fbpx

Όταν το κέρδος «διασταυρώνεται» με τη Δικαιοσύνη: Τα όρια της συμμετοχής επενδυτών σε δικηγορικές εταιρείες

Η απόφαση Halmer Rechtsanwaltsgesellschaft καταδεικνύει πώς το ενωσιακό δίκαιο σε θέματα θεμελιωδών ελευθεριών δεν λειτουργεί μονοσήμαντα: παρότι ενθαρρύνει την επαγγελματική ελευθερία και το άνοιγμα των αγορών, επιτρέπει στα κράτη-μέλη να προβλέπουν αυστηρούς περιορισμούς.

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω των κανόνων για την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ αντιστοίχως), έχει ενθαρρύνει εν πολλοίς τη σταδιακή φιλελευθεροποίηση διαφόρων επαγγελμάτων, επιδιώκοντας το λεγόμενο «άνοιγμα» των αγορών. Η τάση αυτή δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο το δικηγορικό επάγγελμα, το οποίο παραδοσιακά χαρακτηρίζεται ως δημόσιο λειτούργημα με ιδιαίτερους κανόνες δεοντολογίας και επαγγελματικές υποχρεώσεις, που αποσκοπούν στην ανεξάρτητη και αμερόληπτη εκπλήρωση της αποστολής του. Ανακύπτει συνεπώς το ερώτημα: σε ποιο βαθμό μπορούν τα κράτη-μέλη να θέτουν περιορισμούς στη δυνατότητα συμμετοχής τρίτων –ιδίως αμιγώς χρηματοοικονομικών επενδυτών– στο κεφάλαιο δικηγορικών εταιρειών, χωρίς να παραβιάζουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ένωσης;

Η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση Halmer Rechtsanwaltsgesellschaft (CJUE 19 Δεκ. 2024, C-295/23) επιβεβαίωσε ότι μια τέτοια απαγόρευση, ή έστω ένας σημαντικός περιορισμός στη συμμετοχή καθαρά οικονομικών επενδυτών είναι κατ’ αρχήν συμβατός με το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Το ίδιο το ΔΕΕ, σε προγενέστερες αποφάσεις του, είχε προσδιορίσει ότι η «προστασία της ανεξαρτησίας των δικηγόρων» επιτρέπει ορισμένες εξαιρέσεις από την ενιαία εσωτερική αγορά (βλ. ιδίως ΔΕΕ, Wouters, C-309/99, EU:C:2002:98).

Νομολογιακές αφετηρίες και εθνική εμπειρία

Τόσο σε επίπεδο ΕΕ, όσο και σε εθνικό επίπεδο, έχουν προκύψει ουσιαστικές διαφορές γύρω από τους αναγκαίους ή μη περιορισμούς. Στην ελληνική έννομη τάξη, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έχει αρκετές φορές κληθεί να κρίνει τη συνταγματικότητα νομοθετικών ρυθμίσεων, που αφορούν το λεγόμενο «άνοιγμα των επαγγελμάτων», εξετάζοντας, αν αυτές είναι συμβατές με το εθνικό Σύνταγμα αλλά και το ενωσιακό δίκαιο. Ενδεικτικά, ανέκυψαν ζητήματα σε υποθέσεις σχετικές με βυτιοφόρα (π.χ. ΣτΕ 1664-6/2011), ή με τη λειτουργία φαρμακείων (π.χ. Στε 203/2020 και 207/2020), στις οποίες προέκυψε ένταση ανάμεσα στην επαγγελματική ελευθερία και σε τυχόν όρους, που επέβαλε ο νομοθέτης με επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος.

Μια Γερμανική δικηγορική εταιρεία διεγράφη από τον αρμόδιο Δικηγορικό Σύλλογο, διότι το πλειοψηφικό της πακέτο μετοχών αποκτήθηκε από μια Αυστριακή εταιρεία επενδύσεων, που είχε αποκλειστικά οικονομικό ενδιαφέρον, χωρίς καμία υποχρέωση ή πρόθεση άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος

Ανάλογος προβληματισμός αναφύεται γύρω από το δικηγορικό επάγγελμα. Ήδη το ΔΕΕ είχε κρίνει (βλ. ΔΕΕ, Commission κατά Ιταλίας, C-531/06, EU:C:2009:315) ότι τα κράτη-μέλη δεν μπορούν να θέτουν περιορισμούς άνευ σοβαρής αιτιολόγησης στο δικαίωμα ελεύθερης μεταβίβασης κεφαλαίων. Ωστόσο, το ίδιο όργανο έχει επανειλημμένως αποδεχθεί ότι ένα μέτρο που περιορίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή την ελεύθερη εγκατάσταση είναι δικαιολογημένο, εάν εξυπηρετεί επιτακτικές ανάγκες δημοσίου συμφέροντος, ιδιαίτερα αν αποσκοπεί στην προστασία της ανεξαρτησίας των οικείων επαγγελματιών (πρβλ. και ΔΕΕ, Wouters, όπ.π.).

Η πρόσφατη απόφαση C-295/23 και η «σύγκρουση» με επενδυτικούς φορείς

Στην υπόθεση Halmer Rechtsanwaltsgesellschaft, η οποία εκδόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2024, κατόπιν αίτησης προδικαστικής απόφασης, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το ζήτημα ετέθη με ιδιαίτερη σαφήνεια: μια Γερμανική δικηγορική εταιρεία διεγράφη από τον αρμόδιο Δικηγορικό Σύλλογο, διότι το πλειοψηφικό της πακέτο μετοχών αποκτήθηκε από μια Αυστριακή εταιρεία επενδύσεων, που είχε αποκλειστικά οικονομικό ενδιαφέρον, χωρίς καμία υποχρέωση ή πρόθεση άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Η βάση της διαγραφής υπήρξε το γερμανικό νομικό πλαίσιο, το οποίο επιτρέπει μεν τη συμμετοχή σε δικηγορικές εταιρίες μόνο σε δικηγόρους, ή ορισμένους άλλους επαγγελματίες (π.χ. φοροτεχνικούς, ορκωτούς ελεγκτές), αλλά απαγορεύει τη συμμετοχή αμιγώς χρηματοοικονομικών επενδυτών.

Η εταιρεία προσέφυγε στα εγχώρια δικαστήρια, επικαλούμενη κυρίως την ελευθερία εγκατάστασης (άρθρο 49 ΣΛΕΕ) και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων (άρθρο 63 ΣΛΕΕ), καθώς και τη νομοθεσία για τις υπηρεσίες (Οδηγία 2006/123/ΕΚ). Το ΔΕΕ, εξετάζοντας τη ρύθμιση, δέχθηκε ότι πράγματι υφίσταται περιορισμός των εν λόγω ελευθεριών, ο οποίος όμως μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Καίριο στοιχείο υπήρξε η διαπίστωση πως η προστασία της ανεξαρτησίας των δικηγόρων συνιστά επιτακτικό σκοπό, καθώς οι δικηγόροι ασκούν νευραλγικό ρόλο στη λειτουργία της δικαιοσύνης. Οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή –ιδίως από επενδυτή με αποκλειστικό γνώμονα το οικονομικό όφελος– θα μπορούσε να υπονομεύσει τη θεμελιώδη υποχρέωση ακεραιότητας και αφοσίωσης στο συμφέρον του εντολέα και, κατ’ επέκταση, στην εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης.

Η αιτιολόγηση και η εξέταση της αναλογικότητας

Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, το ΔΕΕ εφάρμοσε τη μεθοδολογία που ακολουθεί συχνά στη νομολογία του: πρώτον, εντοπίζεται αν υπάρχει περιορισμός σε θεμελιώδεις ελευθερίες (εδώ: αδιαμφισβήτητα υπάρχει). Δεύτερον, εξετάζεται αν συντρέχει θεμιτός σκοπός. Τρίτον, κρίνεται αν ο περιορισμός είναι κατάλληλος και αναγκαίος για την εξυπηρέτηση του σκοπού, ήτοι αν τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η διάταξη που αποκλείει τους καθαρά χρηματοοικονομικούς επενδυτές, εξυπηρετεί τον θεμιτό σκοπό της αποτροπής εξωτερικών επιρροών, που θα έθεταν σε κίνδυνο την ελευθερία του δικηγόρου. Παρόλο που μια δικηγορική εταιρεία θα μπορούσε θεωρητικά να επιβάλει αυστηρές ρήτρες στο καταστατικό της, το ΔΕΕ έκρινε ότι παραμένει σημαντικός ο κίνδυνος έμμεσων οικονομικών πιέσεων (π.χ. απειλές περί απόσυρσης επένδυσης). Επομένως, η παντελής απαγόρευση συμμετοχής επενδυτών «μη συναφών» με το αντικείμενο της δικηγορίας μπορεί να θεωρηθεί αναλογική, ιδίως αν δεν υπάρχει ηπιότερο μέτρο που να διασφαλίζει την ίση προστασία της ανεξαρτησίας.

Παρόλο που μια δικηγορική εταιρεία θα μπορούσε θεωρητικά να επιβάλει αυστηρές ρήτρες στο καταστατικό της, το ΔΕΕ έκρινε ότι παραμένει σημαντικός ο κίνδυνος έμμεσων οικονομικών πιέσεων (π.χ. απειλές περί απόσυρσης επένδυσης)

Η προσέγγιση του ΔΕΕ είναι συμβατή με προγενέστερες αποφάσεις, στις οποίες το Δικαστήριο είχε θεωρήσει ότι συγκεκριμένοι περιορισμοί, όταν άπτονται της ουσίας της αποστολής ενός ρυθμιζόμενου επαγγέλματος, βρίσκονται εντός των ορίων που θέτει το ενωσιακό δίκαιο. Ενδεικτικώς, βλ. Reisebüro Broede (C-3/95, EU:C:1996:487), στην οποία είχε τονιστεί η προστασία των δικηγόρων.

Καταληκτικές σκέψεις

Η απόφαση Halmer Rechtsanwaltsgesellschaft καταδεικνύει πώς το ενωσιακό δίκαιο σε θέματα θεμελιωδών ελευθεριών δεν λειτουργεί μονοσήμαντα: παρότι ενθαρρύνει την επαγγελματική ελευθερία και το άνοιγμα των αγορών, επιτρέπει στα κράτη-μέλη να προβλέπουν αυστηρούς περιορισμούς, αρκεί να μπορούν να αποδείξουν ότι το μέτρο είναι αναγκαίο και αναλογικό, σε σχέση με την προστασία ενός υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος. Στην προκειμένη περίπτωση, το δημόσιο λειτούργημα του δικηγόρου και η προστασία της ανεξαρτησίας του κρίθηκαν ως αποφασιστικής σημασίας παράμετροι, για την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, η καθ’ όλα γενική απαγόρευση συμμετοχής καθαρών επενδυτών κρίθηκε δικαιολογημένη.

Το δικηγορικό επάγγελμα δεν είναι το μόνο ρυθμιζόμενο επάγγελμα σε εθνικό ή Ευρωπαϊκό επίπεδο. Ανάλογες συζητήσεις έχουν προκύψει για τους φαρμακοποιούς ή για τους συμβολαιογράφους, καθώς και για επαγγέλματα που υπόκεινται σε ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους αδειοδότησης. Η προαναφερθείσα απόφαση θα μπορούσε να παράσχει τη βάση για το επιχείρημα ότι η απαγόρευση αμιγώς χρηματοοικονομικών επενδυτών μπορεί να επεκταθεί σε κάθε επάγγελμα αναγκαίο για την εύρυθμη λειτουργία της Πολιτείας, εφόσον τεκμηριώνεται ο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων, ή οικονομικής πίεσης, που θα αλλοίωνε τον πυρήνα του επαγγέλματος.

Η συλλογιστική αυτή δεν αποκλείεται να αξιοποιηθεί και σε μελλοντικές υποθέσεις, καθώς στον σύγχρονο κόσμο πολλά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα αναζητούν κεφάλαια από φορείς, που συχνά επιδιώκουν ταχεία οικονομική απόδοση

Συνεπώς, η συλλογιστική αυτή δεν αποκλείεται να αξιοποιηθεί και σε μελλοντικές υποθέσεις, καθώς στον σύγχρονο κόσμο πολλά ρυθμιζόμενα επαγγέλματα αναζητούν κεφάλαια από φορείς, που συχνά επιδιώκουν ταχεία οικονομική απόδοση. Τα επιμέρους κράτη-μέλη καλούνται να σταθμίσουν, με βάση τους συνταγματικούς τους κανόνες και το ενωσιακό δίκαιο, πώς θα επιτύχουν μια ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, αφενός, και την προστασία της δικηγορικής ακεραιότητας και του δημοσίου συμφέροντος, αφετέρου. Εν τέλει, η νομολογία υπενθυμίζει ότι εθνικές ρυθμίσεις, οι οποίες αποσκοπούν στη διατήρηση υψηλού επιπέδου ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας ενός κλάδου, δεν αντιβαίνουν a priori στο ενωσιακό κεκτημένο. Αρκεί η κάθε ρύθμιση να τεκμηριώνεται με βάση τις προδιαγεγραμμένες αρχές της αναλογικότητας και της μη διακρίσεως.

Με τον τρόπο αυτό, η έννοια της φιλελευθεροποίησης και του ανταγωνισμού παραμένει εντός του Ευρωπαϊκού πλαισίου, αλλά τα κράτη-μέλη διατηρούν το δικαίωμα –και την ευθύνη– να αποτρέπουν μορφές επιχειρηματικής συμμετοχής, που θα εξέθεταν ορισμένα επαγγέλματα σε εξωγενείς πιέσεις, ασύμβατες με τον χαρακτήρα τους, ως θεσμικού μοχλού προάσπισης του δημοσίου συμφέροντος.

  • Ο Δρ. Αναστάσιος Παυλόπουλος είναι Δικηγόρος-Adjunct Lecturer/Public Law.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -