Η νομοθεσία σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών αποτελεί ένα πεδίο το οποίο έχει υποστεί συνεχείς αλλαγές στα ευρωπαϊκά κράτη από το 1990 και μετά. Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις οι οποίες επηρεάστηκαν από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989. Ιδιαίτερα επιδραστική υπήρξε και Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Προστασία των Παιδιών ενάντια στη Σεξουαλική Εκμετάλλευση και τη Σεξουαλική Κακοποίηση του 2007.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υιοθετήσει μέτρα για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης των παιδιών μέσω αρχικά της Απόφασης-πλαισίου 2004/68 και κατόπιν της Οδηγίας 2011/93. Η σημασία του φαινομένου για την Ένωση καθίσταται εμφανής και στην πρόταση για νέα ευρωπαϊκή Οδηγία, η οποία φιλοδοξεί να ενισχύσει την πρόληψη και τη δίωξη των σχετικών συμπεριφορών αλλά και να θέσει κοινούς κανόνες για τη στήριξη των θυμάτων. Ακόμη, και η ΕΣΔΑ υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να λαμβάνουν επαρκή μέτρα προστασίας των ανηλίκων από τη σεξουαλική κακοποίηση. Ειδικότερα, τμήμα των θετικών υποχρεώσεων των κρατών είναι η θέσπιση διατάξεων ποινικού δικαίου και η αποτελεσματική εφαρμογή τους στην πράξη. Πρόκειται για καθήκον το οποίο έχει αναπτυχθεί νομολογιακά και μαζί με την υποχρέωση αποτελεσματικής διερεύνησης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, λήψης προληπτικών επιχειρησιακών μέτρων στοχεύει στο να εξασφαλιστεί η ισχύς των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ ακόμα και όταν οι προσβολές προέρχονται από ιδιώτη.
Η θέση, ωστόσο, αποτελεσματικών κανόνων απαιτεί μια συνολική θεώρηση των βάσεων στις οποίες στηρίχθηκαν οι διατάξεις που σήμερα ισχύουν, ενώ απαραίτητη είναι και η συμβολή ειδικών επιστημόνων. Η μελέτη της ιστορικής εξέλιξης των σχετικών εγκλημάτων παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, με την «παιδική ηλικία» νοηματικά να είναι άγνωστη όπως την εννοούμε σήμερα μέχρι τον Μεσαίωνα. Η ίδια δε η έννοια του παιδιού φαίνεται να αποτελεί περισσότερο μια κοινωνική κατασκευή.
Ένα βασικό συμπέρασμα το οποίο μπορεί όμως να εξαχθεί είναι ότι η αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας κατά ανηλίκων συνδέεται με τις κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις για την ηθική ανάλογα με την εποχή και τη δομή της κοινωνίας.
Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι ακόμα και όταν οι σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων επέφεραν τιμώρηση, κεντρικό μέγεθος σε παλαιότερα νομοθετήματα δεν αποτελούσε η βλάβη που προκαλούν οι γενετήσιες πράξεις στους ίδιους τους ανηλίκους αλλά στους κηδεμόνες τους. Η υιοθέτηση ειδικών διατάξεων για τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών εξέφραζε μια αλλαγή που συντελέστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα και εκφράστηκε στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατά την περίοδο αυτή το ενδιαφέρον στράφηκε προς το ίδιο το παιδί ως θύμα και μετατοπίστηκε από τη βλάβη που επιφέρουν τέτοιου είδους συμπεριφορές στην οικογένειά του. Παράλληλα, η ανάδειξη της ατομικής ελευθερίας ως δικαιώματος κατά τον 19ο αιώνα οδήγησε και σε επέκταση των τρόπων με τους οποίους εξαναγκάζεται ένα άτομο σε γενετήσιες πράξεις, γεγονός που διευκόλυνε και την τιμώρηση πράξεων που δεν βασίζονταν στην άσκηση φυσικής βίας.
Η εισαγωγή της έννοιας της συναίνεσης στο έγκλημα του βιασμού επανέφερε στο προσκήνιο ζητήματα σχετικά με την αντιμετώπιση της σεξουαλικής κακοποίησης των ανηλίκων.
Κεντρικό ερώτημα αποτελεί το εάν ένας ανήλικος μπορεί να συναινέσει σε σεξουαλικές πράξεις και από ποια ηλικία.
Πρόκληση για μια σύγχρονη νομοθεσία αποτελεί κατ’ αρχάς ο καθορισμός του ηλικιακού ορίου κάτω από το οποίο τιμωρούνται σε κάθε περίπτωση οι σεξουαλικές πράξεις με ανηλίκους. Με δεδομένο ότι ιστορικά το όριο αυτό συνδεόταν με την ηλικία γάμου, η οποία στις περισσότερες νομοθεσίες έχει επικαιροποιηθεί, απαιτείται μια εκ νέου εξέταση του ζητήματος με βάση πλέον τα πορίσματα ειδικών επιστημόνων. Ιδιαίτερα επιδραστική υπήρξε ακόμη σε πολλές ευρωπαϊκές νομοθεσίες η ιστορικά επαναλαμβανόμενη εστίαση στις διεισδυτικές επαφές. Η συμβολή των ειδικών κρίνεται και στο ζήτημα αυτό απαραίτητη, ώστε να προσδιοριστεί με ακρίβεια το άδικο των σχετικών συμπεριφορών.
*Η κ. Χαρά Χιόνη-Χότουμαν είναι ΔΝ, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια ΑΠΘ.