Η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας επηρέασε τους φιλελεύθερους πολιτικούς θεσμούς, μειώνοντας τις επιδόσεις της Ελλάδας στον Δείκτη Ατομικών Ελευθεριών, ο οποίος δημοσιεύεται ετησίως από το Cato Institute στις ΗΠΑ και το Fraser Institute στον Καναδά. Η βαθμολογία της χώρας μειώθηκε από 8,63/10 το 2009 σε 7,89/10 το 2021, προκαλώντας πτώση κατά 11 θέσεις παγκοσμίως, καταδεικνύοντας τη σύνδεση μεταξύ των οικονομικών και των πολιτικών θεσμών της χώρας. Τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα για το έτος 2021 δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή όσον αφορά τις ατομικές ελευθερίες, καταλαμβάνοντας την 25η θέση ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως είναι φυσικό, η μείωση της επίδοσης της Ελλάδας αποδίδεται σε περιορισμούς βασικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα λόγω της πανδημίας COVID-19. Σημαντικές αδυναμίες εντοπίζονται στα πεδία της νομοκρατίας, της ελευθερίας των ανθρώπινων σχέσεων και της ελευθερίας έκφρασης. Τα αίτια των αδυναμιών αυτών συνδέονται περισσότερο με διαχρονικές προκλήσεις στον τομέα της δικαιοσύνης, των ανθρώπινων σχέσεων και της ελευθερίας έκφρασης. Άλλωστε, παρόμοιους υγειονομικούς περιορισμούς είχαν και οι άλλες χώρες της ΕΕ. Αντιθέτως, η χώρα σημειώνει καλύτερη επίδοση στην ασφάλεια και την προστασία, καθώς και στην πρόσβαση στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Τα δεδομένα καθιστούν σαφές ότι στην Ελλάδα οι ατομικές ελευθερίες έχουν πληγεί περισσότερο από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και ότι η απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι αρκετά μεγάλη σε συγκεκριμένα πεδία. Για τον λόγο αυτό, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη ενίσχυσης της δημοκρατίας και των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους για την προάσπιση των ατομικών ελευθεριών.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις αξιολογήσεις του Δείκτη, η ελευθερία στις ανθρώπινες σχέσεις σημειώνει σημαντικά χαμηλή επίδοση, γεγονός που μάλλον συνδέεται με τη δυνατότητα εφαρμογής του νόμου της Σαρίας στην Ελλάδα, με τις διατάξεις της οποίας είναι δυνατό να περιοριστεί η πρόσβαση μιας ομάδας γυναικών σε δικαιώματα κληρονομιάς και διαζυγίου. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι στην αξιολόγηση δεν συμπεριλαμβάνεται ο νόμος Ν 4964, καθώς τέθηκε σε ισχύ το 2022, στον οποίο προβλέπεται ότι η Σαρία εφαρμόζεται σε αστικές διαφορές όταν συμφωνούν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, ενώ σε διαφορετική περίπτωση επιλαμβάνονται τα πολιτικά δικαστήρια.
«Τα δεδομένα καθιστούν σαφές ότι στην Ελλάδα οι ατομικές ελευθερίες έχουν πληγεί περισσότερο από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και ότι η απόκλιση από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι αρκετά μεγάλη σε συγκεκριμένα πεδία»
Στο πεδίο της νομοκρατίας, η μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί καθοριστική παράμετρο για τη χαμηλή βαθμολογία της χώρας. Ο μέσος χρόνος επίλυσης δικαστικών διαφορών για το 2020 ήταν ο μεγαλύτερος στην ΕΕ, αγγίζοντας τις 1711 ημέρες (σχεδόν 5 χρόνια), ενώ ο μέσος όρος των χωρών της ΕΕ ήταν 455 ημέρες, δηλαδή, στο 27% του χρόνου της Ελλάδας με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Διαφορές σημειώνονται επίσης στα πεδία της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης (-1,17 και -0,77 μονάδες αντίστοιχα, σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ). Η επίδοση στο πρώτο πεδίο φαίνεται να οφείλεται κυρίως στην κυριαρχία της ορθόδοξης εκκλησίας (π.χ., οι λατρευτικοί χώροι άλλων θρησκευτικών ομάδων λειτουργούν κυρίως παράνομα λόγω χωροταξικών περιορισμών), ενώ η επίδοση στο δεύτερο πεδίο οφείλεται κυρίως στη δολοφονία του δημοσιογράφου Γ. Καραϊβάζ, η οποία ακόμη δεν έχει διαλευκανθεί.
Η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών είναι καίρια για την προώθηση μιας δυναμικής και δίκαιης κοινωνίας, παρέχοντας το έδαφος για βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει τη θέση της στον δείκτη μέσω στοχευμένων μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της δημοκρατίας της και θα προάγουν την ατομική ελευθερία σε όλους τους τομείς. Η ανάγκη για ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών, η βελτίωση των ελεγκτικών μηχανισμών του νομοθετικού σώματος, η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, η απλούστευση της νομοθεσίας για τη μετανάστευση, και η ενίσχυση της δημοκρατικής συμμετοχής είναι ουσιαστικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών δεν αποτελεί μόνο ηθική υποχρέωση αλλά και πρακτική αναγκαιότητα για την ανάπτυξη μιας υγιούς και δυναμικής δημοκρατίας. Οι προκλήσεις είναι πολλές και δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά μια παγκόσμια τάση υποχώρησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και ανάδειξης αυταρχικών καθεστώτων όπου το κράτος δικαίου υποχωρεί (βλ. Ρωσία, Τουρκία, Ουγγαρία κ.λπ.).
Η βάση για την επίτευξη των μεταρρυθμιστικών στόχων είναι η ισχυροποίηση των δομών και των θεσμών που εγγυώνται τη διαφάνεια, τη δικαιοσύνη, και την ισότητα ενώπιον του νόμου. Η συστηματική και διαφανής εφαρμογή των νόμων, η ενίσχυση της δικαιοσύνης και η ενθάρρυνση της κοινωνικής συμμετοχής θα συμβάλει στην οικοδόμηση ενός πιο δίκαιου και ελεύθερου κοινωνικού πλαισίου. Είναι επίσης κρίσιμης σημασίας η ενίσχυση των δυνατοτήτων των πολιτών να ασκούν τα δικαιώματά τους και να συμμετέχουν ενεργά στην πολιτική ζωή.
Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις αλλά και μεγάλες ευκαιρίες για την προώθηση και την ισχυροποίηση των ατομικών ελευθεριών. Η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων οι οποίες προασπίζουν το κράτος δικαίου αποτελεί κρίσιμο βήμα προς την επίτευξη μιας πιο δίκαιης, ανοικτής και ελεύθερης κοινωνίας, στην οποία ο κάθε πολίτης θα μπορεί να απολαμβάνει πλήρως τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που του παρέχονται. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί συνεχή διάλογο, διαφάνεια, και συνεργασία μεταξύ της κυβέρνησης, των πολιτικών φορέων, της κοινωνίας των πολιτών, και των διεθνών εταίρων, με στόχο την επίτευξη των παραπάνω στόχων. Προς το παρόν, οι ανησυχίες για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα δείχνουν να θεμελιώνονται σε μία σειρά από εμπειρικά στοιχεία και διεθνείς εκθέσεις, σύμφωνα με τα οποία το κράτος δικαίου έχει συγκεκριμένες αδυναμίες που απαιτούν άμεση βελτίωση.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Σαραβάκος είναι Συντονιστής Ερευνητικών Προγραμμάτων του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών και υποψήφιος διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.