fbpx

Τα δικαιώματα των καταναλωτών ως πολιτικές και νομικές κατοχυρώσεις

Η έννοια των καταναλωτικών δικαιωμάτων αποκτά διακριτό περιεχόμενο και θέτει κατά τρόπο λογικό και αναμενόμενο την απαίτηση για την ισχυρή πολιτική και νομική κατοχύρωσή τους

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Η παγκοσμιοποίηση της αγοράς, συνεπεία των ραγδαία συντελούμενων αλλαγών σε οικονομικό και τεχνολογικό επίπεδο διεθνώς, έχει συμβάλει στην ανάπτυξη ενός μοντέλου καταναλωτικής συμπεριφοράς με διαπολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπου τόσο οι βασικές ανάγκες των καταναλωτών όσο και τα αγαθά που τις ικανοποιούν τείνουν να έχουν κοινά στοιχεία, ανεξαρτήτως τοπικών διαφορών. Κατά συνέπεια, οι προβληματισμοί που αφορούν στη σχέση των καταναλωτών με την αγορά προσλαμβάνουν, ομοίως, διατοπικές διαστάσεις, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τις κοινές πολιτικές που χαράσσονται και υιοθετούνται από τις κυβερνήσεις με επίκεντρο κάποιον κεντρικό διεθνή ή περιφερειακό πολιτικό σχηματισμό (π.χ. Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, Ευρωπαϊκή Ένωση) σε σχέση με την αναγκαιότητα της προστασίας των καταναλωτών από τους κινδύνους που εγκυμονεί το σύγχρονο συναλλακτικό περιβάλλον για την υγεία, την ασφάλεια και τα οικονομικά τους συμφέροντα.

Οι συγκεκριμένοι προβληματισμοί γίνονται εντονότεροι με βάση το γεγονός ότι η αγορά διεισδύει ταχέως στην ψηφιακή σφαίρα και μετατρέπεται σε έναν δαιδαλώδη χώρο, του οποίου ο διαρκής και συστηματικός έλεγχος είναι από τη φύση του ένα δύσκολο εγχείρημα, θέτοντας την απαίτηση για αναλόγως αποτελεσματικές όσο και πρωτοποριακές μορφές προστασίας. Ως μια τέτοια μπορεί, για παράδειγμα, να θεωρηθεί η εξωδικαστική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών, που αποτελεί πεδίο εντατικής νομοθέτησης τα τελευταία χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Ξεκίνησε με τις Συστάσεις 98/257/ΕΚ και 2001/310/ΕΚ σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών, ακολούθησαν η Οδηγία 2013/11/ΕΕ για την εναλλακτική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών και ο Κανονισμός ΕΕ 524/2013 για την ηλεκτρονική επίλυση διαφορών, ενώ αυτή την περίοδο διανύουμε τη διαδικασία αναθεώρησης της Οδηγίας 2013/11/ΕΕ, κατόπιν έγκρισης σχετικής νομοθετικής πρότασης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η εξωδικαστική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ένας νέος τύπος νομικής και ηθικής εξουσιοδότησης των καταναλωτών, εκ του γεγονότος ότι οι περισσότερες διαφορές κατανάλωσης ενέχουν, λόγω της φύσης τους (μικροδιαφορές), δυσαναλογία οικονομικού διακυβεύματος και κόστους-χρόνου για τη δικαστική ρύθμισή τους, που λειτουργεί αποτρεπτικά για την αποτελεσματική διεκδίκηση των αξιώσεων των καταναλωτών. Στο πλαίσιο αυτό, η εξασφάλιση της δυνατότητας για την εξωδικαστική διευθέτηση αυτών των διαφορών, σε σύντομο χρόνο και ανέξοδα, αποτελεί σαφή θεσμική μέριμνα για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στη λειτουργία της αγοράς και της ικανότητάς τους να εκμεταλλευθούν πλήρως τις δυνατότητες που τους προσφέρει.

Η όλη συζήτηση παραπέμπει στη συστηματοποίηση των καταναλωτικών δικαιωμάτων, τα οποία αναγνωρίζονται με το άρθρο 38 της Χάρτας της Ε.Ε. για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα, κατά διεύρυνση της έννοιας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, που χαίρουν ήδη μέγιστου πολιτικού και νομικού σεβασμού στο σύνολο σχεδόν των Συνταγματικών κειμένων των δημοκρατικών χωρών του πλανήτη. Επιπλέον, το άρθρο 153 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που εισήχθη με τη Συνθήκη του Μάαστριχ, κάνει λόγο για την προστασία των καταναλωτών, χρησιμοποιώντας εξειδικευμένο λεξιλόγιο περί δικαιωμάτων. Ο αρχικός εντοπισμός, βέβαια, της έννοιας των καταναλωτικών δικαιωμάτων μας πηγαίνει πίσω στο 1985 και την υιοθέτηση από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών των «Οδηγιών για την Προστασία του Καταναλωτή» (Ψήφισμα 39/248), με σκοπό τη θεμελίωση ηθικής συμπεριφοράς από τους εκπροσώπους του εμπορίου και την ανάπτυξη κανόνων ανταγωνισμού για τη συγκράτηση των τιμών, σε συνδυασμό με τη διάθεση ασφαλών και ποιοτικών προϊόντων στην αγορά.

Γίνεται φανερό ότι η έννοια των καταναλωτικών δικαιωμάτων αποκτά διακριτό περιεχόμενο και θέτει κατά τρόπο λογικό και αναμενόμενο την απαίτηση για την ισχυρή πολιτική και νομική κατοχύρωσή τους. Ο ισχυρισμός ότι τα καταναλωτικά δικαιώματα δύνανται να συστηματοποιήσουν μία καινούργια τυπολογία δικαιωμάτων εντάσσεται αυτοδίκαια στο πλαίσιο της ιστορικής διαδρομής της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της κατανόησης των προβλημάτων που προκύπτουν κατά την εφαρμογή τους.

Η εξελικτική πορεία των δικαιωμάτων του ανθρώπου συνδέθηκε με τις αναγκαιότητες που ανέκυψαν κάθε ιστορική στιγμή, προβάλλοντας συγκεκριμένα αιτήματα για τη ρύθμιση πρώτα των σχέσεων του ατόμου με άλλα άτομα, κατόπιν με το κράτος και εσχάτως με το φυσικό περιβάλλον

Η πρώτη γενιά δικαιωμάτων (ατομικά και πολιτικά) προβλήθηκε από την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (1776) και τη Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1791) και συνδέθηκε με τους δημοκρατικούς αγώνες των λαών για την εξασφάλιση μίας σειράς ελευθεριών απέναντι στο κράτος. Η δεύτερη γενιά δικαιωμάτων (κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά) αναπτύχθηκε ως αποτέλεσμα της αντίληψης της διεθνούς κοινότητας περί του αδιαίρετου των δικαιωμάτων, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική απόλαυση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών δίχως τη θετική παρέμβαση του κράτους σε διάφορα πεδία της δημόσιας ζωής (εκπαίδευση, υγεία, εργασία, κοινωνική ασφάλιση, κ.ά.), όπου απαιτούνται εξυπηρετικές παρεμβάσεις και παροχές. Και τέλος, η τρίτη γενιά δικαιωμάτων εξελίχθηκε μέσα από την ανάγκη να τεθεί ο άνθρωπος σαν σημείο αναφοράς ολόκληρου του πλανήτη και με κίνητρο την αλληλεγγύη των λαών να προαχθούν τα αιτήματα για καθαρό περιβάλλον, ανάπτυξη και ειρήνη.

Παρατηρούμε ότι η εξελικτική πορεία των δικαιωμάτων του ανθρώπου συνδέθηκε με τις αναγκαιότητες που ανέκυψαν κάθε ιστορική στιγμή, προβάλλοντας συγκεκριμένα αιτήματα για τη ρύθμιση πρώτα των σχέσεων του ατόμου με άλλα άτομα, κατόπιν με το κράτος και εσχάτως με το φυσικό περιβάλλον. Κατά τον ίδιο τρόπο, είναι δυνατός ο ισχυρισμός ότι οι οικονομικές και τεχνολογικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στον τρόπο που μετεξελίσσεται η αγορά, με προεκτάσεις μάλιστα όσον αφορά τον σεβασμό στοιχείων που επηρεάζουν την ευημερία (υλική και ψυχική), την ασφάλεια και ορισμένα άλλα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, δημιουργούν μία σύγχρονη ιστορική αναγκαιότητα για τη συστηματική ρύθμιση των σχέσεων του ατόμου με το συναλλακτικό περιβάλλον του εμπορίου στη βάση ενός σαφούς προσδιορισμού και μίας ισχυρής κατοχύρωσης αυτών των στοιχείων με την πολιτική και νομική σπουδή που έγινε και με τις υπόλοιπες γενιές δικαιωμάτων σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι και το Ελληνικό Σύνταγμα οριοθετεί μία σειρά ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που εμπεριέχουν ορατά ψήγματα μίας τέτοιας κατοχύρωσης, κάνοντας λόγο για το δικαίωμα των πολιτών στην προστασία της υγείας τους, στην πληροφόρηση, στην προστασία από την αθέμιτη συλλογή, επεξεργασία και χρήση προσωπικών δεδομένων, καθώς και στο δικαίωμα σύστασης μη κερδοσκοπικών σωματείων και ενώσεων (π.χ. καταναλωτικών) με σκοπό τη συλλογική έκφραση και διεκδίκηση. Αν και αυτές οι διατάξεις διατυπώνονται με τρόπο γενικόλογο και δεν συγκροτούν ένα σώμα από κατηγορηματικές και απερίφραστες δικαιοδοτήσεις ως προς την προστασία της υπόστασης των πολιτών συγκεκριμένα ως καταναλωτών, ωστόσο είναι εμφανές ότι η καταναλωτική διάσταση της πολιτιότητας αναπτύσσεται παράλληλα προς τις Συνταγματικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις σχέσεις του πολίτη με την κρατική εξουσία και την οργανωμένη κοινωνική συμβίωση, αναφερόμενη εν προκειμένω στις συναλλακτικές σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα σε καταναλωτές και προμηθευτές στο ευρύ πλαίσιο της αγοράς. Το είδος αυτών των σχέσεων συνιστά έναν κρίσιμο τομέα της δημόσιας πολιτικής, στο πλαίσιο της οποίας το κράτος (οφείλει να) παρεμβαίνει με ισχυρές νομοθετικές πρωτοβουλίες και αποτελεσματικές εκτελεστικές αρμοδιότητες.

* Ο κ. Αριστοτέλης Σταμούλας είναι Διευθυντής Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταναλωτή Ελλάδας.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -