Με την ολοκλήρωση της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ.2 του Ν 3869/2010 και την έναρξη των καταβολών του άρθρου 9 παρ.2 Ν.3869/2010, που συνέπεσε χρονικά για πολλούς δανειολήπτες, η πλειονότητα των οφειλετών, αιφνιδιάστηκε από την απαίτηση συστημικών τραπεζών και ξένων funds, διά των εγχώριων διαχειριστών τους, για καταβολή δόσης, ακόμη και διπλάσιας συγκριτικά με το ποσό που είχε ορίσει μηνιαίως το κρίναν Δικαστήριο για τη διάσωση της κατοικίας τους. Τούτο μάλιστα είτε αναδρομικώς, είτε προοδευτικά, κατά την πορεία της ρύθμισης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, η διάρκεια της οποίας έχει προβλεφθεί συνήθως σε βάθος εικοσαετίας, ακόμη και τριακονταπενταετίας, εφόσον κάτι τέτοιο επιτρεπόταν από την αρχική σύμβαση, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας του δανειολήπτη.
Σύμφωνα με τους πιστωτές η διόγκωση παρίσταται εύλογη, λόγω της εφαρμογής του επιτοκίου στο εκάστοτε σύνολο του άληκτου κεφαλαίου του δανείου, κατά παραπομπή στα γενικώς ισχύοντα για τον τραπεζικό δανεισμό, με άντληση επιχειρήματος από την απαράλλακτη λεκτική διατύπωση της απόφασης με τη χρήση των φράσεων «μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου», «στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος» και «επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων της Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ε.Κ.Τ». Άλλοις λόγοις, η δικαστικώς ρυθμισμένη οφειλή αντιμετωπίζεται από τον πιστωτή ως ένα νέο δάνειο, με συνέπεια ο εκτοκισμός που προβλέπεται στην απόφαση της ρύθμισης να συνδέεται ευθέως με τα (γενικώς) ισχύοντα επί τραπεζικού δανεισμού. Η θεώρηση αυτή συνεπάγεται ευθέως η καταβλητέα δόση που ορίζεται στην απόφαση που εκδίδεται επί της αίτησης του δανειολήπτη και αφορά τη ρύθμιση του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, να μην ταυτίζεται με την αναγραφόμενη στο διατακτικό της απόφασης αυτής, καθόσον το τελικό ποσό προκύπτει αφού προστεθούν και οι προβλεπόμενοι τόκοι, το ακριβές ύψος των οποίων δεν είναι δυνατό να ορισθεί εκ των προτέρων, από το Δικαστήριο, αφού αφενός ανάγονται σε μελλοντικό χρόνο (χρόνος αποπληρωμής) και αφετέρου αυξομειώνονται σύμφωνα με τις εκάστοτε σχετικές ανακοινώσεις του στατιστικού δελτίου της ΤτΕ. Το ποσό δηλαδή της εκάστοτε καταβλητέας μηνιαίας δόσης, σύμφωνα με το σκέλος του διατακτικού της απόφασης που ρυθμίζει τη διάσωση της κύριας κατοικίας κατ’ άρθρ. 9 παρ. 2 ν. 3869/2010, προκύπτει από το συνδυασμό τριών παραγόντων (κεφάλαιο, επιτόκιο, χρόνος) με μόνον μη γνωστό εκ των προτέρων παράγοντα, αυτόν του επιτοκίου.
Σύμφωνα με τους πιστωτές η διόγκωση παρίσταται εύλογη, λόγω της εφαρμογής του επιτοκίου στο εκάστοτε σύνολο του άληκτου κεφαλαίου του δανείου, κατά παραπομπή στα γενικώς ισχύοντα για τον τραπεζικό δανεισμό, με άντληση επιχειρήματος από την απαράλλακτη λεκτική διατύπωση της απόφασης με τη χρήση των φράσεων «μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου», «στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος» και «επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων της Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ε.Κ.Τ».
Η πρακτική αυτή οδήγησε σε πρόσφατες αποφάσεις των Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων ανά την Επικράτεια, οι οποίες απεφάνθησαν επί αιτήσεων ερμηνείας που άσκησαν οι δανειολήπτες με αίτημα την ερμηνεία του πανομοιότυπου λεκτικού που περιλαμβάνεται στο διατακτικό των οικείων αποφάσεων, με εκτοκισμό επί της μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού κεφαλαίου της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 για την προστασία της κυρίας κατοικίας τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι εφαρμοστές του δικαίου, ασχολήθηκαν εκτενώς με το ζήτημα του τρόπου υπολογισμού του επιτοκίου της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 για την προστασία της κυρίας κατοικίας του δανειολήπτη, κλίνοντας κατά τη συντριπτική τους πλειοψηφία ότι πράγματι παρίσταται ανάγκη ερμηνείας των εκδοθεισών αποφάσεων, ως προς το σημείο αυτό, υπό το πρίσμα του εκτοκισμού επί της μηνιαίας δόσης και όχι επί του συνολικού κεφαλαίου της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 για την προστασία της κυρίας κατοικίας του δανειολήπτη, καταλήγοντας ότι η καταβολή των παραπάνω δόσεων θα γίνεται εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο αποπληρωμής σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του τόκου υπολογιζόμενου επί του ποσού της ανωτέρω ορισθείσας δόσης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα την κρατούσα νομολογία, γίνεται δεκτό ότι με την αποδοχή της αίτησης του δανειολήπτη, παύει η ισχύς των πιστωτικών συμβάσεων που εισήχθησαν προς δικαστική ρύθμιση και παρεπομένως των όρων που περιέχονται σε αυτές. Η αποδοχή της αίτησης του υπερχρεωμένου δανειολήπτη οδηγεί σε αναδιάρθρωση των οφειλών του με τον εκ νέου προσδιορισμό του ύψους αυτών και του τρόπου αποπληρωμής τους. Το καταβλητέο στο πλαίσιο της ρυθμίσεως του άρθρου 9 παρ.2 ποσό δεν αποτελεί, συνεπώς, ένα νέο δανειακό προϊόν, δεν υπόκειται στους περιλαμβανόμενους στις αρχικές πιστωτικές συμβάσεις όρους και δεν διέπεται από τους κανόνες του τραπεζικού δανεισμού. Άλλωστε, και ο ίδιος ο νόμος αναφέρει ότι οι μη εμπραγμάτως εξασφαλισμένες οφειλές σταματούν να εκτοκίζονται, πράγμα που δεν συνάδει με τα τραπεζικώς ισχύοντα. Η νομική τεκμηρίωση της άποψης αυτής εκκινεί δηλαδή τόσο από τη ratio των εφαρμοστέων διατάξεων, που είναι η διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος οφειλέτη, όπου αυτή υπάρχει, όσο και από την ιστορική βούληση του Νομοθέτη, ο οποίος όταν όρισε το αναφερόμενο επιτόκιο ουσιαστικά είχε υπόψη του την μεταβαλλόμενη σε βάθος χρόνου αξία του χρήματος, την αξία δηλαδή που θα είχε η ορισθείσα μηνιαία δόση στο πέρασμα των ετών, κατά τα οποία διαρκεί η υποχρέωση καταβολής του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, μετά από 20 έως 35 χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση, δοθείσας και της τελευταίας νομοθετικής μεταβολής, βάσει της οποίας ρητώς πλέον ορίζεται ότι ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του, με αποτέλεσμα η οριζόμενη διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 αποτελεί την οροφή και όχι τη βάση του υπολογισμού.
Είναι γεγονός ότι αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως αποτέλεσμα τον εκ νέου εγκλωβισμό του υπερχρεωμένου δανειολήπτη σε μία κατάσταση από όπου δεν θα μπορούσε ποτέ να απεγκλωβιστεί, με την καταβολή δόσεων υπέρμετρων πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων και καταστρατηγώντας το σκοπό και το πνεύμα του Νόμου, ανατρέποντας το δεδικαμένο. Τούτο και για το λόγο ότι το κρίναν Δικαστήριο, αν και δεν γνώριζε το ακριβές ποσό του τόκου, ωστόσο, καθόρισε τη δόση για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, αφού πρώτα έλαβε υπόψη του τα εισοδήματα του δανειολήπτη, ορίζοντας το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του νοικοκυριού του, λαμβάνοντας υπόψη και τα εύλογα συμφέροντα των πιστωτών.
Σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και ιδίως οι δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν το νομικό παράδοξο να κινδυνεύουν να εκπέσουν από τη δικαστική ρύθμιση, ενώ παραμένουν συνεπείς στην καταβολή της ορισθείσας δόσης, αναμένουν με ζέον ενδιαφέρον την επικείμενη τοποθέτηση της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, στην οποία εισάγεται το ζήτημα του υπολογισμού του επιτοκίου των μηνιαίων δόσεων για τη διάσωση της κύριας κατοικίας (ΑΠ Πράξη 2/2024), ως νομικό ζήτημα που είναι δυσχερές και γενικότερου ενδιαφέροντος, έχοντας συνέπειες σε ευρύτερο κύκλο προσώπων.
Μέχρι την τελική κρίση του Ανωτάτου Ακυρωτικού, η εκδίκαση των εκκρεμών δικών στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα αναβάλλονται ή αναστέλλονται, εξαιρουμένης της προσωρινής δικαστικής προστασίας.
*Η κ. Αργυρώ Μ. Ζαρουχλιώτη είναι Δικηγόρος Ειδικευμένη στο Αστικό Δίκαιο, Δ.Ν Παν/μιου Αθηνών
Δείτε το σχετικό σεμινάριο: Η Προστασία υπερχρεωμένων δανειοληπτών εντός και εκτός Ν 3869/2010.