fbpx

Παρατηρήσεις στις βασικές ποινικές δικονομικές διατάξεις του πρόσφατου νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης

Οι υπό ψήφιση αλλαγές -σχεδόν στο σύνολό τους- περισσότερο δημιουργούν παρά επιλύουν προβλήματα

Χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά

Δείτε επίσης

* Του Αθανάσιου Ζαχαριάδη

* Της Αικατερίνης Μαρουλάκη

Ι. Μετά την ψήφιση του προτεινόμενου νομοσχεδίου η ποινική δικαιοσύνη της χώρας μας πρόκειται να αλλάξει πλήρως φυσιογνωμία. Είναι ήδη γνωστό και πολλαπλώς κατακριτέο, ότι τα τελευταία έτη έχει μεσολαβήσει ένα πλήθος τροποποιήσεων τόσο του Ποινικού Κώδικα όσο και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ωστόσο, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, όλοι οι νόμοι συνιστούσαν προϊόν επιστημονικής επεξεργασίας και διαπνέονταν από πνεύμα προοδευτικό (με εξαίρεση τις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις του Ν 4855/2021).

Στον αντίποδα αυτών, οι ήδη «ταλαιπωρημένοι» ποινικοί κώδικες αποτέλεσαν αυτή τη φορά πεδίο εκτόνωσης της κυβερνητικής εξουσίας, υπό πρωτόγνωρες όμως συνθήκες. Οι υπό ψήφιση αλλαγές -σχεδόν στο σύνολό τους- περισσότερο δημιουργούν παρά επιλύουν προβλήματα. Τούτο καθώς επαναφέρουν προβλέψεις αναχρονιστικές και ασυμβίβαστες με τον νομικό μας πολιτισμό και την υφιστάμενη υπερνομοθετικής ισχύος έννομη τάξη. Οι ίδιες διατάξεις στερούνται των ουσιαστικών θεμελίων που απαιτούνται για τη θέσπιση νόμου, ενώ φαίνεται να έχουν κυριολεκτικά κυβερνητική κυοφορία.

«Οι νόμοι δεν πρέπει να ταυτίζονται με την εκάστοτε πολιτική διακυβέρνηση, αλλά να παράγονται με αποκλειστικό γνώμονα την προώθηση της δικαιοσύνης ανεξαρτήτως ηγεσίας»

Ειδικότερα, είναι προφανές, ότι, εν τη γενέσει τους, οι νόμοι δεν πρέπει να ταυτίζονται με την εκάστοτε πολιτική διακυβέρνηση, αλλά να παράγονται με αποκλειστικό γνώμονα την προώθηση της δικαιοσύνης ανεξαρτήτως ηγεσίας. Αυτός είναι ο μοναδικός ενδεδειγμένος τρόπος νομοθέτησης και για τον λόγο αυτό ο ορισμός επιστημονικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την εκπλήρωσή του αποτελεί συστατική προϋπόθεση (βλ. άρθρα 57 επ. Ν 4622/2019 περί της Καλής Νομοθέτησης). Οι συνέπειες της επικρινόμενης παράκαμψης οξύνονται έτι περαιτέρω, καθώς το υπό ψήφιση νομοσχέδιο αφορά ολόκληρο τον βασικό κορμό της ποινικής δικαιοσύνης, μεταβάλλοντας -επί τα χείρω- ακόμα και τις από πολλά χρόνια καθιερωμένες συνθήκες.

ΙΙ. Εδώ και πολλές δεκαετίες η «επιτάχυνση» της ποινικής διαδικασίας έχει αποτελέσει στόχο για την εκάστοτε ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ενόψει και των πολλαπλών καταδικών της χώρας μας από το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Η πραγματική δυσχέρεια του διακυβεύματος έγκειται στην υλοποίησή του με την ταυτόχρονη διάσωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και την επίτευξη μιας δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Την προσπάθεια συγκερασμού των δύο πόλων φαίνεται να απαξιώνει πλήρως η προς ψήφιση νομοθεσία, καθώς δι’ αυτής επιδιώκεται η -πάσει θυσία- επιτάχυνση της διαδικασίας ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και η παρακώλυση (εν είδει αποτροπής) της διεξαγωγής της (βλ. αύξηση παραβόλων και δικαστικών εξόδων, ευχέρεια στην απόρριψη των μηνύσεων ή των εγκλήσεων, γενναία αύξηση των ορίων του εκκλητού κλπ.).

Ακολουθεί μια εντελώς ενδεικτική αναφορά δικονομικών διατάξεων, ο σχολιασμός των οποίων αρκεί για να μεταφερθεί το πνεύμα του νέου νομοσχεδίου:

1. Τρόπος παραπομπής στο ακροατήριο: κατά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, τον βασικό τρόπο παραπομπής των αδικημάτων στο ακροατήριο αποτελεί η έκδοση βουλεύματος, έναντι της απευθείας κλήσεως (άρθρο 308 παρ. 1, 3 ΚΠΔ). Ειδικότερα, σε επίπεδο κακουργημάτων, η παραπομπή με απευθείας κλήση του άρθρου 309 ΚΠΔ επιτρέπεται σήμερα μόνο κατ’ εξαίρεση και για συγκεκριμένα ρητώς κατονομαζόμενα αδικήματα, όπου κατά βάση η έλλειψη ιδιαίτερων αποδεικτικών προβλημάτων εξηγεί ενδεχομένως τον παραμερισμό των δικαστικών συμβουλίων. Αντίθετα, με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προτείνεται η αναγωγή της εξαίρεσης σε κανόνα με κριτήρια που άλλοτε δεν γίνονται αντιληπτά (βλ. υπαγωγή όλων αδιακρίτως των κακουργημάτων των ειδικών ποινικών νόμων στον κατάλογο του άρθρου 309 ΚΠΔ) και άλλοτε δυστυχώς γίνονται (βλ. την προσθήκη στο άρθρο 309 ΚΠΔ των κακουργημάτων του 13ου και 14ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του ΠΚ με τη διευκρίνιση ότι «η ίδια διαδικασία περάτωσης της ανάκρισης για τα ανωτέρω εγκλήματα, εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διεξαγωγής της σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 28» φωτογραφίζοντας έτσι εκκρεμή δικογραφία που βρίσκεται σε εξέλιξη). Χαρακτηριστικό δε της προχειρότητας κατά τη σύνταξη του νομοσχεδίου συνιστά το γεγονός ότι προτείνεται μεν η διαγραφή των λέξεων «κατ’ εξαίρεση» από το κείμενο της παρ. 1 του άρθρου 309 ΚΠΔ (καθώς οι συντάκτες του προφανώς συναισθάνθηκαν τη μετατροπή της πάλαι ποτέ εξαίρεσης σε κανόνα), όχι όμως και από τον ίδιο τίτλο του παραπάνω άρθρου όπου εξακολουθεί να γίνεται λόγος για «περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’ εξαίρεση».

Η συρρίκνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων «δικαιολογείται» (γιατί σίγουρα δεν αιτιολογείται) με την σκέψη, ότι θα εξοικονομηθεί ο χρόνος (κάποιοι μήνες!) που δαπανάται για την επεξεργασία της υπόθεσης από τα συμβούλια. Μια διαδικασία, εξάλλου, που, εν αντιθέσει με παλαιότερα, δεν είναι πλέον πολυτελής και δεν περιλαμβάνει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή την άσκηση ενδίκων μέσων (πλην μιας περιορισμένης ως προς τους λόγους της έφεσης). Εκτός των σημαντικών στατιστικών που αναδείχτηκαν (βλ. Σεβαστίδη Χαρ., Η συμβολή της ενδιάμεσης διαδικασίας στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης και ο εγγυητικός της ρόλος, ΝοΒ 2021, σελ. 250 επ.), υπάρχει ένα πλήθος λογικών και εμπειρικών δεδομένων που προδικάζουν την αποτυχία της συγκεκριμένης επιλογής. Είναι δε προφανές, ότι οι λίγοι μήνες που καθυστερεί μια υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο λειτουργεί ως φίλτρο για τη μείωση των υποθέσεων που παραπέμπονται αναίτια στο ακροατήριο, αποτελεί ένα ασήμαντο χρονικό μέγεθος μπροστά στα πολλά έτη που μεσολαβούν μέχρις ότου προσδιοριστούν και, εν τέλει, εκδικαστούν οι κακουργηματικής φύσεως υποθέσεις (μετά από αρκετές αυτεπαγγέλτως χορηγούμενες αναβολές «λόγω ωραρίου»). Απασχόλησε άραγε τους άγνωστους συντάκτες του νομοσχεδίου πόσος χρόνος θα απαιτείται εφεξής για την επιτυχή ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας χωρίς την προηγούμενη επεξεργασία του ανακριτικού υλικού από το δικαστικό συμβούλιο; Το πρόβλημα οξύνεται με την ταυτόχρονη μεταβολή στον χώρο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και την επιλογή των μονοπρόσωπων δικαστηρίων ως βασικό πλέον σχήμα για την εκδίκαση των υποθέσεων σε πρώτο βαθμό.

«Η συρρίκνωση της ενδιάμεσης διαδικασίας των συμβουλίων «δικαιολογείται» (γιατί σίγουρα δεν αιτιολογείται) με την σκέψη, ότι θα εξοικονομηθεί ο χρόνος (κάποιοι μήνες!) που δαπανάται για την επεξεργασία της υπόθεσης από τα συμβούλια»

Κλείνοντας το ζήτημα αυτό, σχηματικά λεκτέα τα εξής: με τις προτεινόμενες αλλαγές η απευθείας κλήση στο ακροατήριο ανάγεται σε βασικό τρόπο παραπομπής τόσο των πλημμελημάτων όσο και των κακουργημάτων. Σε επίπεδο πλημμελημάτων, το (όχι εν προκειμένω νέο) μοντέλο παραπομπής, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη (το πρώτον) υπαγωγή της πλειοψηφίας τους στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, θα οδηγήσει στην εκδίκαση υποθέσεων χωρίς την προηγούμενη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και χωρίς τη δυνατότητα προσφυγής του άρθρου 322 ΚΠΔ. Αντίστοιχα, σε επίπεδο κακουργημάτων, η επιλογή της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης με απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 ΚΠΔ στερεί από τον κατηγορούμενο -αλλά και από τους εισαγγελείς- τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων. Η κατάργηση όλων των φίλτρων της προδικασίας, όπως ήδη εκτέθηκε, έχει ως αυτονόητη συνέπεια την μειωμένη –έως ανύπαρκτη- προηγούμενη επεξεργασία του αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης, βάρος που θα μετακυλήσει πλέον στο δικάζον δικαστήριο. Η κοινή προδιαγεγραμμένη πορεία τόσο για τα πλημμελήματα όσο και για τα κακουργήματα μοιάζει μονόδρομος: αθρόα παραπομπή όλων των αδικημάτων στο ακροατήριο και επιβάρυνση των ήδη επιβαρυμένων πινακίων. Συμπερασματικά, οι προτεινόμενες αλλαγές ενδεχομένως να επιφέρουν ακόμα και επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, ενώ με βεβαιότητα την αποψιλώνουν από πλήθος διαδικαστικών εγγυήσεων, άμεσα συνυφασμένων με τον δίκαιο χαρακτήρα της ποινικής δίκης.

2. Αρμοδιότητα καθ’ ύλην: υπενθυμίζεται και τίθεται προς αξιολόγηση το γεγονός πως μόλις πριν από λίγα χρόνια, το έτος 2019, με την ψήφιση των νέων Κωδίκων, επιλογή του νομοθέτη αποτέλεσε η πλήρης κατάργηση του εν λόγω δικαστηρίου. Ακολούθως, με το N 4637/2019, αποφασίστηκε η επαναφορά του με την ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση της ύλης του (συγκριτικά με τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ), ενώ με το N 4855/2021 διευρύνθηκε ελαφρώς η υλική του αρμοδιότητα. Με μία κουβέντα μπορεί να ειπωθεί ότι η αρχική επιδίωξη του νέου ΚΠΔ για εκσυγχρονισμό του δικαστικού συστήματος και ευθυγράμμισή του με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά δεδομένα[1] μετριάστηκε με τις επόμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Εντούτοις, σε καμία νομοπαρασκευαστική επιτροπή, συχνά αποτελούμενες μάλιστα και από εκπροσώπους του δικαστικού κλάδου, δεν τέθηκε το ζήτημα αναγωγής του μονομελούς δικαστηρίου σε βασικό δικαστικό σχηματισμό εκδίκασης των υποθέσεων. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το υπό ψήφιση νομοσχέδιο -και ως προς το στοιχείο αυτό- εισηγείται μια καινοφανή -εντός και εκτός Ελλάδος!- συνθήκη.

Ο κανόνας των πολυπρόσωπων δικαστικών σχηματισμών (έρεισμα του οποίου αποτελεί το άρθρο 97 του Συντάγματος) σε μια δικαιοκρατούμενη πολιτεία (πρέπει να) συνιστά δεδομένη κατάκτηση. Τούτο διότι συμβάλλει στην ορθοκρισία των δικαστών, μειώνει τις πιθανότητες δικαστικής πλάνης, ενισχύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα λήψης των αποφάσεων και, μέσω της διάσκεψης, δημιουργεί συνθήκες για την απόκτηση εμπειρίας των νεότερων δικαστικών λειτουργών. Πέραν τούτων, όμως, η εντύπωση ότι η πρόταξη του Μονομελούς δικαστηρίου θα οδηγήσει σε επιτάχυνση της διαδικασίας προβληματίζει και από πρακτικής απόψεως: πώς θα υλοποιηθεί ο προαναφερθείς στόχος χωρίς την ταυτόχρονη αύξηση των υπηρετούντων εισαγγελικών λειτουργών και γραμματέων, αλλά και την αναπροσαρμογή των δικαστικών υποδομών, πρωτίστως δε την αύξηση των αιθουσών, των οποίων ο περιορισμός μάλιστα αναμένεται (βλ. νέο χάρτη δικαστηρίων – σύμπτυξη πρωτοδικείων, κατάργηση εφετείων κλπ.);

«Σε καμία νομοπαρασκευαστική επιτροπή, συχνά αποτελούμενες μάλιστα και από εκπροσώπους του δικαστικού κλάδου, δεν τέθηκε το ζήτημα αναγωγής του μονομελούς δικαστηρίου σε βασικό δικαστικό σχηματισμό εκδίκασης των υποθέσεων»

Περαιτέρω, η σε δεύτερο βαθμό εκδίκαση των υποθέσεων τόσο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου από το Μονομελές Εφετείο όσο και του Τριμελούς Εφετείου από το ίδιο (ισόβαθμο και ομοειδές!) δικαστήριο, συνεδριάζον απλώς με αρχαιότερο Πρόεδρο (καθώς το Πενταμελές Εφετείο καταργείται!) είναι εξαιρετικά προβληματικές. Ειδικότερα, δοκιμάζεται η έννοια του ανώτερου δικαστηρίου (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) και ελέγχεται η δυνατότητα επίτευξης του λειτουργικού του προορισμού. Τέλος, η ελλειπτική διατύπωση ορισμένων διατάξεων, σε συνδυασμό με την απουσία -έστω δια της Αιτιολογικής Έκθεσης- αποσαφήνισής τους, αναμένεται να προκαλέσουν πρακτικά προβλήματα (λ.χ. στον τρόπο και τον χρόνο προσδιορισμού της «αρχαιότητας» του προέδρου, στην διαδικασία κλήρωσης των συνθέσεων κ.α.).

3. Αναβολή 349 ΚΠΔ: η πρόβλεψη περί χορήγησης μιας μόνον αναβολής και κατ’ εξαίρεση μιας δεύτερης (ισχύον άρθρο 349 παρ. 2Α ΚΠΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 41 του N 4947/2022) έχει ήδη δοκιμαστεί στην πράξη και δεν φαίνεται να έχει επιτύχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Απολύτως συνοπτικά επισημαίνεται, ότι η εν λόγω ρύθμιση δεν συμβαδίζει με την αρχή «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα», ενώ αντιστρατεύεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε εκπροσώπηση από συνήγορο της επιλογής του.

Τρεις παρατηρήσεις κρίνονται αναγκαίες: πρώτον, δεν επιλύονται οι γνωστές δυσχέρειες που συνεφέλκεται η εφαρμογή της διάταξης σε περιπτώσεις πολυπρόσωπων δικών – δεύτερον, μοιάζει να επιβάλλεται «πρόστιμο» -εν είδει «αναβολόσημου»- για την περίπτωση που δικαίως υποβάλλεται το αίτημα αναβολής και τελικά το δικαστήριο κρίνει υπέρ της χορήγησής της – τρίτον, δεν γίνεται πρακτικά αντιληπτή η στόχευση της διάταξης, ιδίως σε επίπεδο κακουργημάτων (όπου πράγματι παρουσιάζεται οξύτερο το πρόβλημα της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης), δεδομένου ότι στα μεγάλα Εφετεία της χώρας το ήμισυ περίπου των προσδιορισμένων υποθέσεων αναβάλλεται «λόγω ωραρίου». Συνεπώς, η μετά από δικαστική κρίση χορήγηση αναβολής στην πραγματικότητα καθόλου δεν απαλλάσσει το Δικαστήριο από την εκδίκαση υποθέσεων εντός του ωραρίου του, παρά του παραχωρεί τη δυνατότητα διαχείρισης του διαθέσιμου χρόνου με την παράλληλη εξυπηρέτηση των αναγκών των διαδίκων.

«Η πρόβλεψη περί χορήγησης μιας μόνον αναβολής και κατ’ εξαίρεση μιας δεύτερης δεν συμβαδίζει με την αρχή «ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα», ενώ αντιστρατεύεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε εκπροσώπηση από συνήγορο της επιλογής του»

4. Μάρτυρες στην ποινική δίκη: στον χώρο της απόδειξης, μεταξύ άλλων, κρίσιμη είναι η προσθήκη της παρ. 5 στο άρθρο 215 ΚΠΔ (άρθρο 63 του νομοσχεδίου) και η τροποποίηση του άρθρου 500 ΚΠΔ (άρθρο 81 του νομοσχεδίου).

Η πρώτη εξ αυτών τυποποιεί ως κανόνα τη μη κλήτευση των αστυνομικών και λοιπών προανακριτικών υπαλλήλων που κατέθεσαν ενόρκως στην προδικασία, για την υποκατάσταση των οποίων το δικαστήριο θα αρκείται στην ανάγνωση των καταθέσεών τους. Η εν λόγω πρόβλεψη δεν συμβαδίζει με τις βασικές αρχές της ποινικής δίκης (αρχή προφορικότητας, αρχή αμεσότητας, αρχή της κατ’ αντιδικία διεξαγωγής της δίκης και εν τέλει αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας), ενώ παραβιάζει ευθέως το κατ’ άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει (τουλάχιστον μία φορά, όπως παγίως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ) κάθε μάρτυρα κατηγορίας. Η τυποποίηση μιας τέτοιας ρύθμισης πρόκειται συνεπώς να οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην καταδίκη της χώρας μας από το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Περαιτέρω, τη δυνατότητα να εξετάσει τον μάρτυρα και να αξιολογήσει την αξιοπιστία του στερείται και το ίδιο το δικαστήριο, μολονότι εκείνο -και όχι ο ανακριτής- επιφορτίζεται με το καθήκον διάγνωσης της αλήθειας κατά πλήρη δικανική πεποίθηση. Καταληκτικά, η προτεινόμενη, ανακόλουθη σε σχέση με τη δικονομική πορεία της δίκης, μεταβολή θυσιάζει τα εχέγγυα μιας δίκαιης κρίσης για χάρη της εύρυθμης λειτουργίας της αστυνομικής (!) υπηρεσίας (όπως ομολογείται ρητά στην Αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου!).

Το δικονομικό έλλειμμα διογκώνεται με την τροποποίηση του άρθρου 500 ΚΠΔ, καθώς πλέον φαίνεται ορατός ο κίνδυνος της πλήρους αλλοίωσης της φυσιογνωμίας της ποινικής δίκης και της διεξαγωγής της εφεξής κατά τα πρότυπα της πολιτικής. Η δυνατότητα του εισαγγελέα να μην κλητεύει μάρτυρες στο Εφετείο και η συνακόλουθη «εκδίκαση» της υπόθεσης αποκλειστικά και μόνον με την ανάγνωση των γραπτών καταθέσεών τους παραγνωρίζει την αξία και τη βαρύτητα των ενδίκων μέσων, υποβαθμίζει τα ανώτερα και έχοντα την ευθύνη της τελειωτικής κατ’ ουσίαν κρίσης δικαστήρια και τελικά, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί, ότι ευτελίζει ολόκληρο το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.

ΙΙΙ.Αποτιμώντας κανείς συνολικά τις ανωτέρω τροποποιήσεις που προωθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης στον ΚΠΔ, θα έλεγε ότι το βασικό χαρακτηριστικό τους συνίσταται στον ακρωτηριασμό των δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στο όνομα μιας «κακώς εννοούμενης ταχείας απονομής της ποινικής δικαιοσύνης»[2]. Πράγματι, δηλωμένο σκοπό του υπό συζήτηση νομοσχεδίου, όπως αποτυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση που το συνοδεύει[3], αποτελεί η «ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» (βραχυπρόθεσμος στόχος) και η «επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης» (μακροπρόθεσμος στόχος). Ωστόσο, για τους λόγους που αναλύθηκαν, οι παραπάνω στόχοι του νομοσχεδίου δεν φαίνεται αντικειμενικά να μπορούν να ευοδωθούν. Αντίθετα, διαθέτοντας έναν ακραία αποσπασματικό χαρακτήρα, αλλοιώνουν αδικαιολόγητα τη φυσιογνωμία του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παραβιάζοντας θεμελιώδεις αρχές της ποινικής δίκης. Ταυτόχρονα συρρικνώνουν ανεπίτρεπτα τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, αγνοώντας βασικές νομολογιακές παραδοχές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι ανάγκη, επομένως, τουλάχιστον οι παραπάνω δικονομικής φύσεως προβλέψεις του να αποσυρθούν προτού η χώρα μας αντιμετωπίσει νέες καταδίκες από το Δικαστήριο του Στρασβούργου. Ας τεθεί, λοιπόν, εδώ μια άνω τελεία, με την ελπίδα ο επιστημονικός διάλογος να αποδώσει καρπούς και οι δυσοίωνες προβλέψεις για τη νέα ποινική πραγματικότητα να μην επαληθευτούν.

* Ο κ. Αθανάσιος Ζαχαριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.
* Η κ. Αικατερίνη Μαρουλάκη είναι Δικηγόρος και Υπ. ΔΝ Ποινικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

[1] Σημειωτέον ότι η Μάλτα αποτελεί το μοναδικό ευρωπαϊκό κράτος όπου προβλέπεται η εκδίκαση κακουργημάτων από μονομελή σύνθεση.

[2] Βλ. Μανωλεδάκη, Υπεράσπιση 1994, σελ. 475 επ. και ιδίως 476, με αφορμή τις δικονομικές ρυθμίσεις του ν. 1941/1991.

[3] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση, σελ. 5.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -