Η πρόσφατη ΑΠ 100/2024 (Τμ. Ζ’) (αδημ.) έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 29, παρ. 1, εδ. α, του Ν 2971/2001, με την οποία τιμωρείτο «όποιος χωρίς άδεια ή με υπέρβαση αυτής ή με άδεια που εκδίδεται κατά παράβαση του νόμου αυτού επιφέρει στον αιγιαλό, την παραλία, τη θάλασσα, τον πυθμένα, τη ζώνη λιμένα, τη μεγάλη λίμνη, πλεύσιμο ποταμό, όχθη ή παρόχθια ζώνη μεγάλης λίμνης ή πλεύσιμου ποταμού οποιαδήποτε μεταβολή με την κατασκευή, τροποποίηση ή καταστροφή έργων του εδάφους ή του πυθμένα με τη λήψη χώματος λίθων ή άμμου ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ανεξάρτητα αν με τον τρόπο αυτό επήλθε ζημία σε οποιονδήποτε», αποσκοπούσε στη διατήρηση και προστασία, από ανθρώπινες βλαπτικές παρεμβάσεις, του αιγιαλού, ως ουσιώδους στοιχείου του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας και στην αποτροπή της μεταβολής του προορισμού του αιγιαλού, ως κοινόχρηστου αγαθού, που προστατεύεται από την πολιτεία, η οποία το διαχειρίζεται σύμφωνα με τη φύση του και τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, η ανωτέρω αξιόποινη πράξη συνιστά έγκλημα αποτελέσματος και επομένως για την πραγμάτωσή του απαιτείται η απόδειξη επέλευσης μεταβολής στον αιγιαλό, ανεξαρτήτως από το αν με τη μεταβολή προκλήθηκε ζημία ή μη στον αιγιαλό (σχετ. ΑΠ 417/2020). Υπό την ισχύ, δε, της ανωτέρω διάταξης, η εν λόγω εγκληματική συμπεριφορά τιμωρείτο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους. Στη συνέχεια, η εν λόγω διάταξη καταργήθηκε από 4.3.2024, με το άρθρο 24, παρ. 1, του Ν 5092/2024 και με τα άρθρα 20 και 21 του νόμου αυτού θεσπίστηκε ευρύτερη προστασία του αιγιαλού και των λοιπών προστατευόμενων από το νόμο κοινόχρηστων χώρων από παράνομες παρεμβάσεις, αλλά και βαρύτερη ποινική μεταχείριση των προσβολέων – εγκληματιών. Μάλιστα, η ποινική μεταχείριση, πλέον, προβλέπεται με διαβαθμίσεις, με αποτέλεσμα να είναι κρίσιμης σημασίας η διάκριση μεταξύ της «απλής» μεταβολής του αιγιαλού που γίνεται χωρίς άδεια ή καθ’ υπέρβαση της άδειας ή με παρανόμως εκδοθείσα άδεια (η οποία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή) και της «βαριάς» μεταβολής αιγιαλού, η οποία ναι μεν λαμβάνει χώρα παρανόμως, δηλαδή χωρίς άδεια ή καθ’ υπέρβαση της άδειας ή με παρανόμως εκδοθείσα άδεια, αλλά, επιπλέον, επιφέρει (αιτιωδώς) ένα περαιτέρω αποτέλεσμα, το οποίο συνίσταται στη σημαντική οικολογική, περιβαλλοντική ή γεωμορφολογική διατάραξη ή βλάβη του αιγιαλού (και η οποία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή).
Έτσι, εκ των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι η έννοια και το περιεχόμενο της «μεταβολής» του αιγιαλού κατέχουν κεντρικό ρόλο για την κατάφαση ή μη της τέλεσης των σχετικών εγκλημάτων και δευτερευόντως, το είδος της μεταβολής καθορίζει τη βαρύτητα της εγκληματικής πράξης. Στο ερώτημα «τί συνιστά μεταβολή αιγιαλού;» έχουν δώσει απάντηση τα διοικητικά δικαστήρια που κρίνουν περιβαλλοντικές διαφορές, από τη σκοπιά του δημοσίου δικαίου και συμβάλλουν στην αποσαφήνιση των σχετικών εννοιών που χρησιμοποιούνται και από άλλους κλάδους δικαίου και εν προκειμένω από το ποινικό δίκαιο. Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία (βλ. ενδ. ΔΕφΠειρ 2285/23, ΔΕφΑθ 3/20 ΤΝΠ Qualex), η μεταβολή του αιγιαλού με ανθρώπινη ενέργεια, απαιτεί επέμβαση, η οποία μπορεί να συνίσταται στην εξ αρχής κατασκευή, ολική ή μερική ανακατασκευή ή τροποποίηση ή κατεδάφιση έργου ή του εδάφους ή του πυθμένα με τη λήψη χώματος, λίθων ή άμμου ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο.
Η με οποιοδήποτε από τους ως άνω τρόπους επέμβαση στον αιγιαλό, η οποία προκαλεί σαφή, εξωτερική αλλοίωση – διαφοροποίηση στην κατάσταση και τη μορφή του αιγιαλού, αυτή και μόνη, επιφέρει κατά νόμο, αλλά και κατά λογική αναγκαιότητα, μεταβολή αυτού. Συνεπώς, η παράβαση στοιχειοθετείται με μόνο το γεγονός της άνευ αδείας ή καθ’ υπέρβαση αυτής, ανθρώπινης επέμβασης εντός του χώρου του αιγιαλού, χωρίς να απαιτείται για τη θεμελίωση αυτής η περαιτέρω εξειδίκευση της μεταβολής. Είναι δε αδιάφορο για τη θεμελίωση της παράβασης, το γεγονός ότι η επελθούσα αλλοίωση της φυσικής κατάστασης του αιγιαλού, όχι μόνο δεν προξένησε βλάβη, αλλ’ αντίθετα βελτίωσε τη μορφή και κατέστησε ευχερέστερη και πλέον ασφαλή την κοινή χρήση αυτών. Η έλλειψη ή μη ζημίας, το μέγεθος και το είδος της κατασκευής κ.λπ., καθώς και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέσθηκε η μεταβολή συνιστούν απλώς στοιχεία συνεκτιμώμενα κατά την επιμέτρηση του επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου και στο πλαίσιο, δε, των ποινικών κυρώσεων, κατά την επιμέτρηση της σχετικής ποινής. Καθώς μιλούμε για «εκτέλεση έργου» στον αιγιαλό που μεταβάλει τη μορφή του, ορθότερο κρίνεται να συνδέεται η επίμαχη μεταβολή με εκτέλεση εργασιών στον αιγιαλό και να εμφανίζει στοιχεία μονιμότητας, καθώς παροδικές επεμβάσεις στον αιγιαλό (π.χ. με την τοποθέτηση επ’ αυτού τραπεζοκαθισμάτων, ομπρελών κ.λπ. μη πακτωμένων στο έδαφος), δεν μεταβάλουν τη μορφή του και συνεπώς δεν δύνανται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της επίμαχης διάταξης.
* Η κ. Κατερίνα Δ. Καραϊσκάκη είναι Σπουδάστρια της Εθνικής Σχολής Δικαστών (κατ. Εισαγγελέων), με μεταπτυχιακές σπουδές στο Γενικό Δημόσιο Δίκαιο (Aix – Marseille III) και υπ. ΔΝ.