fbpx

Νόμος, Ηθική και Εξουσία: Η χάρη στον Xάντερ Μπάιντεν

Η υπόθεση Μπάιντεν δείχνει ότι όταν ένας θεσμός, όπως η απονομή χάριτος, χρησιμοποιείται άνευ αντικειμενικών κριτηρίων και χωρίς διάθεση συμβολής σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, τότε χάνει το ηθικό και δημοκρατικό του έρεισμα.

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Η πρόσφατη απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να απονείμει χάρη στον υιό του, Χάντερ Μπάιντεν, επανέφερε στη δημόσια συζήτηση ένα ζήτημα με μακρά ιστορική διαδρομή και βαθιές συνταγματικές ρίζες: την προεδρική αρμοδιότητα απονομής χάριτος (pardon). Αυτή η εξουσία, η οποία έλκει την καταγωγή της από το βασιλικό προνόμιο επιείκειας των ευρωπαϊκών μοναρχιών, έχει αποτελέσει διαχρονικά εργαλείο αποκαταστατικής δικαιοσύνης αλλά και πολιτικής σκοπιμότητας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η σχετική αρμοδιότητα κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (Άρθρο II, Τμήμα 2) και παρέχει στον εκάστοτε Πρόεδρο την εξουσία να δίνει χάρη ή να μειώνει ποινές για ποινικά αδικήματα, χωρίς νομική υποχρέωση αιτιολόγησης ή περιορισμό στους αποδέκτες.

Η νομοθετική προέλευση αυτής της εξουσίας ανάγεται στη συνταγματική τάξη που εγκαθιδρύθηκε μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Η δυνατότητα του Προέδρου να επεμβαίνει διορθωτικά στη λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης συνιστά κληροδότημα της βρετανικής βασιλικής παράδοσης, στην οποία ο μονάρχης ασκούσε το royal prerogative of mercy. Στην Ευρώπη, η άσκηση χάριτος από τον αρχηγό του κράτους –είτε αυτός ήταν βασιλιάς, είτε αργότερα πρόεδρος σε δημοκρατικό πολίτευμα– είχε κατοχυρωθεί ως ένας μηχανισμός διόρθωσης ενδεχόμενων σφαλμάτων του δικαστικού συστήματος ή άμβλυνσης υπερβολικά αυστηρών ποινών. Ιστορικά, η επιείκεια αυτή θεωρείτο ένα αντίβαρο στην αυστηρότητα (ή σκληρότητα) της ποινικής δικαιοσύνης, ιδίως όταν οι δίκες και οι καταδίκες είχαν λιγότερο εγγυημένο δικονομικό πλαίσιο.

Στις ΗΠΑ, η εξουσία απονομής χάριτος επέζησε της μετάβασης από τη βρετανική μοναρχία στην αμερικανική δημοκρατία, καθώς κρίθηκε χρήσιμη ως μέσο μετριασμού υπερβολικά τιμωρητικών δικαστικών αποφάσεων, λανθασμένων καταδικών ή περιπτώσεων που η αυστηρή εφαρμογή του νόμου θα οδηγούσε σε άδικα αποτελέσματα

Στις ΗΠΑ, η εξουσία απονομής χάριτος επέζησε της μετάβασης από τη βρετανική μοναρχία στην αμερικανική δημοκρατία, καθώς κρίθηκε χρήσιμη ως μέσο μετριασμού υπερβολικά τιμωρητικών δικαστικών αποφάσεων, λανθασμένων καταδικών ή περιπτώσεων που η αυστηρή εφαρμογή του νόμου θα οδηγούσε σε άδικα αποτελέσματα. Η ιδέα ήταν ότι ο Πρόεδρος, ως αιρετός ηγέτης με δημοκρατική νομιμοποίηση, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «τελευταίο ανασχετικό φράγμα» έναντι των υπερβολών του δικαστικού συστήματος. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εξουσία δεν περιορίζεται από νομικά κριτήρια, ούτε ελέγχεται δικαστικά. Έτσι, παραμένει μια αμιγώς διακριτική αρμοδιότητα (discretionary power), που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για την αποκατάσταση μιας αδικίας όσο και για την εξυπηρέτηση πολιτικών, προσωπικών ή άλλων ιδιοτελών συμφερόντων.

Η περίπτωση της χάριτος προς τον Χάντερ Μπάιντεν αναδεικνύει ακριβώς αυτά τα ζητήματα. Νομικά, ο Πρόεδρος Μπάιντεν άσκησε ένα συνταγματικώς προβλεπόμενο δικαίωμά του. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ διαθέτει ευρεία ευχέρεια να δίνει χάρη ακόμα και σε συγγενείς, φίλους ή πολιτικούς συμμάχους. Πολιτικά και ηθικά, όμως, η κίνηση εγείρει σοβαρά ερωτήματα. Ο Χάντερ Μπάιντεν κρίθηκε ένοχος για συγκεκριμένα αδικήματα—μεταξύ άλλων για ψευδείς δηλώσεις σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών σε αίτηση απόκτησης πυροβόλου όπλου, αλλά και για φορολογικές παραβάσεις.

Παρά το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε εμπλοκή του Προέδρου στις αξιόποινες πράξεις του υιού του, η χάρη αυτή καθιστά τον Πρόεδρο ευάλωτο σε μομφές περί αθέμιτης εύνοιας και κατάχρησης εξουσίας. Η εικόνα που σχηματίζεται είναι ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τελικά ουδέτερη και τυφλή, αλλά μπορεί να στρεβλωθεί από την εξουσία, για να εξυπηρετηθούν προσωπικά ή κομματικά συμφέροντα. Εν προκειμένω, ο Τζο Μπάιντεν υπεραμύνθηκε της πράξης του, ισχυριζόμενος ότι ο γιος του υπήρξε θύμα επιλεκτικής δίωξης, ότι στοχοποιήθηκε για να πληγεί πολιτικά η δική του προεδρία. Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα, ακόμα κι αν περιέχει κάποια ψήγματα αλήθειας, δύσκολα γίνεται αποδεκτό ως επαρκής δικαιολογία για την επιλεκτική χρήση της προεδρικής χάριτος. Το ζήτημα της ισότητας ενώπιον του νόμου παραμένει: Πόσοι άλλοι κατηγορούμενοι ή καταδικασμένοι, χωρίς πολιτική επιρροή, χωρίς «πατέρα σε υψηλά κλιμάκια», θα είχαν την ευκαιρία μιας τόσο ευνοϊκής αντιμετώπισης;

Η κριτική προς τον Πρόεδρο Μπάιντεν δεν επικεντρώνεται μόνο στη συγκεκριμένη πράξη, αλλά και στο γεγονός ότι, μέχρι σήμερα, έκανε μάλλον περιορισμένη χρήση της εξουσίας χάριτος προς όφελος ευρύτερων κοινωνικών ομάδων ή καταδικασθέντων που βρίσκονταν σε δυσμενή θέση. Ενώ θα μπορούσε να επικεντρωθεί σε περιπτώσεις αναντιστοιχίας ποινών (π.χ. δυσανάλογες ποινές για κατοχή ελαφρών ναρκωτικών) ή σε κρατούμενους που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες. Έτσι, το πολιτικό μήνυμα είναι αμφιλεγόμενο και ροκανίζει τη νομιμοποίηση όχι μόνο του Μπάιντεν ως Προέδρου, αλλά και του ίδιου του θεσμού της απονομής χάριτος.

Η υπόθεση προκαλεί προβληματισμούς σε δύο επίπεδα: Στο νομικό, αποδεικνύεται πόσο ευρεία και ανεξέλεγκτη είναι η εξουσία του Προέδρου, με μόνη θεσμική «δικλείδα» τον κίνδυνο της πολιτικής δυσμένειας ή ακόμα και της παραπομπής σε διαδικασία καθαίρεσης (impeachment) από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Στο πολιτικό επίπεδο, θέτει υπό αμφισβήτηση την ηθική νομιμοποίηση της προεδρικής εξουσίας, καθώς και το ερώτημα εάν οι θεσμοί μπορούν να λειτουργούν ανεξάρτητα από το πολιτικό, οικογενειακό ή κοινωνικό πλαίσιο που τους περιβάλλει.

Η περίπτωση της προεδρικής χάριτος στον Χάντερ Μπάιντεν φανερώνει πόσο δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί η νομική διάσταση από την πολιτική πραγματικότητα. Οι νομικοί θεσμοί δεν λειτουργούν σε πολιτικό κενό

Προς το τέλος της ανάλυσης, το ερώτημα θυμίζει τη θεωρητική αντιπαράθεση ανάμεσα στην «καθαρή θεωρία του δικαίου» που εισηγήθηκε ο Hans Kelsen και στις πιο ρεαλιστικές, πολιτικά φορτισμένες ερμηνείες του δικαίου. Σύμφωνα με τον Kelsen, το δίκαιο πρέπει να εξετάζεται ανεξάρτητα από τις πολιτικές και κοινωνικές παραμέτρους, ως ένα αυτόνομο, «καθαρό» σύστημα κανόνων. Ωστόσο, η περίπτωση της προεδρικής χάριτος στον Χάντερ Μπάιντεν φανερώνει πόσο δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί η νομική διάσταση από την πολιτική πραγματικότητα. Οι νομικοί θεσμοί δεν λειτουργούν σε πολιτικό κενό. Η διακριτική ευχέρεια του Προέδρου να απονέμει χάρη, παρότι απορρέει από ένα θεμελιώδες νομικό κείμενο, κινητοποιείται από πολιτικές, προσωπικές και ιδεολογικές αντιλήψεις. Συνεπώς, η νομική ανάλυση οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τις πολιτικές συνθήκες, διότι η εφαρμογή της εξουσίας στη σφαίρα του πραγματικού δεν είναι ποτέ ουδέτερη.

Η υπόθεση Μπάιντεν δείχνει ότι όταν ένας θεσμός, όπως η απονομή χάριτος, χρησιμοποιείται άνευ αντικειμενικών κριτηρίων και χωρίς διάθεση συμβολής σε μια πιο δίκαιη κοινωνία, τότε χάνει το ηθικό και δημοκρατικό του έρεισμα. Μας καλεί να προβληματιστούμε, αν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους νομικούς θεσμούς ως αποστασιοποιημένους από την πολιτική πραγματικότητα ή αν, αντίθετα, οφείλουμε να τους ερμηνεύουμε με επίγνωση των κοινωνικών, πολιτικών και ηθικών συγκυριών. Είναι, ίσως, αναπόφευκτο οι θεσμοί δικαίου να υφίστανται όχι μόνο εντός κειμένων, αλλά και μέσα στο ανθρώπινο πεδίο της εξουσίας, των συμφερόντων και των παθών. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο, το δίκαιο αποκαλύπτει την ευθραυστότητά του ‒και την ανάγκη για διαρκή επαγρύπνηση απέναντι στις εκάστοτε πολιτικές χρήσεις του.

Ο Αναστάσιος Παυλόπουλος.

Ο Δρ. Αναστάσιος Παυλόπουλος είναι Δικηγόρος-Adjunct Lecturer/Public Law.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -