Το ακρωνύμιο SLAPP για Στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της δημόσιας συμμετοχής (Strategic lawsuits against public participation) υιοθετήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’80 από τους Καθηγητές του Πανεπιστημίου του Ντένβερ και αφορά αβάσιμες αγωγές που κατατίθενται από κάποιο ισχυρό πρόσωπο ή οργανισμό (για παράδειγμα μία επιχείρηση ή ένα υψηλά ιστάμενο δημόσιο ή πολιτικό πρόσωπο) ενάντια σε μεμονωμένους δημοσιογράφους, ακτιβιστές, υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μη κυβερνητικές οργανώσεις, που ασκούν κριτική σχετικά με ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος. Αυτό το φαινόμενο έχει ήδη αντιμετωπισθεί νομοθετικά σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ και έχει έντονο δικονομικό ενδιαφέρον.
Συνήθως, οι αγωγές SLAPP «μασκαρεύονται» σε κανονικές αστικές αγωγές δυσφήμησης, δηλαδή εκ πρώτης όψεως νομίζουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μία συνηθισμένη αγωγή δυσφήμησης. Όμως, σκοπός τέτοιων αγωγών δεν είναι να κερδηθεί η δικαστική υπόθεση, αλλά η λογοκρισία και ο εκφοβισμός όσων ασκούν κριτική, μέσω της ηθικής και οικονομικής εξουθένωσής τους, με τελικό στόχο το «πάγωμα του λόγου». Συνεπώς, η αγωγή SLAPP δεν χρειάζεται να κερδηθεί για να πετύχει το σκοπό της. Αυτό που καθορίζει τις SLAPPs είναι η εν γένει κατάχρηση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Πρέπει να διερευνηθεί ad hoc εάν ο σκοπός του ενάγοντα είναι η κατάχρηση της δικαιοσύνης ή όντως η προστασία της τιμής του.
Προς αντιμετώπιση του φαινομένου SLAPP, στις 27.4.2022 υπεβλήθη Πρόταση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) για την έκδοση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την προστασία των προσώπων που προβαίνουν σε ενέργειες συμμετοχής του κοινού από προδήλως αβάσιμες ή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες («στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού»). Επίσης, στις 27.4.2022 η ΕΕ εξέδωσε Σύσταση, η οποία είναι συμπληρωματική προς την Πρόταση Οδηγίας και αμέσως εφαρμόσιμη από τα κράτη μέλη. Η Πρόταση της ΕΕ έγινε δεκτή από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στις 11 Απριλίου 2024 εκδόθηκε η 2024/1069 Οδηγία, η οποία στις 16 Απριλίου 2024 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέθηκε σε ισχύ την 20ή ημέρα μετά την ημέρα της δημοσίευσής της, ήτοι την 6η.5.2024. Από την ημερομηνία αυτή, τα κράτη μέλη θα έχουν δύο χρόνια για να την ενσωματώσουν στο εθνικό δίκαιο, δηλαδή έως την 7η.5.2026. Παράλληλα στις 5 Απριλίου 2024 εκδόθηκε Σύσταση για τις Slapps από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία έχει επιβοηθητικό ρόλο αφενός στα κράτη μέλη της ΕΕ που καλούνται να ενσωματώσουν την Οδηγία αφετέρου στην αντιμετώπιση των Slapps από τα μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που δεν είναι μέλη της Ένωσης.
Συνήθως, οι αγωγές SLAPP «μασκαρεύονται» σε κανονικές αστικές αγωγές δυσφήμησης, δηλαδή εκ πρώτης όψεως νομίζουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μία συνηθισμένη αγωγή δυσφήμησης
Η Οδηγία Slapp εφαρμόζεται σε υποθέσεις αστικής ή εμπορικής φύσεως, που η εξέτασή τους διέπεται από το αστικό δικονομικό δίκαιο, με διασυνοριακές επιπτώσεις και διακρίνει δύο κατηγορίες αγωγών SLAPP, τις προδήλως αβάσιμες και τις εν όλω ή εν μέρει αβάσιμες που εμπεριέχουν στοιχεία κατάχρησης και δικαιολογούν την παραδοχή ότι κύριος σκοπός της προσφυγής στη δικαιοσύνη είναι η αποτροπή, ο περιορισμός ή η τιμωρία του δημοσιογράφου ή εν γένει του ομιλούντος. Για παράδειγμα μία αγωγή προσβολής της προσωπικότητας μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική όταν πρόκειται για ήσσονος σημασίας προσβολή και ζητείται υπέρογκη αποζημίωση. Η Οδηγία προστατεύει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα εναντίον των οποίων ασκούνται αγωγές Slapp λόγω του ότι προβαίνουν σε ενέργειες συμμετοχής του κοινού, δηλαδή σε δραστηριότητες ή δηλώσεις στο πλαίσιο άσκησης του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης πάνω σε θέμα δημοσίου συμφέροντος.
Στόχος της ευρωπαϊκής οδηγίας είναι η προαγωγή της συμβατότητας των κανόνων πολιτικής δικονομίας που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, ώστε να καταστεί δυσχερής η επικράτηση του ισχυρού ενάγοντος έναντι στον εναγόμενο εκπρόσωπο του τύπου. Έτσι, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η ύπαρξη SLAPP στην εκδικαζόμενη υπόθεση, θα ενεργοποιούνται δικονομικοί κανόνες, που θα οδηγούν σε αντιστροφή του βάρους απόδειξης, σε πρόωρη απόρριψη τέτοιου είδους αγωγών, καθώς και ενδεχομένως, στην επιβάρυνση του ενάγοντος αποκλειστικώς με τη δικαστική δαπάνη, ή ακόμη και στην καταδίκη σε καταβολή αποζημίωσης και στην επιβολή κυρώσεων. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν εάν θα εφαρμόσουν τους υφιστάμενους κανόνες πολιτικής δικονομίας ή εάν θα θεσπίσουν ειδικούς κανόνες προκειμένου να αξιολογήσουν τις αιτήσεις για παροχή δικονομικών εγγυήσεων.
Όσον αφορά στη Σύσταση της ΕΕ, η οποία είναι ήδη εφαρμόσιμη, τα κράτη μέλη καλούνται να επανεξετάσουν την κατάσταση σε εθνικό επίπεδο, ώστε να διασφαλίσουν ότι, τα ισχύοντα νομικά τους πλαίσια προβλέπουν τις αναγκαίες εγγυήσεις για την αντιμετώπιση των αγωγών SLAPP και σε εγχώριο επίπεδο. Η Σύσταση στοχεύει δηλαδή στην γενική αναμόρφωση του δικαίου δυσφήμησης στα κράτη μέλη ώστε να μην ευνοείται η άσκηση τέτοιου είδους αγωγών. Στο πλαίσιο αυτό, συνιστάται στα κράτη μέλη να καταργήσουν τις ποινές φυλάκισης για υποθέσεις δυσφήμισης, καθώς και να προκρίνουν τη χρήση του διοικητικού ή του αστικού δικαίου αντί του ποινικού για τον χειρισμό υποθέσεων αυτού του είδους. Ως εκ τούτου φαίνεται ότι η κατάργηση της δυσφήμησης με το Ν 5090/2024 ενδεχομένως αποτελεί συμμόρφωση προς τη Σύσταση, παρόλο που δεν αναφέρεται ρητώς στην αιτιολογική έκθεση του νόμου.
* Η κ. Χριστίνα Βρεττού είναι Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, Δικηγόρος, Member of the Expert Group against SLAPP.