Η εγκαθίδρυση της επιστολικής ψήφου, πρώτα στις ευρωεκλογές και στις συνέχεια στις εθνικές εκλογές, είναι ένα καλό νέο για τη δημοκρατία (μας): οτιδήποτε ενδυναμώνει ή διευκολύνει τη συμμετοχή των πολιτών, πόσο μάλλον όταν προβλέπεται από το Σύνταγμα και εκκρεμεί επί χρόνια, είναι ασφαλώς καλοδεχούμενο. Η σχετική, ωστόσο, πρόσφατη εξαγγελία του Πρωθυπουργού έχει αρκετές πτυχές, συνταγματικές και πολιτικές, που χρήζουν προσοχής και ανάλυσης.
Από πολιτική άποψη, διερωτάται κυρίως κανείς προς τι η «μυστικότητα» και οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης γύρω από αυτήν. Τέτοια ζητήματα, που αφορούν στον πυρήνα της δημοκρατίας, πρέπει να συζητούνται όχι μόνο μεταξύ των κομμάτων αλλά και με τους ειδικούς των θεσμών και δεν δικαιολογείται να αποτελούν αντικείμενο μικροπολιτικής εκμετάλλευσης.
Ατυχής, ή μάλλον κατά το ήμισυ εσφαλμένη, ήταν, κατά τη γνώμη μου, και η σύνδεση που επιχείρησε ο Πρωθυπουργός με την αποχή: ναι μεν το ποσοστό της βαίνει διαρκώς αυξανόμενο στις ελληνικές εκλογές –έχουμε φτάσει στο σημείο περίπου ο ένας πολίτης στους δυο να ψηφίζει στις «μεγάλες» εκλογές, σε «μικρότερες» δε, όπως στις πρόσφατες αυτοδιοικητικές, ο ένας στους τρεις- και, άρα, η διάνοιξη δυνατοτήτων για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος θα μπορούσε να συμβάλει σε κάπως μεγαλύτερη συμμετοχή, επ΄ουδενί, όμως, δεν καταπολεμά τις ρίζες, πολιτικές και ψυχικές, του φαινομένου, που οφείλουμε να τις αναζητήσουμε στον τρόπο που λειτουργεί η πολιτική, ασκείται η εξουσία και προσλαμβάνεται η δημοκρατία στη χώρα μας.
Σέβεται η επιστολική ψήφος, όπως καταρχήν περιγράφηκε από την αρμόδια Υπουργό, τις συνταγματικές αρχές της αμεσότητας, της καθολικότητας και της μυστικότητας, που θέτει το άρθρο 51 παρ. 3;
Σε συνταγματικό επίπεδο τίθενται μια σειρά από ζητήματα. Μήπως χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση, ή είναι ανεπαρκής η ισχύουσα συνταγματική διάταξη (άρθρο 51 παρ. 4), που φαίνεται να συνδέει την επιστολική ψήφο με την «ψήφο των αποδήμων»; Η απάντηση είναι όχι, καθώς η εγκαθίδρυση της επιστολικής ψήφου έχει μεν ειδικές συνέπειες για τους αποδήμους («ως προς τους εκλογείς αυτούς», λέει το άρθρο, και στην συνέχεια διευκρινίζει ότι η επιστολική ψήφος δεν έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της «ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών») αλλά μπορεί να περιλάβει όλους τους πολίτες που δικαιούνται να ψηφίσουν.
Σέβεται η επιστολική ψήφος, όπως καταρχήν περιγράφηκε από την αρμόδια Υπουργό (αίτηση εκλογέα, αποστολή «εκλογικού πακέτου» στο σπίτι μετά από έλεγχο των στοιχείων του, επιστροφή φακέλου με ψήφο σε δημόσια υπηρεσία και εντός συγκεκριμένης προθεσμίας), τις συνταγματικές αρχές της αμεσότητας, της καθολικότητας και της μυστικότητας, που θέτει το άρθρο 51 παρ. 3; Σίγουρα της καθολικότητας, εφόσον του δικαιώματος δεν εξαιρείται κανείς, ενώ οι αρχές της αμεσότητας (ψηφίζω εγώ και όχι κάποιος άλλος στη θέση μου) και της μυστικότητας (δεν γνωστοποιώ την ψήφο μου σε κάποιον που δεν θέλω) έχουν εγγενώς άλλη έννοια στην περίπτωση της «απομακρυσμένης ψήφου»: η νομιμότητα της εξαρτάται από τις εγγυήσεις που θέτει σε εφαρμογή το κράτος και από τη βούληση του ψηφίζοντος (το να ζητήσει, για παράδειγμα, κάποιος βοήθεια από πρόσωπο της εμπιστοσύνης του για να ψηφίσει σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές δεν συνιστά κάμψη αυτών των συνταγματικών αρχών ούτε της εγκυρότητας της διαδικασίας). Θα πρέπει, πάντως, ως προς το σημείο αυτό, να προσεχθούν ιδιαίτερα δυο σημεία: πρώτον, τι θα περιλαμβάνει και πόσο εύχρηστο θα είναι το «εκλογικό πακέτο» το οποίο θα αποστέλλεται από τις Αρχές (ατελές ή ιδιαίτερα περίπλοκο «πακέτο» δημιουργεί προβλήματα) και δεύτερον, μήπως η εξαγγελθείσα βούληση η επιστολική ψήφος να αποτελεί τον μόνο τρόπο για ψήφο των αποδήμων, αλλά εναλλακτικό τρόπο για ψήφο των γηγενών, θεωρηθεί ότι κάμπτει την «ισότητα της ψήφου». Σε όλη αυτή τη σειρά ζητημάτων, πάντως, είναι καθοριστική η διεθνής πρακτική και εμπειρία: η επιστολική ψήφος χρησιμοποιείται σε πολλές χώρες (κυρίως για τους αποδήμους, ενώ για τους γηγενείς, στην Ευρώπη, σε Γερμανία Αυστρία, Μεγάλη Βρετανία) χωρίς μεγαλύτερα προβλήματα νομιμότητας και εγκυρότητας από της «κανονικής» (σε εκλογικό τμήμα) ψήφου.
Ως προς την πλειοψηφία που απαιτείται για τη νομοθετική εισαγωγή της επιστολικής ψήφου, η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη. Για τις μεν βουλευτικές εκλογές, για να ισχύσει η αλλαγή στις αμέσως επόμενες της ψήφισης εκλογές, απαιτείται η ειδική πλειοψηφία 200 βουλευτών, που θέτει το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος (αν ψηφιστεί με απλή πλειοψηφία, θα ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές). Για τις ευρωεκλογές, και, ενδεχομένως, τις τοπικές εκλογές, που διέπονται από ειδικό νομοθετικό πλαίσιο (ν. 4255/2014 για τις πρώτες, 4804/2021 για τις δεύτερες), άρα όχι από τον «εκλογικό νόμο» (το πδ 26/2012, όπως ισχύει), τυπικά αρκεί απλή πλειοψηφία. Λέω «τυπικά», γιατί αφενός και οι δυο ειδικοί νόμοι κάνουν ρητή αναφορά στον «εκλογικό νόμο» και στις αρχές που τον διέπουν και αφετέρου γιατί, ενόψει της εκδηλωμένης πρόθεσης γενίκευσης της επιστολικής ψήφου σε όλες τις εκλογές, θα αποτελούσε καλή πρακτική, τόσο θεσμικά όσο και πολιτικά, να αναζητηθεί η αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 των βουλευτών και για τις ευρωεκλογές, που προορίζονται να αποτελέσουν την πρώτη «δοκιμή».
Συμπερασματικά, θα εστίαζα σε τρία σημεία. Η επιστολική ψήφος δεν αποτελεί πανάκεια, κυρίως θα διευκολύνει τους απόδημους συμπατριώτες μας και θέλει πολλή προσοχή, αλλά όχι φόβο ούτε καχυποψία, ως προς τις τεχνικές λεπτομέρειες υλοποίησης της.
Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής