Τα νομικά (η νομική σκέψη) παραμένουν πάντοτε απαραίτητα για όλους σχεδόν τους κλάδους του Δικαίου. Πόσο απαραίτητα όμως είναι για το ποινικό Δίκαιο σήμερα;
Διανύουμε μια περίοδο στην οποία αποκαλύπτεται η ουσιαστική ασημαντότητα του Ποινικού Δικαίου ως συντεταγμένου συνόλου κανόνων. Η ατυχία του Ποινικού Δικαίου είναι ότι, ενώ πάντοτε αποτελούσε το βασικό πεδίο έκφρασης της κρατικής εξουσίας, τώρα τείνει να γίνει απλό άθυρμα της εξουσίας αυτής. Και ενώ κάτι τέτοιο θα ήταν εύκολο να εξηγηθεί σε περιόδους δικτατορίας ή ξενικής κατοχής, ακούγεται παράδοξο σε εποχή Δημοκρατίας. Αλλά ίσως εκεί ακριβώς βρίσκεται η εξήγηση. Δεν υπάρχει όμως παράδοξο˙ όχι βεβαίως γιατί δεν έχουμε Δημοκρατία, αλλά διότι στο συγκεκριμένο χώρο πάσχουν ή μειονεκτούν ορισμένες προϋποθέσεις (συνθήκες) της Δημοκρατίας. Για να υπάρξουν οι απαιτούμενες αυτές συνθήκες, τόσο η νομοθετική όσο και η δικαστική εξουσία πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με το Σύνταγμα. Τούτο δεν συμβαίνει όταν υποκαθίστανται από την εκτελεστική εξουσία. Πολύ περισσότερο όταν η εκτελεστική εξουσία ενεργεί περίπου αποκλειστικώς ως μετρητής και συλλέκτης ψήφων.
Η διά των δημοσκοπήσεων (κυρίως επί ειδικών θεμάτων) διακυβέρνηση και καθ’ υποκατάσταση νομοθέτηση εμπλέκει τη Δημοκρατία στο παράδοξο του κοινοβουλευτικού λαϊκισμού
Ας δούμε λοιπόν με τη σειρά τι συμβαίνει. Νομοθετική εξουσία σημαίνει σήμερα σχεδόν αποκλειστικά πρωτοβουλίες της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης) που υποστηρίζονται στο κοινοβούλιο από την ίδια πλειοψηφία που τη στηρίζει. Οι εξαιρέσεις είναι σπάνιες (π.χ. ο νόμος για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, όπου η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ήταν ευρύτερη και συγχρόνως στενότερη από τη στηρίζουσα την κυβέρνηση κοινοβουλευτική πλειοψηφία˙ το γιατί θα το δούμε αμέσως παρακάτω). Το φαινόμενο αυτό δεν είναι σπάνιο ούτε κατ’ ανάγκην αρνητικό. Γίνεται αρνητικό όταν η νομοθετική πρωτοβουλία αποτελεί κυβερνητική επιλογή στηριζόμενη σε μετρήσεις ψήφων. Η διά των δημοσκοπήσεων (κυρίως επί ειδικών θεμάτων) διακυβέρνηση και καθ’ υποκατάσταση νομοθέτηση εμπλέκει τη Δημοκρατία στο παράδοξο του κοινοβουλευτικού λαϊκισμού. Στη Δημοκρατία κυβερνούν οι ολίγοι εκλεγόμενοι από τους πολλούς. Η βασική βούληση των πολλών δεν επεκτείνεται πέραν της επιλογής των κυβερνώντων και σε νομοθετικές πρωτοβουλίες και κυβερνητικές πράξεις, διότι τότε θα ήταν κυβέρνηση των πολλών όπου οι ολίγοι θα εκτελούσαν απλώς τις (και πώς;) εκφραζόμενες εντολές των πολλών. (Σχετικό πείραμα, συνήθως αποτυχημένο, είναι το δημοψήφισμα). Στον κοινοβουλευτικό λαϊκισμό η νομοθετική εξουσία (εκφραζόμενη από την εκτελεστική εξουσία) διατυπώνει την εικαζόμενη βούληση των πολλών. Πώς διαπιστώνεται σήμερα αυτή η τελευταία; Εν μέρει δια δημοσκοπήσεων, εν μέρει δια του φαινομένου της δημοσιογραφικής πολιτικής που αλληλοτροφοδοτούνται. Τα ΜΜΕ, υποβοηθούμενα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαμορφώνουν δημοσκοπικά δεδομένα, στα οποία υπακούουν οι πολιτικοί (όχι πάντοτε υπακούοντας κατ’ ανάγκην την κεντρική εξουσία, αφού το τοπικώς διαμορφούμενο κλίμα, από ΜΜΕ ή φορείς όπως η Εκκλησία δημιουργούν τοπικά άλλο δημογραφικό δεδομένο). Έτσι εξηγείται αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω για τις αποκλίσεις στην ψηφοφορία για το γάμο των ομοφύλων ζευγαριών. Με τη σειρά του ο αναπαράγων τη «λαϊκή βούληση» νομοθέτης, όπως αυτή διαμορφώνεται από διάφορα κέντρα εξουσίας, διαμορφώνει και ενισχύει με τη σειρά του αυτή την εικονική «λαϊκή βούληση» δημιουργώντας το παράδοξο του «λαϊκού κοινοβουλευτισμού», την πολυπλοκότητα του οποίου δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ περισσότερο.
Οι δυστοπίες στις οποίες οδηγεί το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζονται από έναν «νομοθετικό» υπερακτιβισμό. Η εικόνα της εκτελεστικής εξουσίας «βελτιώνεται» με την άμεση προσαρμογή στην κατασκευαζόμενη δημοσκοπική (λαϊκή) πραγματικότητα. (Με λίγα λόγια νομοθετούμε και για να φέρουμε ψήφους). Έτσι π.χ. ο δραστήριος νομοθέτης μας δεν γνώριζε πριν λίγους μήνες το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας; Το εγνώριζε και μάλιστα νομοθέτησε σχετικά. Ελάχιστους μήνες μετά, νομοθετεί εκ νέου με (13!!) νέα νομοθετικά μέτρα κατά του αυτού φαινομένου. Τι ομολογεί λοιπόν με τον τρόπο αυτό η εκτελεστική (νομοθετική) εξουσία; Ή πλήρη ανικανότητα αφού δεν μπόρεσε να νομοθετήσει «ορθά» ελάχιστούς μήνες πριν, ή μήπως υπονοεί ότι μόλις απεκαλύφθη στην πραγματική του έκταση το επιτηδείως κρυπτόμενο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας ή μήπως τρίτο και κατά τη γνώμη μου αληθές ότι άδραξε την ευκαιρία για να βελτιώσει τη δημοσκοπική εικόνα της;
Το πρόσφατο κύμα πειθαρχικών διώξεων κατά δικαστικών λειτουργών για τη δικαστική κρίση τους βάλλει ευθέως κατά της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, αφού ούτε στοιχειωδώς δεν δόθηκε εξήγηση σε τι παράπτωμα υπέπεσαν οι δικαστές αυτοί
Και μετά την εκτελεστική – νομοθετική εξουσία η οποία μεγάλης δημοτικότητας απολαμβάνει σύμφωνα με τα ΜΜΕ, τις δημοσκοπήσεις και τελικά την «πραγματικότητα» τόσο για τη σθεναρή στάση της υπέρ του νόμου και της τάξης (Ν 5090/24) όσο και με τις επίκαιρες, όπως οι παραπάνω επεμβάσεις της, ας δούμε λίγο την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Ένα κύριο χαρακτηριστικό της Δικαιοσύνης είναι το ελεύθερο και μη επί της ουσίας ελεγχόμενο της δικαστικής κρίσης. Εφόσον ο Δικαστής κρίνει εντός των ισχυόντων νομοθετικών πλαισίων, κρίνει ελευθέρως και ελέγχεται νομικώς μόνο για την πληρότητα της αιτιολογίας του. Το πρόσφατο κύμα πειθαρχικών διώξεων κατά δικαστικών λειτουργών για τη δικαστική κρίση τους βάλλει ευθέως κατά της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, αφού ούτε στοιχειωδώς δεν δόθηκε εξήγηση σε τι παράπτωμα υπέπεσαν οι δικαστές αυτοί ή εν πάση περιπτώσει είναι ύποπτοι ότι επέπεσαν, εκτός βέβαια από τη συγκεκριμένη δικανική τους κρίση.
Η επιρροή της εκτελεστικής εξουσίας (που επιδιώκει ό,τι είδαμε παραπάνω ότι επιδιώκει δια της νομοθετήσεως) στη δικαστική ακολουθούσε πάντοτε τις γνωστές οδούς (εδώ π.χ. τίθεται το πολλάκις συζητηθέν ζήτημα επιλογής ηγεσίας της Δικαιοσύνης). Ποτέ όμως μέχρι σήμερα δεν είχε σημειωθεί τέτοια άμεση και ταχύτατη ικανοποίηση του «λαϊκού αισθήματος», βλέπε δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας. Η συμβολική σημασία του «προσέξτε τι απόφαση βγάζετε γιατί θα πάθετε τα ίδια» είναι σημαντική αρνητικά για το δικαστικό φρόνημα και συμβάλλει αποφασιστικά στην αποδυνάμωση της λειτουργίας του ποινικού Δικαίου. Στο αυτό κλίμα κινείται και η τακτική της προαναγγελλόμενης από την εκτελεστική εξουσία εφέσεως των εισαγγελέων. Τουλάχιστον αν οι εισαγγελείς επανέρχονταν στο προ του Σ του 1975 καθεστώς ως υπάλληλοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης η υποκρισία θα ήταν μικρότερη και η αμφισβήτηση κατά των εκδοσάντων σε μεγάλο βαθμό ορθές δικαστικές αποφάσεις δικαστών άνευ σημασίας. Τέλος να δούμε και το μεγάλο στήριγμα της Δημοκρατίας, τον Τύπο. Με συνεχώς αυξανόμενη από την ηρωική εποχή της εισαγωγής της ελεύθερης ραδιοφωνίας επιρροή στη διαμόρφωση του «λαϊκού αισθήματος» καταγίνεται σε μεγάλο τμήμα της ενημέρωσής του στην απονομή τηλεοπτικής δικαιοσύνης επιτυγχάνοντας δι’ αυτού του τρόπου άμεση επιρροή στους εκλεγόμενους πολιτικούς στους οποίους οι ψηφοφόροι τείνουν να υπαγορεύουν τηλεοπτικά πορίσματα. Βεβαίως και εδώ, τελικώς, αποδεικνύεται ότι ο σκορπιός σκοτώνει τα παιδιά του αν παρακολουθήσουμε το «δράμα» της «δικαστικής» τύχης πρώην και νυν τηλεοπτικών πρωταγωνιστών.
Έτσι επιγραμματικά και σύντομα ελπίζω ότι έδωσα μια εικόνα της συνολικής παθογένειας του συμπλέγματος εκτελεστική εξουσία – νομοθέτηση – δικαστικό σύστημα.
* Ο κ. Ιωάννης Γιαννίδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου.