fbpx

Προστασία της εμπιστοσύνης στις πιστωτικές σχέσεις και ευθύνη της τράπεζας

Υπό ποιες περιστάσεις μπορεί να κριθεί καταχρηστική η καταγγελία σύμβασης πίστωσης από την τράπεζα;

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Η παραβίαση των υποχρεώσεων προστασίας, τις οποίες υπέχει η τράπεζα έναντι του πελάτη της λόγω της σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που συνδέει τα μέρη, μπορεί να γεννήσει ευθύνη της τόσο στο πεδίο της σύμβασης όσο και στο πεδίο της αδικοπραξίας. Μέσα από την προσπάθεια για μια δίκαιη εξισορρόπηση της διαπάλης της αρχής της καλής πίστης με την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας της τράπεζας, έχουν αποκρυσταλλωθεί, με τη συμβολή θεωρίας και νομολογίας, συγκεκριμένα κριτήρια και κατηγορίες περιπτώσεων, όπου η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της τράπεζας κρίνεται καταχρηστική.

Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες βρίσκονται διεθνώς στο στόχαστρο μίας εκτεταμένης και έντονης κριτικής σχετικά με πρακτικές που εφαρμόζουν στη συναλλακτική σχέση με τους πελάτες τους, οι οποίες συχνά χαρακτηρίζονται ως καταχρηστικές. Μεταξύ αυτών, εξέχουσα θέση κατέχει η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης. Εκκινώντας από την παραδοχή ότι η ίδια η έννοια της καταχρηστικότητας, όπως σκιαγραφείται στη γενική ρήτρα της ΑΚ 281, απαιτεί για την κατάφασή της την αναγωγή σε αόριστες νομικές έννοιες, όπως η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, οι οποίες εξειδικεύονται κάθε φορά ανάλογα με τις περιστάσεις της εκάστοτε συγκεκριμένης περίπτωσης, είναι πιθανό να θεωρηθεί ότι ο προσδιορισμός του τί συνιστά καταχρηστική καταγγελία και τί όχι είναι ένα εγχείρημα άκρως ασαφές, με αποτέλεσμα την επίκληση της έννοιας της καταχρηστικότητας αδιακρίτως, προκειμένου να περιγραφεί κάθε συμπεριφορά η οποία προκαλεί βλάβη στον οφειλέτη. Ωστόσο, η έννοια της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, όσον αφορά στην καταγγελία σύμβασης πίστωσης, κάθε άλλο παρά ασαφής και συγκεχυμένη είναι, καθώς έχει τύχει πλούσιας θεωρητικής επεξεργασίας, με αποτέλεσμα τη διάπλαση συγκεκριμένων κριτηρίων που λαμβάνονται σταθερά υπόψιν κατά το σχηματισμό της σχετικής δικαστικής κρίσης. Ταυτόχρονα, έχουν αποκρυσταλλωθεί νομολογιακά συγκεκριμένες κατηγορίες περιπτώσεων, στις οποίες η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της τράπεζας αποκρούεται ως καταχρηστική και δη όταν η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας: α) επιφέρει υπέρμετρη βλάβη στον πιστούχο, χωρίς ίδιον όφελος της τράπεζας, β) παραβιάζει την αρχή απαγόρευσης της αντιφατικής συμπεριφοράς και γ) συντελείται χωρίς προηγούμενη τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών του Ν. 4224/2013.

Γίνεται, γενικώς, δεκτό ότι η πιστωτική σχέση διαρθρώνεται ως μία διαρκής σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (intuitus personae), στην οποία η υποχρέωση καλόπιστης εκπλήρωσης της παροχής (άρθρο 288 ΑΚ) εμφανίζεται ενισχυμένη, λόγω της ευρύτατης εξουσίας της τράπεζας να επεμβαίνει καθοριστικά στην περιουσιακή σφαίρα του πελάτη. Έτσι, η τράπεζα οφείλει να μην ενεργεί με αποκλειστικό γνώμονα τη μέγιστη διασφάλιση των συμφερόντων της, αλλά να συνυπολογίζει τα δικαιολογημένα συμφέροντα του πιστούχου και να απέχει από ενέργειες οι οποίες τον εκθέτουν σε κίνδυνο υπέρμετρης ζημίας, ιδίως εφόσον, στην προκειμένη περίπτωση, δεν πλήττονται σοβαρά τα συμφέροντά της. Σύμφωνα με τη διαπλασθείσα νομολογία, η οποία έχει επικυρωθεί τα τελευταία έτη από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1714/2022, 1188/2021, 476/2021, 323/2021, 1185/2019, 565/2017, 1352/2011), σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση, λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σε αυτήν την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η τράπεζα θα πρέπει να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση από αυτήν και δεν οφείλει σε τρίτους, καθώς τότε οι ανωτέρω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα.

Η υποχρέωση καλόπιστης εκπλήρωσης των παροχών, η οποία απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ, μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση για την επιβολή υποχρεώσεων συμπεριφοράς στην τράπεζα, ιδίως εφόσον συντρέχουν περιστάσεις οι οποίες επιτείνουν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών, όπως ενδεικτικά η ύπαρξη σχέσης γόνιμης και μακροχρόνιας συνεργασίας, η απόλυτη οικονομική εξάρτηση του οφειλέτη από το πιστωτικό ίδρυμα ή η συμμετοχή της τράπεζας στον επιχειρηματικό σχεδιασμό του πιστούχου, καθ’ υπέρβαση του ρόλου της ως απλού χρηματοδότη. Η παραβίαση των υποχρεώσεων προστασίας και του συνεργατικού καθήκοντος μπορεί να γεννήσει ευθύνη της τράπεζας, ερειδόμενη σε περισσότερες νομικές βάσεις, τόσο στο συμβατικό πεδίο λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της οφειλόμενης παροχής (άρθρα 335 επ. και 288 ΑΚ) όσο και στο πεδίο της αδικοπραξίας με βάση τα άρθρα 281, 288, 914, 932 ΑΚ ή και τα άρθρα 919, 932 ΑΚ.

Παρόλα αυτά, η καλή πίστη δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου να επιβάλει στην τράπεζα την υποχρέωση να χρηματοδοτήσει μία μη βιώσιμη επιχείρηση ούτε την υποχρέωση να «θυσιάσει» τα έννομα συμφέροντά της για να δώσει προβάδισμα στα έννομα συμφέροντα του πελάτη της. Έτσι, δίνεται καταρχήν προβάδισμα στην αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας της τράπεζας (361 ΑΚ, 5 Σ), αρκεί να μη συντρέχει υπέρβαση, -και μάλιστα προφανής- της αρχής της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος, στοιχείο που κρίνεται κάθε φορά ad hoc και in concreto.

Συνοψίζοντας, η αρχή της καλής πίστης και οι επιμέρους εκφάνσεις της, όπως η αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς και η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επιβάλλουν υποχρεώσεις προστασίας στους κοινωνούς του δικαίου, αποτελώντας θεμέλιο λίθο στο όλο δικαιικό οικοδόμημα. Ωστόσο, εξίσου θεμελιώδης προβάλλει και η αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, ώστε να αποτρέπεται μία υπερβολική δέσμευση της ελευθερίας του ατόμου. Μέσω των προστατευτικών περιορισμών που θέτει το δίκαιο, επιχειρείται να ανευρεθεί μια δίκαιη εξισορρόπηση των ως άνω συγκρουόμενων αρχών, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε συγκεκριμένης περίπτωσης.

* Η κ. Θεοδώρα Νούλη είναι δικηγόρος Θεσσαλονίκης, νομική σύμβουλος της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του ΕΒΕΘ.


Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης πίστωσης και προστασία της εμπιστοσύνης

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -