Πενήντα και ένα χρόνια μετά, στις 21 Φεβρουαρίου 1973 χιλιάδες φοιτητές και φοιτήτριες κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής στην οδό Σόλωνος (τότε Μέγαρο Θεωρητικών Επιστημών, όπου στεγάζονταν και η Θεολογική και Φιλοσοφική Σχολή) εκφράζοντας τη διαμαρτυρία τους για τις ενέργειες της στρατιωτικής χούντας εναντίον του διαρκώς αναπτυσσόμενου φοιτητικού κινήματος. Ήδη, από το 1971, φοιτητές και φοιτήτριες είχαν αρχίσει να διεκδικούν, στο πλαίσιο της ελεγχόμενης «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, την κατάργηση των διορισμένων διοικητικών συμβουλίων των φοιτητικών συλλόγων και την διενέργεια ελεύθερων εκλογών. Η διεκδίκηση του συγκεκριμένου αιτήματος έγινε με συλλογές υπογραφών, αποχή από τα μαθήματα, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, εκδηλώσεις ενός κινήματος που σταδιακά συγκροτούνταν μέσα από τις αντιδράσεις των φοιτητών αλλά και τη δράση παράνομων αντιστασιακών οργανώσεων, όπως ήταν η ΑντιΕΦΕΕ, από μέλη κυρίως της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας και η Κομματική Οργάνωση Σπουδαστών (ΚΟΣ) του ΚΚΕ εσωτερικού.
Η χούντα εμφανίστηκε αμήχανη μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις. Έως τότε είχε αντιμετωπίσει κυρίως μικρές συνωμοτικές οργανώσεις, τις οποίες με βίαια μέσα εξάρθρωνε. Δεν ήταν, όμως, το ίδιο με ένα μαζικό και δημόσιο κίνημα. Οι πρώτες συλλήψεις φοιτητών αποδείχτηκαν άκαρπες, διότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ύπαρξη παράνομης οργάνωσης που αριθμούσε εκατοντάδες υποστηρικτές με δημόσια παρουσία. Πέρα από την αστυνομική βία, στις 10 Φεβρουαρίου 1973 εκδόθηκε το Νομοθετικό Διάταγμα 1347/1973, σύμφωνα με το οποίο, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας μπορούσε να διατάσσει τη διακοπή αναβολής κατάταξης στο στράτευμα εξαιτίας πειθαρχικής ποινής λόγω μη συμμετοχής στις παραδόσεις των μαθημάτων ή στις εξετάσεις ή λόγω προτροπής για αποχή από τα μαθήματα. Ο στόχος ήταν η απομάκρυνση των πλέον γνωστών στελεχών του φοιτητικού κινήματος. Και πράγματι την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισαν οι υποχρεωτικές στρατεύσεις. Οι αντιδράσεις ήταν έντονες με πορείες και αποχές για να κορυφωθούν με την κατάληψη της Νομικής Σχολής, ενέργεια που σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή των παράνομων φοιτητικών αντιστασιακών οργανώσεων.
Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες κατέλαβαν το κτίριο, ενώ πολλές και πολλοί ανέβηκαν στην ταράτσα, φωνάζοντας συνθήματα και τραγουδώντας. Η αστυνομία απέκλεισε μεν το κτίριο και τους γύρω δρόμους, αλλά πλήθος κόσμου μαζεύτηκε στην περιοχή, κυρίως στην οδό Ακαδημίας, όπου βρισκόντουσαν οι στάσεις των λεωφορείων για τα προάστια. Πολύ σύντομα το κύριο αίτημα για την κατάργηση του διατάγματος για τις υποχρεωτικές στρατεύσεις, υποσκελίστηκε από την Ελευθερία, λέξη που κυριάρχησε στα συνθήματα και στα πανό των φοιτητών. Το ίδιο βράδυ, ο δικτάτορας Στυλιανός Παττακός μετέβη στην Πρυτανεία για να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους φοιτητές και τη Σύγκλητο, θέλοντας να πιέσει όσο το δυνατόν περισσότερο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι φοιτητές δεν εκκένωσαν το κτίριο, παρέμειναν εντός του, ενώ σε ένδειξη συμπαράστασης Αθηναίοι άναψαν κεριά στον δρόμο και στα απέναντι μπαλκόνια. Το άλλο πρωί η κατάληψη συνεχίστηκε, παρά τις αντιδράσεις της αστυνομίας, η οποία επιχειρούσε να διαλύσει τους συγκεντρωμένους γύρω από το κτίριο, οι οποίοι συνεχώς πολλαπλασιάζονταν, χάρη και στη δημοσιότητα που είχε δώσει στο γεγονός ο Τύπος. Η στάση του τελευταίου ανάγκασε την χούντα να προχωρήσει σε ένα καθεστώς άτυπης λογοκρισίας, όπου απαγόρευσε στις εφημερίδες να γράφουν για το φοιτητικό κίνημα μόνο τις επίσημες ανακοινώσεις.
Σε ένδειξη συμπαράστασης Αθηναίοι άναψαν κεριά στον δρόμο και στα απέναντι μπαλκόνια
Τελικά, το απόγευμα της 22ας Φεβρουαρίου οι φοιτητές και οι φοιτήτριες, ύστερα από συνεννόηση με τη Σύγκλητο, αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το κτίριο, καθώς άλλωστε δεν υπήρχαν και οι προϋποθέσεις για να μείνουν παραπάνω. Στην αρχή, η εκκένωση του κτιρίου έγινε ομαλά, σύντομα όμως η Αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις και προσαγωγές στην περιοχή του κέντρου.
Το φοιτητικό κίνημα συνέχισε, τις επόμενες ημέρες, τον αγώνα του, διεκδικώντας με αποχές και πορείες την ικανοποίηση των αιτημάτων του. Στις 20 Μαρτίου 1973 πραγματοποιήθηκε η εκ νέου κατάληψη της Νομικής Σχολής. Σε αντίθεση, όμως, με την κατάληψη του Φεβρουαρίου, ο αριθμός των συγκεντρωμένων φοιτητών και φοιτητριών ήταν αισθητά μικρότερος (αν και εξακολουθούσαν να αριθμούν αρκετές εκατοντάδες), ενώ η Σύγκλητος, σε αντίθεση με τον Φεβρουάριο, αρνήθηκε κάθε διαπραγμάτευση και απείλησε ότι θα ζητούσε την επέμβαση της Αστυνομίας, εάν εξακολουθούσε η κατάληψη. Τελικά, η αστυνομία εισέβαλε και ακολούθησαν εξαιρετικά βίαιες συμπλοκές τόσο εντός του κτιρίου της Νομικής όσο και στους γύρω δρόμους.
Η δεύτερη κατάληψη, εξαιτίας της λογοκρισίας, πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων στην Ελλάδα. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο στο εξωτερικό, όπου ήδη από την πρώτη κατάληψη υπήρξε μια μεγάλη δημοσιότητα και ένα αντίστοιχο κίνημα συμπαράστασης. Η κατάληψη της Νομικής Σχολής ήταν η πρώτη οργανωμένη μαζική αντίδραση απέναντι στο καθεστώς, ξεσηκώνοντας ένα διεθνές κύμα συμπαράστασης προς τη νεανική διαμαρτυρία, σε μια εποχή όπου τα νεανικά κινήματα αμφισβήτησης έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους στον δυτικό κόσμο. Από την άλλη πλευρά, η κατάληψη της Νομικής υπήρξε το αποφασιστικό βήμα για την πολιτικοποίηση του φοιτητικού κινήματος, την υπέρβαση των συντεχνιακών αιτημάτων και τη διεκδίκηση της δημοκρατίας και της ελευθερίας, αιτήματα που δεν μπορούσαν να εκπληρωθούν παρά μόνο με την πτώση του καθεστώτος. Πλέον, το φοιτητικό κίνημα είχε αναδειχθεί στον κύριο φορέα μαζικής αντίδρασης απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς. Ο δρόμος που θα οδηγούσε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου είχε ανοίξει.
Πενήντα και ένα χρόνια μετά, η Νομική Σχολή και το Ιστορικό Αρχείο ΕΚΠΑ θέλοντας να τιμήσουν το μείζον αυτό γεγονός διοργάνωσαν έκθεση στη βιβλιοθήκη της Νομικής Σχολής (στο εμβληματικό κτίριο του Παλαιού Χημείου στην οδό Σόλωνος 104) με τίτλο: «Στ’ όνομα της ελευθερίας: Η κατάληψη της Νομικής και το αντιδικτατορικό κίνημα», η οποία διαρκεί ως τις 31 Μαρτίου 2024.
Η δεύτερη κατάληψη, εξαιτίας της λογοκρισίας πέρασε στα «ψιλά» των εφημερίδων στην Ελλάδα. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο στο εξωτερικό, όπου ήδη από την πρώτη κατάληψη υπήρξε μια μεγάλη δημοσιότητα και ένα αντίστοιχο κίνημα συμπαράστασης.
Η έκθεση αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στον αγώνα των φοιτητών και των φοιτητριών που αγωνίστηκαν ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία – ελάχιστο φόρο τιμής σε μια από τις πιο φωτεινές στιγμές του ελληνικού φοιτητικού κινήματος. Περιλαμβάνει τέσσερις ενότητες μέσα από τις οποίες ο θεατής περιηγείται σε μια σειρά τεκμήρια, φωτογραφίες και εφημερίδες, από την πρώτη μέρα της επιβολής του δικτατορικού καθεστώτος έως τη μετάβαση στη Δημοκρατία. Η έκθεση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε τεκμήρια του Ιστορικού Αρχείου του ΕΚΠΑ, αλλά και άλλων αρχειακών φορέων. Ένα μεγάλο μέρος της στηρίχτηκε επίσης σε υλικό που διέθεσαν στο Ιστορικό Αρχείο κάποιοι και κάποιες από τους πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες του φοιτητικού κινήματος. Χορηγός: Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η έκθεση είναι ανοιχτή από Δευτέρα έως Παρασκευή (10:00 -17:00).
Ο κ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΕΚΠΑ, Πρόεδρος Διοικούσας Επιτροπής Ιστορικού Αρχείου ΕΚΠΑ.