fbpx

Ο προστατευόμενος οικισμός της Μονεμβασιάς – Η υπ’ αρ. 1745/2023 απόφαση του ΣτΕ

Η προστασία των μνημείων, των αρχαιολογικών χώρων και των ιστορικών τόπων περιλαμβάνεται στους στόχους οποιουδήποτε χωροταξικού, αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Τον Οκτώβριο του 2023 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1745/2023 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία έγινε δεκτή αίτηση ακυρώσεως αποφάσεως της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού με αντικείμενο την έγκριση επισκευής και χρήσης ως εστιατορίου ενός κτιρίου στην Κάτω Πόλη Μονεμβασιάς, ιδιοκτησίας της παρεμβαίνουσας στην ίδια δίκη.

Το πολιτιστικό περιβάλλον απολαύει αυξημένης προστασίας στη χώρα μας. Η προστασία του κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμά μας με την αναθεώρηση του 1975 και συγκεκριμένα με το άρθρο 24 παράγραφος 6 αυτού, σύμφωνα με το οποίο «τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το κράτος». Είναι δε η προστασία αυτή αυξημένη καθώς όχι μόνο συνιστά δικαίωμα του καθενός αλλά και υποχρέωση της Διοίκησης να λαμβάνει όλα τα πρόσφορα και αναγκαία, προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα για την αποτελεσματική τους προστασία.

Μάλιστα, κατά το νόμο 3028/2002, το λεγόμενο και αρχαιολογικό, όπως έχει τροποποιηθεί, στην έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι αρχαιολογικοί χώροι και οι ιστορικοί τόποι, ενώ στην έννοια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς περιλαμβάνονται παραδοσιακά κτίρια, οικιστικά σύνολα, παραδοσιακοί οικισμοί, ιστορικά κέντρα πόλεων και γενικότερα τα στοιχεία του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος με ιδιαίτερη ιστορική, πολεοδομική, αρχιτεκτονική, λαογραφική, κοινωνική και αισθητική φυσιογνωμία και αξία. Η προστασία τους έχει σκοπό τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης χάριν της παρούσας και των μελλοντικών γενεών και την αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος σε συνοχή προς την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία απαιτεί ανάπτυξη τέτοια που δεν εξαντλεί ούτε υποβαθμίζει τους αισθητικούς πόρους.

Σημαντικό ήταν το προεδρικό διάταγμα της 19.10-13.11.1978, με το οποίο χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί πλείονες οικισμοί του κράτους, μεταξύ των οποίων και η Μονεμβασιά, και καθορίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων και οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης εντός αυτών

Το ΣτΕ απασχόλησε, όπως αναφέρθηκε, η περιοχή της Μονεμβασιάς, μιας ιστορικής πόλης της ανατολικής Πελοποννήσου, που μαρτυρείται ως οικισμός από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Χτισμένη πάνω σε ασβεστολιθικό βράχο συνδέεται με την ηπειρωτική Πελοπόννησο μέσω μίας φυσικά σχηματισμένης λωρίδας γης και λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της αρχιτεκτονικής και των μνημείων της τελεί υπό ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς. Συγκεκριμένα, ήδη με βασιλικό διάταγμα του 1921 κηρύχθηκε ως «προέχον βυζαντινό μνημείο», ενώ με υπουργικές αποφάσεις του 1961 και του 1971 χαρακτηρίσθηκε, ως «αρχαιολογικός χώρος και ιστορικό διατηρητέο μνημείο». Επιπλέον, χαρακτηρίσθηκαν ως «μνημεία» οι οικισμοί και τα τείχη της, ολόκληρη δε η χερσόνησος με την λωρίδα γης που τη συνδέει με την Πελοπόννησο χαρακτηρίσθηκε ως «τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους και ως ιστορικός τόπος». Σημαντικό ήταν το προεδρικό διάταγμα της 19.10-13.11.1978 (Δ’ 594), με το οποίο χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί πλείονες οικισμοί του κράτους, μεταξύ των οποίων και η Μονεμβασιά, και καθορίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων και οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης εντός αυτών. Σε συνέχεια αυτών των χαρακτηρισμών και για την αποτελεσματικότερη προστασία της βυζαντινής καστροπολιτείας και του περιβάλλοντος χώρου αυτής, ο αρχαιολογικός χώρος της Μονεμβασιάς οριοθετήθηκε εκ νέου με υπουργική απόφαση του 2013.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, επί οικισμών που έχουν χαρακτηρισθεί τόσο ως αρχαιολογικοί χώροι έχοντες μνημειακό χαρακτήρα όσο και ως παραδοσιακοί, δεσπόζων είναι ο αρχαιολογικός και μνημειακός τους χαρακτήρας, ο οποίος συνεπάγεται αυξημένο καθεστώς προστασίας. Οι δε διατάξεις περί παραδοσιακών οικισμών εφαρμόζονται μόνο στο μέτρο που εναρμονίζονται προς την προστασία του μνημειακού τους χαρακτήρα. Σε αυτό το πλαίσιο και λαμβάνοντας υπόψη την παράγραφο 6 του άρθρου 14 του Ν 3028/2002 που προβλέπει την έκδοση προεδρικού διατάγματος για τον καθορισμό των χρήσεων γης, των όρων δόμησης και των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων εντός ενεργού οικισμού που είναι και κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος, όπως είναι αυτός της Μονεμβασιάς, αλλά και των αναγκαίων προς τούτο περιορισμών της ιδιοκτησίας, βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η προστασία του αρχαιολογικού χώρου όσο και η απρόσκοπτη λειτουργία του οικισμού, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Διοίκηση δεν έχει εκδώσει το σχετικό ΠΔ, ως όφειλε κατά δέσμια αρμοδιότητα και εντός ευλόγου χρόνου από την αναοριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου που πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση του Ν 3028/2002 (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2102/2019, 705/2020). Ακολούθως, το ΚΑΣ, τη γνωμοδότηση του οποίου υιοθέτησε πλήρως η Διοίκηση με την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ διαπίστωσε την άνιση και μη ορθολογική κατανομή των χρήσεων, καθώς και την ανατροπή της οικιστικής ισορροπίας στη Μονεμβασιά λόγω της διασποράς καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος εκτός του κεντρικού δρόμου του οικισμού, όπου κυρίαρχη είναι η χρήση της κατοικίας, ενέκρινε την αιτηθείσα από την παρεμβαίνουσα αλλαγή χρήσης του ένδικου κτιρίου από κατοικία σε εστιατόριο, που περιγράφεται ως το χαρακτηριστικότερο δείγμα νεοκλασικής οικίας που διασώζει αξιόλογα μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία της περιόδου, με επίκληση οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων που έχουν μεταβάλει το χαρακτήρα της Μονεμβασιάς στη σύγχρονη εποχή.

Η προστασία των μνημείων, των αρχαιολογικών χώρων και των ιστορικών τόπων περιλαμβάνεται στους στόχους οποιουδήποτε χωροταξικού, αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας. Έτσι, δεν επιτρέπονται επεμβάσεις που συνεπάγονται καταστροφή, αλλοίωση ή υποβάθμισή τους, ενώ η έκδοση προεδρικού διατάγματος πραγματώνει τη συνταγματική υποχρέωση της Διοίκησης να λαμβάνει θετικά μέτρα προστασίας του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Το Ακυρωτικό, επαναλαμβάνοντας νομολογία του (βλ. ΣτΕ 1029/2020 – και πάλι με αφορμή αλλαγή χρήσης κτιρίου στον προστατευόμενο οικισμό της Μονεμβασιάς), έκρινε ως ακυρωτέα την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού υιοθέτησε πλήρως τη γνωμοδότηση του ΚΑΣ, η οποία έφερε μη νόμιμη αιτιολογία, μη λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν είχε εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα καθορισμού χρήσεων γης και όρων δόμησης που προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 6 του Ν 3028/2002. Η επ’ άπειρον αναβολή της κανονιστικής ρύθμισης καθιστά κενό γράμμα την επιταγή του Συντάγματος και του νόμου. Μη εφαρμόζοντας τα κριτήρια του αρχαιολογικού νόμου η Διοίκηση προέβη σε περιπτωσιολογική αντιμετώπιση του αιτήματος της παρεμβαίνουσας, η οποία, ενόσω δεν έχει ακόμη εκδοθεί το ΠΔ, ενέχει τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων εντός του ίδιου οικισμού και δημιουργίας πραγματικών καταστάσεων μη δεκτικών ανατροπής με αποτέλεσμα την ελλιπή προστασία του οικισμού (ΣτΕ 2526, 2527/2020).

* Η κ. Γεωργία Κυριακάτη είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του ΠΜΣ «Δίκαιο Περιβάλλοντος» της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ και ασκούμενη δικηγόρος στη δικηγορική εταιρεία «Απ. Παπακωνσταντίνου – Ν.-Κ. Χλέπας και Συνεργάτες».

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -