fbpx
Δευτέρα, 16 Σεπτεμβρίου, 2024

Οι (νέες;) διατάξεις για τη μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις

Ο νέος νόμος δεν απομακρύνθηκε ουσιαστικά από το προηγούμενο καθεστώς, απλώς προέβλεψε ρητά ορισμένα ζητήματα που μέχρι στιγμής προέκυπταν είτε από την πρακτική είτε ερμηνευτικά κυρίως μέσω της συστηματικής ερμηνείας με τις λοιπές διατάξεις της νομοθεσίας και ειδικότερα αυτές του τραπεζικού δικαίου

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Ο νέος νόμος 5072/2023 συστηματοποίησε και διευκρίνισε τις διατάξεις για τη μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις διατηρώντας τις περισσότερες προβλέψεις του προϊσχύσαντα Ν 4354/2015, θέτοντας παράλληλα ορισμένες καινούριες υποχρεώσεις στα εμπλεκόμενα μέρη.

Ο Ν 5072/2023 που τέθηκε σε εφαρμογή τον Δεκέμβριο του 2023 αντικατέστησε πλήρως τον Ν 4354/2018 και έθεσε ξανά το ζήτημα της διαχείρισης και μεταβίβασης δανείων σε μία πιο στέρεα βάση. Ο νέος νόμος αποτελεί ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/2167 και παρουσιάζει ένα μείγμα εποπτικών διατάξεων αλλά και προβλέψεων αστικού δικαίου – κυρίως όσον αφορά το ζήτημα της μεταβίβασης. Ο νέος νόμος ουσιαστικά συστηματοποίησε και διευκρίνισε κάποια ζητήματα σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, ενώ έθεσε και κάποιες επιπλέον προϋποθέσεις και υποχρεώσεις στους διαχειριστές και αγοραστές πιστώσεων.

Ως προς το σκέλος της μεταβίβασης πιστώσεων, ο νόμος εφαρμόζεται σε πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί στην Ελλάδα από πιστωτικά ή συγκεκριμένα χρηματοδοτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται εντός της Ε.Ε. Συνοπτικά, οι προϋποθέσεις έγκυρης μεταβίβασης είναι οι ακόλουθες:

  • Έγγραφος Τύπος: Ο νόμος αναφέρει -ίσως πλεοναστικά- σε δύο σημεία ότι η μεταβίβαση πιστώσεων γίνεται με «έγγραφη σύμβαση» αλλά και ότι η σύμβαση υπόκειται σε «συστατικό έγγραφο τύπο».
  • Ανάθεση διαχείρισης: Για να είναι ισχυρή η μεταβίβαση θα πρέπει να έχει ανατεθεί η διαχείριση των προς μεταβίβαση απαιτήσεων σε διαχειριστή πιστώσεων δυνάμει σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης που έχει υπογραφεί μεταξύ του αγοραστή και διαχειριστή πιστώσεων.
  • Πρόσκληση διακανονισμού: Προκειμένου να μπορούν να διατεθούν προς πώληση απαιτήσεις από μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα οποία δανειολήπτης είναι καταναλωτής θα πρέπει να έχουν προσκληθεί ο δανειολήπτης και ο εγγυητής εντός 12 μηνών πριν από την προσφορά και να έχουν διακανονίσει τις οφειλές βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών.
  • Καταχώριση της μεταβίβασης: Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης πρέπει να καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν 2844/2000.
  • Αναγγελία της καταχώρισης: Θα πρέπει να γίνει αναγγελία της καταχώρισης προς τους οφειλέτες και εγγυητές από τον διαχειριστή πιστώσεων με κάθε πρόσφορο γραπτό μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας.

Αναφορικά με τις ανωτέρω προϋποθέσεις δεν παρατηρούνται ιδιαίτερες αλλαγές σε σχέση με το προϊσχύσαν πλαίσιο.

Μία από αυτές είναι ότι η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης θα πρέπει πλέον, πέρα από την κοινοποίηση εκ μέρους του διαχειριστή στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός 10 ημέρων από την υπογραφή, να δημοσιευθεί και αυτή στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν 2844/2000, όπως συμβαίνει και αντίστοιχα στις συμβάσεις ανάθεσης διαχείρισης του άρθρο 10 του Ν 3156/2003 για τις τιτλοποιήσεις. Παράλληλα, υποχρέωση ενημέρωσης προς την Τράπεζα της Ελλάδος για την ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων έχει πλέον και ο αγοραστής πιστώσεων -τουλάχιστον ως προς την ταυτότητα και τα στοιχεία του διαχειριστή.

Επιπλέον, μία αλλαγή, η οποία ενδέχεται να δημιουργήσει κάποια ερμηνευτική δυσκολία, είναι ότι πλέον στο άρθρο 21 παρ. 6 του Ν 5072/2023 προβλέπεται ότι πρέπει «να έχουν προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής […] πριν από την προσφορά και να έχουν διακανονίσει τις οφειλές». Αντίθετα, η αντίστοιχη πρόβλεψη του Ν 4354/2015 όριζε ότι «αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια [..] είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής […] πριν από την προσφορά […] να διακανονίσει τις οφειλές του». Θα ήταν βέβαια άτοπο να θεωρήσει κανείς ότι θα πρέπει να έχει επέλθει διακανονισμός για το σύνολο του μη εξυπηρετούμενο χαρτοφυλακίου για να μπορέσει να γίνει η μεταβίβαση. Το πιο λογικό είναι να θεωρήσουμε ότι έχει πληρωθεί η υποχρέωση αυτή, εφόσον έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει επέλθει και διακανονισμός της οφειλής.

Περαιτέρω, ο νόμος θέτει δύο νέες υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία της μεταβίβασης.

Η πρώτη είναι αυτή της παρ. 1 του άρθρου 20 του Ν 5072/2023, η οποία ορίζει ότι «κατά τις διαπραγματεύσεις για τη μεταβίβαση πιστώσεων, κάθε πιστωτικό ίδρυμα […] παρέχει στον υποψήφιο αγοραστή πιστώσεων την αναγκαία πληροφόρηση σχετικά με τις υπό μεταβίβαση πιστώσεις και, κατά περίπτωση, τις εξασφαλίσεις, προκειμένου να είναι σε θέση να διενεργήσει τη δική του αποτίμηση όσον αφορά στην αξία των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης και τις πιθανότητες ανάκτησης της αξίας της εν λόγω σύμβασης, προτού συνάψει σύμβαση για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων του πιστωτή που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση, εξασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία των πληροφοριών που γνωστοποιεί το ανωτέρω ίδρυμα και την εμπιστευτικότητα των επιχειρηματικών δεδομένων». Η υποχρέωση εξυπηρετεί διττό σκοπό. Αφενός να διασφαλίσει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν πληροφόρηση στους υποψήφιους αγοραστές για την αποτίμηση του υπό μεταβίβαση χαρτοφυλακίου και αφετέρου ότι διασφαλίζεται η προστασία των πληροφοριών και η εμπιστευτικότητα των επιχειρηματικών δεδομένων. Στην πράξη, βέβαια, τα πιστωτικά ιδρύματα ακολουθούσαν αυτή την πρόβλεψη ήδη πριν τον νέο νόμο, καθώς στο πλαίσιο της συναλλαγής είναι απαραίτητο να γίνει ο σχετικός νομικός, χρηματοοικονομικός και τεχνικός έλεγχος (due diligence) από τον υποψήφιο αγοραστή για να αποτιμήσει το χαρτοφυλάκιο και να υποβάλει την οικονομική του πρόταση. Έτσι το πιστωτικό ίδρυμα έδινε πρόσβαση στα σχετικά δεδομένα. Η πρόσβαση αυτή, μάλιστα, δίνεται συνήθως υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις ασφάλειας και εμπιστευτικότητας. Για παράδειγμα, στις συναλλαγές αυτές είθισται πρώτα να υπογράφεται μία σύμβαση εμπιστευτικότητας και τα σχετικά δεδομένα να δίνονται μέσω ενός virtual data room (VDR), στο οποίο πρόσβαση έχουν συγκεκριμένα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα να διενεργήσουν τους σχετικούς ελέγχους.

Η δεύτερη αφορά τόσο τον πωλητή όσο και τον αγοραστή πιστώσεων σε περίπτωση περαιτέρω μεταβίβασης, οι οποίοι υποχρεούνται σε εξαμηνιαία βάση -ή σε τριμηνιαία κατά περίπτωση- να γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος στοιχεία αναφορικά με τις εκάστοτε πιστώσεις που μεταβιβάζουν.

Από τα ανωτέρω, φαίνεται, επομένως, ότι, όσον αφορά την διαδικασία της μεταβίβασης πιστώσεων ο νέος νόμος δεν απομακρύνθηκε ουσιαστικά από το προηγούμενο καθεστώς, απλώς προέβλεψε ρητά ορισμένα ζητήματα που μέχρι στιγμής προέκυπταν είτε από την πρακτική είτε ερμηνευτικά κυρίως μέσω της συστηματικής ερμηνείας με τις λοιπές διατάξεις της νομοθεσίας και ειδικότερα αυτές του τραπεζικού δικαίου. Φυσικά, η προσπάθεια αυτή της ρητής αποτύπωσης των υποχρεώσεων και προϋποθέσεων είναι αρκετά σημαντική καθώς προσδίδει αυξημένη ασφάλεια δικαίου, ειδικά στην περίπτωση τέτοιων συναλλαγών με αυξημένο οικονομικό αλλά και κοινωνικό ενδιαφέρον.

*Ο κ. Τάσος Καλέργης είναι Νομικός Σύμβουλος του Χρηματιστήριου Αθηνών και Υπ. Διδάκτωρ Νομικής ΔΠΘ.


Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Η συναλλαγή της πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από πιστώσεις κατά τον Ν 5072/2023

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -