Σε μια πρωτοφανή κίνηση, η Ελληνική Κυβέρνηση, συμβουλευόμενη τις εκθέσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και της ομάδας Πισσαρίδη, ανακοίνωσε την προώθηση μιας σημαντικής μεταρρύθμισης στο δικαστικό σύστημα της χώρας. Η μεταρρύθμιση, επιδιωκόμενη εν μέρει με χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, στοχεύει στην αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη, στην Πολιτική, Ποινική αλλά και Διοικητική Δικαιοσύνη.
Ο πρώτος που επιχείρησε την ενοποίηση των δυο βαθμών δικαιοδοσίας, ήταν πριν από 113 χρόνια, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο οποίος απέτυχε δυο φορές. Στη συνέχεια το ίδιο προσπάθησαν και οι κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Κώστα Σημίτη έχοντας το ίδιο αποτέλεσμα.
Ο στόχος είναι αρκετά φιλόδοξος, δεδομένου ότι αντίστοιχες αλλαγές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως πχ. στη Γαλλία, έχουν πάρει μέχρι και 15 χρόνια.
Στο επίκεντρο αυτής της μεταρρύθμισης βρίσκεται η κατάργηση και συγχώνευση Ειρηνοδικείων και Πταισματοδικείων με τα κεντρικά Πρωτοδικεία. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, μέσω μερικώς αποκαλυφθεισών πληροφοριών (αφού ακόμη και σήμερα μετά από τόσους μήνες το νομοσχέδιο δεν έχει δοθεί στη διαβούλευση), φαίνεται να μετρά τις αντιδράσεις από διάφορους φορείς και τοπικές κοινότητες, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που θα ακολουθήσουν ενόψει μάλιστα και των επερχόμενων εκλογών.
Η ανάγκη για ταχύτερη εφαρμογή είναι σαφής, καθώς το χρονοδιάγραμμα απαιτεί την εφαρμογή του 40% της μεταρρύθμισης έως την έναρξη του νέου δικαστικού έτους (16η Σεπτεμβρίου 2024) και το υπόλοιπο 60% μέχρι το τέλος του 2025. Ο στόχος είναι αρκετά φιλόδοξος, δεδομένου ότι αντίστοιχες αλλαγές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως πχ. στη Γαλλία, έχουν πάρει μέχρι και 15 χρόνια.
Εντούτοις, ανακύπτουν σημαντικές ανησυχίες. Οι προκλήσεις περιλαμβάνουν την έλλειψη κατάλληλων κτιριακών υποδομών για τη στέγαση των μεγαλύτερων Δικαστηρίων, ιδίως στην Αθήνα, η υποστελέχωση σε δικαστικούς υπαλλήλους, με τις κενές οργανικές θέσεις να φτάνουν ή και να ξεπερνούν το 35%. Τις ανησυχίες για τη δυσκολία επίτευξης του στόχου αυξάνει η μειωμένη πρόσβαση σε ολοκληρωμένες ψηφιακές εφαρμογές όλων των δικαστηρίων πανελλαδικά.
Η δικαστική μεταρρύθμιση δεν αποτελεί μόνο τεχνική αλλαγή, αλλά συνδέεται άμεσα με την ποιότητα ζωής και τη δικαιοσύνη για κάθε Έλληνα πολίτη. Ακόμη και η πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη μπορεί να επηρεαστεί, με τους πολίτες να αναγκάζονται να διανύουν μεγαλύτερες αποστάσεις ή να απευθύνονται σε δικηγορικά γραφεία, αυξάνοντας το οικονομικό κόστος. Ένα παράδειγμα, ο κάτοικος της νήσου Κέας – Τζιά που τώρα υπάγεται στο Ειρηνοδικείο Λαυρίου, με τον νέο δικαστικό χάρτη θα πρέπει να μεταβαίνει με πλοίο στο Λαύριο και κατόπιν με άλλο όχημα στο Κορωπί ή στον Πειραιά.
Τα συνδικαλιστικά όργανα των Δικαστικών Υπαλλήλων επισημαίνουν την έλλειψη αξιόπιστων πληροφοριακών συστημάτων και σύγχρονων υποδομών, την ανάγκη για θεσμοθετημένα οργανογράμματα ανά δικαστική υπηρεσία και την ανάγκη για προσλήψεις ώστε να καλυφθούν τα τεράστια οργανικά κενά.
Τα συνδικαλιστικά όργανα των Δικαστικών Υπαλλήλων (ΔΥ) επισημαίνουν την έλλειψη αξιόπιστων πληροφοριακών συστημάτων και σύγχρονων υποδομών, την ανάγκη για θεσμοθετημένα οργανογράμματα ανά δικαστική υπηρεσία και την ανάγκη για προσλήψεις ώστε να καλυφθούν τα τεράστια οργανικά κενά.
Παράλληλα, τονίζουν την ανάγκη για έμπρακτη αναγνώριση των ειδικών συνθηκών εργασίας που βιώνουν οι Δικαστικοί Υπάλληλοι και της συνεισφοράς τους στην απονομή της Δικαιοσύνης. Άλλωστε, η ίδια η Κυβέρνηση έχει κάνει λόγο ( ΦΕΚ 7462/29-12-2023 Τεύχος Β΄ αρθ. 6) για τα μεγάλα οργανικά κενά σε δικαστικούς υπαλλήλους, για «τη διαρκή υπεραπόδοση και υπερωριακή εργασία των υπηρετούντων δικαστικών υπάλληλων, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο συσσωρευμένος όγκος των ποικίλων καθηκόντων τους».
Η προοπτική μιας αξιόπιστης και εκ βάθρων δικαστικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα με αυτά τα πιεσμένα χρονικά περιθώρια, φαίνεται πολύ δύσκολη. Η επιτυχία της θα εξαρτηθεί από την επιμέλεια στον σχεδιασμό, τη διαθέσιμη υποστήριξη υποδομών (ψηφιακών και κτηριακών) και την απαραίτητη διαλογική προσέγγιση με το ανθρώπινο δυναμικό. Μια τέτοια μεταρρύθμιση απαιτεί πρώτα απ΄ όλα χρόνο, στρατηγική σκέψη, κατανόηση των τοπικών αναγκών, και πάνω απ’ όλα, την κοινή συνεννόηση και συνεργασία όλων των εμπλεκομένων.
Σε μία χρονική περίοδο, κατά την οποία μεταβάλλεται η δομή της Ελληνικής Δικαιοσύνης, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να διαφυλαχθεί η υπηρεσιακή κατάσταση όλων των Δικαστικών Υπαλλήλων, καθώς επίσης η ακώλυτη πρόσβαση του πολίτη στη Δικαιοσύνη.
- Ο κ. Δημήτρης Ζιώγας είναι Δικαστικός Υπάλληλος, Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Δικαστικών Υπαλλήλων Αθήνας και Μέλος του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος.