συγγένειας; Το ζήτημα συνέχεται άμεσα με την πρόσβαση ομόφυλων συντρόφων στην ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Γιατί, αν δύο γυναίκες αποφασίσουν από κοινού ότι επιθυμούν να αποκτήσουν παιδί, να πρέπει η μία, ως άγαμη, να υποβληθεί σε τεχνητή γονιμοποίηση και μετά να παντρευτεί την άλλη, προκειμένου στη συνέχεια εκείνη, ως σύζυγός της, να υιοθετήσει το παιδί; Θεωρούμε ανεκτό το ενδεχόμενο, η γυναίκα που γέννησε το παιδί, παρά την κοινή απόφαση που είχε λάβει με τη σύντροφό της, να αρνηθεί εκ των υστέρων να δώσει τη συναίνεσή της στην υιοθεσία; Δεν πρέπει, άλλωστε, να παραγνωρίζουμε ότι η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση και η σχετική διαδικασία απαιτεί χρόνο, αλλά και χρήματα. Νομίζω ότι σκόπιμο θα ήταν να εξεταστεί συνολικά η αναπροσαρμογή του δικαίου της συγγένειας, προκειμένου το τεκμήριο καταγωγής από γάμο καθώς και η αναγνώριση παιδιού γεννημένου εκτός γάμου να μην αναφέρονται μόνο στη θεμελίωση της πατρότητας, αλλά γενικότερα της γονεϊκότητας. Αυτό προϋποθέτει βέβαια την αποσύνδεσή τους από τη βιολογική αλήθεια, η οποία, πάντως, γενικά σε θέματα ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχει ήδη επέλθει.
Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο ενδιαφέρον έχουν και οι εξελίξεις στη Γερμανία. Το 2021 το Εφετείο της πόλης Celle έκρινε ότι η, κατά το γερμανικό δίκαιο, αυτόματη θεμελίωση της συγγένειας του παιδιού που γεννιέται εντός γάμου με τον σύζυγο της μητέρας, αλλά όχι με την σύζυγό της μητέρας, έρχεται σε αντίθεση με το γερμανικό Σύνταγμα, και συνακόλουθα παρέπεμψε την υπόθεση στο γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο. Όπως φαίνεται, μάλιστα, οι πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία θα προλάβουν την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Zeit στις 12 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης, στη βάση και της προγραμματικής συμφωνίας που είχε καταρτιστεί κατά τον σχηματισμό της κυβέρνησης συνασπισμού, προτίθεται άμεσα να προωθήσει την αναθεώρηση του γερμανικού δικαίου της συγγένειας προς την ανωτέρω κατεύθυνση.
Παρά τις όποιες επιμέρους παρατηρήσεις, πάντως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η θεσμοθέτηση του γάμου ομοφύλων αποτελεί αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση της άρσης των διακρίσεων και της αποδοχής της διαφορετικότητας. Και έτσι, μελλοντικά, όσο αυτονόητο μας φαίνεται σήμερα το αίτημα για την ισότητα των φύλων, άλλο τόσο αυτονόητο θα μας φαίνεται ότι ομόφυλα ζευγάρια παντρεύονται και γίνονται γονείς, όπως και τα ετερόφυλα.
* Η κ. Ελένη Ζερβογιάννη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ.