Ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας σε κάθε συνθήκη χωρίς διακρίσεις, ο
ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη, συνιστούν ύψιστες, οικουμενικές αξίες του νομικού και
πολιτικού μας πολιτισμού, που καθιστούν αναγκαία την προστασία των αναφαίρετων και
απαράγραπτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων όχι μόνο σε καιρό ειρήνης, αλλά και στις
περιόδους των πολεμικών συγκρούσεων. Η επιτακτική ανάγκη για προστασία των
αμάχων, των τραυματιών στα πεδία των μαχών, των αιχμαλώτων πολέμου, αλλά και των
άρρωστων και ευάλωτων πολιτών, οδήγησε στη γέννηση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού
Δικαίου, που απέκτησε την αρχική νομική του μορφή στα μέσα του 19ου αιώνα.
Η πρώτη σύμβαση της Γενεύης, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του
Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου υπεγράφη από 12 κράτη στις 22 Αυγούστου του 1864, στο πλαίσιο διεθνούς διπλωματικής διάσκεψης, που συγκλήθηκε με πρωτοβουλία της ελβετικής κυβέρνησης.
Αφορμή για την ανάδειξη της αναγκαιότητας θέσπισης διεθνών κανόνων για την περίθαλψη των τραυματιών και των αμάχων υπήρξε η δημοσίευση του βιβλίου του Ελβετού ανθρωπιστή και ακτιβιστή Ερρίκου Ντυνάν «Μια ανάμνηση από το Σολφερίνο», στο οποίο αποτύπωσε τη φρίκη που βίωσε ως αυτόπτης μάρτυρας της πιο αιματηρής μάχης της νεότερης ευρωπαϊκής Ιστορίας μετά τη μάχη του Βατερλό, κατά την οποία οι τραυματίες πέθαιναν εγκαταλελειμμένοι και αβοήθητοι, ενώ θα μπορούσαν να είχαν σωθεί με την κατάλληλη φροντίδα.
Στη διακυβερνητική αυτή συνθήκη, αναγνωρίστηκε η ουδετερότητα και ο ρόλος της διεθνούς επιτροπής για τη βοήθεια των τραυματιών, η οποία το 1876 μετεξελίχθηκε στο Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική οργάνωση παγκοσμίως μέχρι και σήμερα. Επιπλέον, η σύμβαση στόχευε στη βελτίωση των συνθηκών των τραυματιών και των ασθενών των εμπολέμων, καθιερώνοντας την υποχρέωση για παροχή της απαιτούμενης περίθαλψης και φροντίδας, ενώ παράλληλα ενεργοποίησε τη διεθνή κοινότητα για τη μετέπειτα σύναψη σειράς συμφωνιών, με τις οποίες ρυθμίζονται τα θέματα διεξαγωγής των ενόπλων συρράξεων. Σε αυτό το πλαίσιο, στις 6 Ιουλίου του 1906 υιοθετήθηκε η 2η σύμβαση της Γενεύης, με στόχο τη βελτίωση της τύχης των τραυματιών, ασθενών και ναυαγών των ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονται στη θάλασσα και στις 27 Ιουλίου του 1929 υπεγράφη η Τρίτη σύμβαση για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου.
Μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, η διεθνής κοινότητα, βαθύτατα
τραυματισμένη και συγκλονισμένη από τις φρικαλεότητες που αποκαλύφθηκαν με τις
δίκες της Νυρεμβέργης, αποφάσισε να επαναβεβαιώσει, να τροποποιήσει και να
επεκτείνει τις συμβάσεις της Γενεύης, προσθέτοντας και μια νέα συνθήκη, σχετικά με την
προστασία των αμάχων κατά τις ένοπλες συγκρούσεις. Οι συμβάσεις υπεγράφησαν στις
12 Αυγούστου του 1949 και συγκροτούν το θεμέλιο του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου.
Η προστασία της ανθρώπινης ζωής και της εγγενούς αξιοπρέπειας του ατόμου χωρίς
διακρίσεις, η αλληλεγγύη, ο ανθρωπισμός, η αρχή της αναλογικότητας, της στρατιωτικής
αναγκαιότητας και η αρχή της διάκρισης εμπολέμων και αμάχων, αποτελούν θεμελιώδεις
αρχές του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου που αντικατοπτρίζονται στις συμβάσεις της
Γενεύης. Οι συνθήκες αυτές εφαρμόζονται σε κάθε ένοπλη σύγκρουση, όταν τουλάχιστον
ένα από τα εμπόλεμα κράτη τις έχει επικυρώσει και αποσκοπούν στην προστασία των ανθρώπων που δε λαμβάνουν πλέον μέρος στις εχθροπραξίες. Επιπλέον, προωθούν τον
περιορισμό των μέσων και μεθόδων διεξαγωγής του πολέμου, με στόχο την αποφυγή της
μη ελεγχόμενης βίας και την τήρηση των ανθρωπιστικών αρχών. Οι συμβάσεις της
Γενεύης απαγορεύουν μεταξύ άλλων τα βασανιστήρια και τη σεξουαλική βία, τις επιθέσεις
κατά νοσοκομείων και του ιατρικού προσωπικού, ενώ κατοχυρώνεται η υποχρέωση για
παροχή της αναγκαίας περίθαλψης στους τραυματίες. Οι αιχμάλωτοι πρέπει να τυγχάνουν
ανθρωπιστικής μεταχείρισης και οι οικογένειες να ενημερώνονται το συντομότερο για την
τύχη των ανθρώπων τους.
Το 1977, υιοθετήθηκαν δύο πρόσθετα πρωτόκολλα, τα οποία επεκτείνουν τους όρους των
συμβάσεων του 1949 με πρόσθετα προστατευτικά μέτρα. Το πρώτο συμπληρωματικό
πρωτόκολλο αναφέρεται στην προστασία των θυμάτων των διεθνών ενόπλων
συγκρούσεων και το δεύτερο στην προστασία των θυμάτων των μη διεθνών ενόπλων
συγκρούσεων. Το 2005, υπεγράφη ένα τρίτο συμπληρωματικό πρωτόκολλο, με το οποίο
υιοθετείται το πρόσθετο διακριτικό έμβλημα του ερυθρού κρυστάλλου παράλληλα με τον
ερυθρό σταυρό και την ερυθρά ημισέληνο.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο αναφέρεται στους όρους των συμβάσεων της Γενεύης και
των πρόσθετων πρωτοκόλλων τους κατά την εκδίκαση εγκλημάτων πολέμου, δίνοντας
ιδιαίτερη έμφαση σε σοβαρές παραβιάσεις, όπως εσκεμμένες δολοφονίες, βασανιστήρια
ή απάνθρωπη μεταχείριση συμπεριλαμβανομένων και των βιολογικών πειραμάτων,
εσκεμμένη πρόκληση κακουχιών ή τραυματισμών ή βλάβη της υγείας ενός ατόμου,
εξαναγκασμός ενός ατόμου να υπηρετήσει στις εχθρικές δυνάμεις, εσκεμμένη στέρηση
του δικαιώματος για δίκαιη δίκη σε πρόσωπο που κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου.
Άλλες σοβαρές παραβιάσεις συνιστούν η κράτηση ομήρων, η εκτεταμένη καταστροφή και
ιδιοποίηση των περιουσιών που δεν δικαιολογείται από στρατιωτική αναγκαιότητα και
πραγματοποιείται παράνομα και αναίτια, οι παράνομες απελάσεις.
Στη σημερινή εποχή, που η γεωπολιτική αστάθεια είναι εμφανής σε κάποια σημεία του πλανήτη και αρκετοί λαοί πλήττονται από ένοπλες συγκρούσεις, οι συμβάσεις της Γενεύης παραμένουν επίκαιρες και διαδραματίζουν κομβικό ρόλο για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Διεθνείς Οργανισμοί με προεξάρχοντα τον Ερυθρό Σταυρό εργάζονται συστηματικά, προκειμένου να διασφαλίσουν τη διαφύλαξη των ανθρωπιστικών αρχών που πρεσβεύουν. Οι συμβάσεις της Γενεύης συνιστούν δυναμικά εργαλεία με στόχο την προώθηση των αρχών της αλληλεγγύης, της ειρήνης και της δικαιοσύνης σ’ έναν κόσμο που συνεχώς δοκιμάζεται από τη βία και τις συγκρούσεις. Στο σημερινό κόσμο, η δέσμευση όλων για προστασία και υποστήριξη των θυμάτων των πολεμικών συγκρούσεων παραμένει πιο κρίσιμη από ποτέ.
*Ο κ. Γιώργος Σταμάτης είναι Βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ. και Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης.