fbpx
Κυριακή, 8 Σεπτεμβρίου, 2024

ΣτΕ: Συνταγματική η επιβολή και διατήρηση του τέλους επιτηδεύματος (άρθρο 31 Ν 3986/2011)

Σκοπός της θέσπισης του τέλους επιτηδεύματος ήταν, μεταξύ άλλων, και ο περιορισμός της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής, δια μέσου της σύλληψης αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης από τους ελεύθερους επαγγελματίες

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την πολυναναμενόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (στην οποία εισήχθη προς εκδίκαση προσφυγή φορολογούμενου, με την ιδιότητα του δικηγόρου, λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος και των συνεπειών του για ευρύ κύκλο προσώπων) κρίθηκε οριστικά το ζήτημα της συνταγματικότητας του προβλεπόμενου στο άρθρο 31 Ν 3986/2011 τέλους επιτηδεύματος.

Ειδικότερα, ο προσφεύγων αμφισβήτησε την σε βάρος του επιβολή τέλους επιτηδεύματος για το φορολογικό έτος 2020 προβάλλοντας ότι η διατήρηση του στους ελεύθερους επαγγελματίες αφενός παραβιάζει το άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος καθώς και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφετέρου δεν δικαιολογείται πλέον από λόγους δημοσίους συμφέροντος, όπως αυτοί είχαν διατυπωθεί με την ΣτΕ (Ολ) 2527/2013, με την οποία είχε κριθεί ότι η θέσπιση του εν λόγω τέλους δεν είναι αντισυνταγματική.

Η επιβολή του τέλους δεν υπερβαίνει τα όρια της ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο φορολογήσεως διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων

Το Δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 148/2024 απόφασή του, κατέληξε στα εξής:

(α) υιοθετώντας εν πολλοίς τις σκέψεις της ΣτΕ (Ολ) 2527/2013 [με την οποία υπενθυμίζεται, ότι είχε γίνει δεκτό ότι το εν λόγω τέλος συνιστά φόρο, κατά την έννοια του άρθρου 78 του Συντάγματος, και ότι καθιερώνεται με αυτό τεκμήριο φοροδοτικής ικανότητας, το οποίο στηρίζεται σε κριτήρια άμεσα συναρτώμενα με ορισμένα δεδομένα της επαγγελματικής δραστηριότητας των υπόχρεων, προβλεπόμενα στον νόμο (πληθυσμός και χαρακτήρας του τόπου άσκησης της δραστηριότητας, έτη άσκησης δραστηριότητας κ.ά.) – πρβλ. και ΣτΕ 89/2019] αλλά και βάσει των κριτηρίων που έχει κριθεί κατά καιρούς από τη νομολογία ότι πρέπει να συντρέχουν για το επιτρεπτό της καθιέρωσης τεκμηρίων (θέσπιση κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, μη αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας, μαχητότητα και πρόβλεψη εξαιρέσεων), έκρινε, λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη και το χαμηλό ύψος της επιβάρυνσης (650€ για φυσικά πρόσωπα επιτηδευματίες), ότι, η επιβολή του τέλους δεν υπερβαίνει τα όρια της ευχέρειας του νομοθέτη να καθορίζει τον ενδεδειγμένο εκάστοτε τρόπο φορολογήσεως διαφόρων κατηγοριών φορολογουμένων και, κατ’ ακολουθίαν, τις αρχές της καθολικότητας και ισότητας του φόρου. Για τους ίδιους δε λόγους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά δυσανάλογη επέμβαση στην περιουσία των υπόχρεων κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και περαιτέρω και του άρθρου 17 του Συντάγματος.

(β) εξάλλου, κατά το Δικαστήριο, δεν τίθεται ούτε ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών αφενός όσον αφορά την επιβάρυνση μόνο των ελευθέρων επαγγελματιών και όχι των μισθωτών, καθόσον τελούν σε διαφορετικές συνθήκες ως προς την ανάγκη σύλληψης φορολογητέας ύλης. Αφετέρου όσον αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες που δηλώνουν διαφορετικού ύψους εισοδήματα, διότι το εν λόγω τέλος αποτελεί επιτρεπτό, πρόσθετο φόρο εισοδήματος (ενόψει εξάλλου και του χαμηλού ύψους του που τον καθιστά καταβλητέο από όλους), ανεξάρτητο από το φόρο που ούτως ή άλλως καταβάλλεται ανάλογα με τα εισοδήματα κάθε φυσικού προσώπου.

(γ) περαιτέρω και όσον αφορά το εάν το εν λόγω τέλος είχε προσωρινό και έκτακτο χαρακτήρα λόγω της θέσπισης του σε περίοδο κρίσης με αποτέλεσμα να μην δικαιολογείται πλέον η διατήρησή, το Δικαστήριο, ενόψει και των γενομένων δεκτά με τη ΣτΕ 2527/2013, έκρινε ότι, σε αντιδιαστολή με τις λοιπές επιβαρύνσεις που θεσπίστηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (ΕΕΤΗΔΕ, ειδική εισφορά αλληλεγγύης των άρθρων 29 και 30 Ν 3986/2011, έκτακτη εφάπαξ εισφορά του άρθρου 18 Ν 3758/2009), δεν συνάγεται ότι το τέλος επιτηδεύματος έχει προσωρινό χαρακτήρα. Και τούτο διότι πρωτίστως δεν υφίσταται τέτοια πρόβλεψη στον ίδιο τον νόμο ή στην αιτιολογική έκθεση αυτού (όπως εξάλλου ίσχυε για τις λοιπές επιβαρύνσεις έκτακτου χαρακτήρα οι οποίες πράγματι θεσπίστηκαν για συγκεκριμένα έτη). Εξάλλου, και κατά την εξέταση της συνταγματικότητάς της επιβολής του, το Δικαστήριο (ΣτΕ 2527/2013) δεν στηρίχθηκε ούτε σε τυχόν περιορισμένη χρονική ισχύ του ούτε όμως και στην ύπαρξη οικονομικής κρίσης, ως προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της κρίσης του. Αντιθέτως, η αρχική κρίση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περί της συνταγματικότητας της θέσπισής του εν λόγω τέλους στηρίχθηκε στο χαμηλό ύψος του, στις εξαιρέσεις που προβλέφθηκαν από την επιβολή του καθώς και στον μαχητό του χαρακτήρα, στοιχεία που, κατά το Δικαστήριο, δικαιολογούν τη θέσπιση οποιουδήποτε φορολογικού μέτρου. Ούτε πάντως το γεγονός ότι το τέλος εισήχθη σε περίοδο δημοσιονομικής κρίσης καθιστά τη διατήρηση του και για το μέλλον άνευ ετέρου αντισυνταγματική, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το μέτρο αυτό καθαυτό δεν προσκρούει σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις (προϋπόθεση που εν προκειμένω έχει κριθεί ότι πληρείται), ενώ στην περίπτωση αυτή (της μη αντίθεσης σε υπερκείμενες διατάξεις) δεν απαιτείται και η αιτιολόγηση της ανάγκης επιβολής και διατήρησης ενός μέτρου (οι οποίες ως αναγόμενες στην ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη για την επιλογή φορολογικής πολιτικής δεν υπόκεινται καν σε δικαστικό έλεγχο, πρβλ. και συγκλίνουσα γνώμη στη σκ. 14 της απόφασης). Εξάλλου, σκοπός της θέσπισης του τέλους επιτηδεύματος δεν ήταν μόνο η αντιμετώπιση των δημοσιονομικών αναγκών της χώρας, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, αλλά και ο περιορισμός της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής, δια μέσου της σύλληψης αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης από τους ελεύθερους επαγγελματίες, γεγονός το οποίο συνηγορεί υπέρ της διατήρησής του και μετά το πέρας των συνθηκών της οικονομικής κρίσης.

* Η κ. Κατερίνα Σιδερωμένου είναι Δικηγόρος, κάτοχος ΜΔΕ.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -