fbpx

Περιβαλλοντικές και πολεοδομικές διαστάσεις της Eνέργειας: Αυτονόητη συνιστώσα ή μια τυπική υποχρέωση;

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Η νομοθεσία για την ενέργεια αποτελεί έναν από τους βασικότερους τομείς της σύγχρονης περιβαλλοντικής και πολεοδομικής πολιτικής, καθώς η ενεργειακή παραγωγή και κατανάλωση επηρεάζουν άμεσα το φυσικό περιβάλλον και τον αστικό σχεδιασμό. Η ανάγκη για έναν βιώσιμο και αποδοτικό ενεργειακό σχεδιασμό που να μειώνει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να υποστηρίζει την ενεργειακή ασφάλεια αναδεικνύει τις κρίσιμες περιβαλλοντικές και πολεοδομικές διαστάσεις του δικαίου της ενέργειας. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις της ενεργειακής πολιτικής σχετίζονται τόσο με την προστασία των φυσικών πόρων, όσο και με την προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), ενώ οι πολεοδομικές απαιτήσεις που προκύπτουν, συνδέονται με τον χωροταξικό σχεδιασμό, την αδειοδότηση και την ένταξη των ενεργειακών υποδομών στις υφιστάμενες αστικές και περιαστικές δομές.

Στην περιβαλλοντική διάσταση του δικαίου της ενέργειας, οι νομοθεσίες για τις εκπομπές ρύπων και την προστασία των οικοσυστημάτων έχουν κεντρική θέση. Καθώς η κλιματική αλλαγή επιτάσσει τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, τα κράτη δεσμεύονται ολοένα και περισσότερο, μέσω εθνικών και διεθνών νομικών συμφωνιών, να μειώσουν τις εκπομπές τους και να προωθήσουν πιο φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, για παράδειγμα, έχει θεσπίσει το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) που στοχεύει στη ρύθμιση της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών και στην ενθάρρυνση των επιχειρήσεων να επενδύουν σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν όχι μόνο στη μείωση των εκπομπών, αλλά και στην προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων και των πόρων, ενισχύοντας ταυτόχρονα την περιβαλλοντική δικαιοσύνη, καθώς διασφαλίζεται ότι η διαχείριση των ρύπων δεν γίνεται εις βάρος των πιο ευάλωτων κοινοτήτων.

Ειδικά για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, η περιβαλλοντική νομοθεσία θέτει κανόνες και όρια για την εγκατάστασή τους, διασφαλίζοντας ότι οι υποδομές αυτές δεν επιβαρύνουν ανεπανόρθωτα το φυσικό περιβάλλον. Τα αιολικά και ηλιακά πάρκα, για παράδειγμα, αν και συμβάλλουν καθοριστικά στην ενεργειακή μετάβαση, μπορεί να προκαλέσουν περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως η διατάραξη των τοπικών οικοσυστημάτων και της πανίδας, ή ακόμα και οπτική όχληση που επηρεάζει την αισθητική αξία της τοπίου. Επομένως, οι διαδικασίες περιβαλλοντικής αδειοδότησης, που συνοδεύουν την εγκατάσταση τέτοιων υποδομών, είναι κρίσιμες για την εξασφάλιση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται και η διαβούλευση με τις τοπικές κοινότητες, προκειμένου να αποφευχθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις.

Ορισμένα κράτη έχουν υιοθετήσει κανόνες, που επιτρέπουν τη δημιουργία «ζωνών αποκλεισμού», δηλαδή περιοχών, όπου δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση ενεργειακών υποδομών, προκειμένου να προστατεύονται ευαίσθητες περιοχές, όπως είναι οι περιοχές με υψηλή οικολογική αξία, ή οι ζώνες κατοικίας.

Η πολεοδομική διάσταση του δικαίου της ενέργειας αφορά κυρίως την ένταξη των ενεργειακών υποδομών στον χώρο, και τη σύνδεση των τεχνολογιών αυτών με τον ευρύτερο πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό. Ο χωροταξικός σχεδιασμός αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν την κατανομή και τη χρήση των ενεργειακών πόρων, καθώς και τη χωροθέτηση των υποδομών ενέργειας, εντός του αστικού και αγροτικού τοπίου. Στο πλαίσιο αυτό, η πολεοδομική νομοθεσία καλείται να επιτύχει μια λεπτή ισορροπία μεταξύ της ενεργειακής ανάπτυξης και της διατήρησης της ποιότητας ζωής, προστατεύοντας παράλληλα τα πολιτιστικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής.

Στην περίπτωση της κατασκευής μεγάλων ενεργειακών υποδομών, όπως είναι οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας, τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος ή τα έργα ΑΠΕ, η πολεοδομική νομοθεσία προβλέπει ειδικές διατάξεις για την αδειοδότηση και την τοποθέτησή τους σε περιοχές, όπου δεν προκαλείται σοβαρή περιβαλλοντική ή κοινωνική επιβάρυνση. Ορισμένα κράτη έχουν υιοθετήσει κανόνες, που επιτρέπουν τη δημιουργία «ζωνών αποκλεισμού», δηλαδή περιοχών, όπου δεν επιτρέπεται η εγκατάσταση ενεργειακών υποδομών, προκειμένου να προστατεύονται ευαίσθητες περιοχές, όπως είναι οι περιοχές με υψηλή οικολογική αξία, ή οι ζώνες κατοικίας. Αντίστοιχα, η δημιουργία «ειδικών ζωνών ανάπτυξης ΑΠΕ» μπορεί να επιτρέψει την καλύτερη διαχείριση των ενεργειακών πόρων και την αποτροπή της άναρχης και ανεξέλεγκτης εξάπλωσης των ενεργειακών έργων.

Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι ενεργειακές υποδομές συνδέονται άμεσα με τις αρχές της βιώσιμης αστικής ανάπτυξης. Η σύγχρονη πολεοδομική πολιτική, με γνώμονα την αειφορία και την προστασία του αστικού περιβάλλοντος, στηρίζει τις «έξυπνες πόλεις» και τα «έξυπνα δίκτυα», που ενσωματώνουν σύγχρονες τεχνολογίες για τη διαχείριση και κατανομή της ενέργειας, καθώς και για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας στα κτίρια και τις υποδομές. Οι τεχνολογίες αυτές βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη έξυπνων δικτύων ενέργειας (smart grids), τα οποία διευκολύνουν την ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα και προάγουν την ενεργειακή αυτονομία των τοπικών κοινοτήτων. Ωστόσο, η ανάπτυξη των «έξυπνων» αυτών τεχνολογιών προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ευέλικτου και καινοτόμου νομικού πλαισίου, που να επιτρέπει τη γρήγορη αδειοδότηση και να ευνοεί την προσέλκυση επενδύσεων, στην κατεύθυνση της βιωσιμότητας και της πράσινης ανάπτυξης.

Η διαδικασία διαβούλευσης μπορεί να μειώσει τις συγκρούσεις μεταξύ των επενδυτών και των τοπικών κοινωνιών, καθώς δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να εκφράσουν τις ανησυχίες τους και να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση των αποφάσεων που επηρεάζουν την καθημερινότητά τους.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η σημασία της δημόσιας συμμετοχής και της διαβούλευσης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, που αφορούν την ενέργεια. Σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς περιβαλλοντικού δικαίου, η συμμετοχή των πολιτών στη διαμόρφωση της ενεργειακής πολιτικής συμβάλλει σημαντικά στη διαφάνεια, τη λογοδοσία και την κοινωνική αποδοχή των έργων ενέργειας. Η διαδικασία διαβούλευσης μπορεί να μειώσει τις συγκρούσεις μεταξύ των επενδυτών και των τοπικών κοινωνιών, καθώς δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να εκφράσουν τις ανησυχίες τους και να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση των αποφάσεων που επηρεάζουν την καθημερινότητά τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι περιβαλλοντικές μελέτες και οι μελέτες κοινωνικών επιπτώσεων, καθώς και η ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών, αποκτούν καθοριστική σημασία για την αποτελεσματική και ισόρροπη υλοποίηση των ενεργειακών έργων.

Η σύνδεση του δικαίου της ενέργειας με την περιβαλλοντική και πολεοδομική νομοθεσία αναδεικνύει τις πολυδιάστατες προκλήσεις, που καλείται να διαχειριστεί το σύγχρονο κράτος. Η ανάγκη για μια ενεργειακή πολιτική, που να προστατεύει το περιβάλλον και να στηρίζει τον πολεοδομικό σχεδιασμό, αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο, το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ένα συνεκτικό και καλά σχεδιασμένο νομικό πλαίσιο που να ενισχύει την κοινωνική ευημερία, να προάγει την αειφορία και να διασφαλίζει την ενεργειακή ασφάλεια. Οι εθνικές και διεθνείς νομοθετικές πρωτοβουλίες που προωθούν την περιβαλλοντική δικαιοσύνη και την αστική βιωσιμότητα αποδεικνύουν τη δυναμική σχέση μεταξύ της ενέργειας και των παραμέτρων αυτών, καθιστώντας την προστασία του περιβάλλοντος και την ορθολογική ανάπτυξη αναπόσπαστο μέρος του ενεργειακού δικαίου.

  • Ο κ. Παναγιώτης Γαλάνης είναι Δικηγόρος, ΔΝ, Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ.
  • Ο κ. Δημήτριος Σκαφτούρος είναι Δικηγόρος, Υπ. ΔΝ, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου Νομικής ΕΚΠΑ.

Δείτε τη σχετική έκδοση εδώ.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -