fbpx
Κυριακή, 8 Σεπτεμβρίου, 2024

Το καλειδοσκόπιο της έμφυλης βίας

Από την πρώτη διατύπωση του ορισμού της γυναικοκτονίας, ως της «δολοφονίας μίσους κατά γυναικών που διαπράττεται από άνδρες», μέχρι τη διατύπωση στην οποία κατέληξε αρκετά χρόνια αργότερα, ως της «δολοφονίας γυναικών από άνδρες επειδή είναι γυναίκες»,  η συμβολή της Russell στην αναγνώριση του φαινομένου ήταν επαναστατική.

Χρόνος ανάγνωσης 21 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 21 λεπτά

Δείτε επίσης

Τι σημαίνει «γυναικοκτονία»; Ποιος και πότε καθιέρωσε τον όρο ; Μπορεί ή δεν μπορεί τελικά να υπάρξει η ποινική τυποποίηση της; Η υπόθεση στους Αγίους Αναργύρους, μόλις λίγα μέτρα από το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής, με τραγική «ηρωίδα» την 28χρονη Κυριακή Γρίβα, φέρνει στον αφρό και πάλι τη συζήτηση ως προς τη νομική αναγνώριση του όρου, αλλά και την αντιμετώπιση ενός φαινομένου που δείχνει ότι δύσκολα μπορεί να ξεριζωθεί. Με μέριμνα πάντα για την ενίσχυση του διαλόγου, το NB Daily αναδημοσιεύει άρθρο υπό τον τίτλο «Εγκλήματα και έμφυλες διαστάσεις: Η νομική αντιμετώπιση της «γυναικοκτονίας»;», γραμμένο από τη Δήμητρα Λάτσιου, Δικηγόρο, Συνεργάτιδα Κέντρου «ΔΙΟΤΙΜΑ», ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ (σσ: δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό της Νομικής Βιβλιοθήκης «Θεωρία και Πράξη Διοικητικού Δικαίου», στις 29/2/2024).

Της Δήμητρας Λάτσιου

Αν θέλαμε να δώσουμε έναν ευρύ -αλλά ταυτόχρονα ακριβή- ορισμό για τη γυναικοκτονία, θα λέγαμε ότι είναι η δολοφονία γυναικών, κοριτσιών και θηλυκών βρεφών για λόγους που συνδέονται με το φύλο τους.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει τη γυναικοκτονία ως τη «σκόπιμη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών επειδή είναι γυναίκες και κορίτσια» και διακρίνει τέσσερις βασικές περιπτώσεις γυναικοκτονίας: α) τη γυναικοκτονία που διαπράττεται από τον νυν ή πρώην σύντροφο, β) τη γυναικοκτονία που ανήκει στα λεγόμενα «εγκλήματα τιμής», δηλαδή στα εγκλήματα σε βάρος γυναικών που θεωρείται ότι παραβίασαν τους ηθικούς νόμους ή τις παραδόσεις της κοινωνικής τους ομάδας (σε περιπτώσεις μοιχείας, σεξ ή εγκυμοσύνης εκτός γάμου) και σκοτώνονται για την προστασία της «τιμής» της οικογένειας, γ) τη γυναικοκτονία που συνδέεται με ζητήματα προίκας, ιδίως την παροχή ανεπαρκών χρημάτων στον γάμο, και δ) τη γυναικοκτονία που διαπράττεται από άγνωστο στο θύμα δράστη (και συνηθέστερα συνοδεύεται από σεξουαλική βία), δηλαδή τη «μη οικεία» γυναικοκτονία, ένα έγκλημα που αφορά σε σεξουαλική επίθεση ή φονικό μισογυνισμό.

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), η γυναικοκτονία ορίζεται ως η «δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους». Ο όρος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, α) την δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, β) τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, γ) την δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής», δ) τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, ε) την δολοφονία γυναικών λόγω προίκας, στ) την δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους και της ταυτότητας φύλου τους, ζ) την δολοφονία αυτόχθονων γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, η) τη βρεφοκτονία και εμβρυοκτονία βασισμένη στην επιλογή φύλου, θ) περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων, ι) κατηγορίες μαγείας και ια) περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με συμμορίες, το οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών και την εμπορία γυναικών και κοριτσιών.

Ο όρος «γυναικοκτονία» αποδίδεται στην κοινωνιολόγο Diana Russell, η οποία τον εισήγαγε το 1976 κατά τη διάρκεια των εργασιών του Πρώτου Διεθνούς Δικαστηρίου για τα Εγκλήματα κατά των Γυναικών, στις Βρυξέλλες.

Ο όρος «γυναικοκτονία» αποδίδεται στην κοινωνιολόγο Diana Russell, η οποία τον εισήγαγε το 1976 κατά τη διάρκεια των εργασιών του Πρώτου Διεθνούς Δικαστηρίου για τα Εγκλήματα κατά των Γυναικών στις Βρυξέλλες, όπου περίπου 2.000 γυναίκες από 40 διαφορετικές χώρες συνεισέφεραν τις μαρτυρίες και εμπειρίες τους σχετικά με τις διάφορες μορφές εκδήλωσης της έμφυλης βίας.  Από την πρώτη διατύπωση του ορισμού της γυναικοκτονίας, ως της «δολοφονίας μίσους κατά γυναικών που διαπράττεται από άνδρες», μέχρι τη διατύπωση στην οποία κατέληξε αρκετά χρόνια αργότερα, ως της «δολοφονίας γυναικών από άνδρες επειδή είναι γυναίκες», η συμβολή της Russell στην αναγνώριση του φαινομένου ήταν επαναστατική· ξεπέρασε την ουδέτερη ως προς το φύλο ανθρωποκτονία και διατύπωσε τη θέση ότι η δολοφονία γυναικών εξαιτίας του φύλου τους είναι ένα συγκεκριμένο φαινόμενο που πρέπει να αντιμετωπιστεί με έναν συγκεκριμένο όρο. Ο ορισμός της γυναικοκτονίας, όπως διατυπώθηκε από τη Russell, με μικρές συνήθως διαφοροποιήσεις, υιοθετήθηκε παγκοσμίως σε επιστημονικό και κοινωνικό επίπεδο.

Η στατιστική αποτύπωση του φαινομένου

Σύμφωνα με παγκόσμια έρευνα για τις ανθρωποκτονίες, του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC), δημοσιευθείσα το 2019, 87.000 γυναίκες δολοφονήθηκαν το 2017. Περισσότερες από τις μισές από αυτές (58%) δολοφονήθηκαν από συντρόφους ή άλλα μέλη της οικογένειας, πράγμα που σημαίνει ότι 137 γυναίκες σε όλο τον κόσμο δολοφονούνται από μέλος της ίδιας τους της οικογένειας κάθε μέρα. Περισσότερο από το ένα τρίτο των γυναικών που δολοφονήθηκαν το 2017 σκοτώθηκαν από τον νυν ή πρώην σύντροφό τους.  Σημειωτέον ότι ο εκτιμώμενος αριθμός των γυναικών που δολοφονήθηκαν από συντρόφους ή άλλα μέλη της οικογένειάς τους το 2012 ήταν 48.000, συνεπώς, ο ετήσιος αριθμός των γυναικοκτονιών φαίνεται να αυξάνεται,  χωρίς να υπάρχουν ακόμα επαρκή στοιχεία για την περίοδο 2020-2021, τις επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19 και του περιορισμού κυκλοφορίας που εφαρμόστηκε, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε όλα τα κράτη.

Περαιτέρω, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Νοέμβριο 2019, σε εκδήλωση με θέμα «Έμφυλη Βία και τις Κοινωνικο-πολιτικές Πρακτικές. Η ακραία περίπτωση της «Γυναικοκτονίας», α) 2.600 γυναίκες στην ΕΕ χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο από ενδοοικογενειακή βία, β) το 82% των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας έχει θύματα τις γυναίκες, γ) 1 στις 2 δολοφονίες γυναικών παγκοσμίως γίνεται από τους συζύγους/συντρόφους και δ) 1 στις 3 γυναίκες και κορίτσια παγκοσμίως βιώνουν σωματική ή σεξουαλική βία κάποια στιγμή στη ζωή τους.

Δεν υπάρχει κρατική υπηρεσία που να ασχολείται αποκλειστικά και συστηματικά με την καταγραφή και μελέτη των έμφυλων εγκλημάτων και φυσικά δεν υπάρχει καταγραφή των γυναικοκτονιών ως τέτοιων, αφού ο όρος δεν αναγνωρίζεται επίσημα.

Αναφορικά με την Ελλάδα, τα μόνα επίσημα στοιχεία προέρχονται από την ΕΛΑΣ και τις ανά περιόδους εκθέσεις της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποια κρατική υπηρεσία που να ασχολείται αποκλειστικά και συστηματικά με την καταγραφή και μελέτη των έμφυλων εγκλημάτων και φυσικά δεν υπάρχει καταγραφή των γυναικοκτονιών ως τέτοιων, αφού ο όρος δεν αναγνωρίζεται επίσημα. Το κενό της Πολιτείας έχουν αναλάβει να καλύψουν οργανώσεις και φορείς, όπως το Ελληνικό Τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία, το οποίο τα τελευταία τρία χρόνια έχει ξεκινήσει τη συλλογή και ανάλυση των κοινωνικών χαρακτηριστικών των γυναικοκτονιών στη χώρα.

Το EIGE, σε μια προσπάθεια να υποστηρίξει τα κράτη μέλη της Ε.Ε. στην αρτιότερη συλλογή στατιστικών στοιχείων, πρότεινε το 2017 τη χρήση σχετικού «στατιστικού ορισμού». Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, γυναικτονία είναι «η δολοφονία μιας γυναίκας από ερωτικό σύντροφο και ο θάνατος μιας γυναίκας ως αποτέλεσμα πρακτικής που είναι επιβλαβής στις γυναίκες. Ως ερωτικός σύντροφος νοείται πρώην ή νυν σύζυγος ή σύντροφος, ανεξάρτητα από το αν ο/η δράστης/δράστρια έχει μοιραστεί ή μοιράζεται την ίδια κατοικία με το θύμα».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΛΑΣ μόλις το 2020 προχώρησε σε τροποποίηση του συστήματος καταγραφής των αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας, περιλαμβάνοντας πλέον στα στοιχεία της και πληροφορίες για τη σχέση θύματος-δράστη και το είδος της βίας. Η εκτίμηση των θυμάτων γυναικοκτονιών γίνεται μέσα από τη χρήση του άρθρου για την ανθρωποκτονία με δόλο ( άρθρο 299 ΠΚ ) σε συνδυασμό με τον νόμο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας (Ν 3500/2006). Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, τα έτη 2010-2020 δολοφονήθηκαν στη χώρα μας 114 γυναίκες με αιτία την ενδοοικογενειακή βία, σε σύνολο 328 ανθρωποκτονιών με θύμα γυναίκα. Την τελευταία δεκαετία, οι γυναικοκτονίες ως ποσοστό των γυναικών θυμάτων ανθρωποκτονίας φαίνεται να κυμαίνονται από 30,4-50%.

Γιατί γυναικοκτονία και όχι ανθρωποκτονία;

Η έμφυλη βία/βία κατά των γυναικών συνιστά εκδήλωση της ιστορικά διαπιστωμένης ανισότητας στις σχέσεις ισχύος μεταξύ γυναικών και ανδρών, η οποία οδήγησε στην κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών και στις διακρίσεις σε βάρος τους.  Η βία κατά των γυναικών αποτελεί δηλαδή έναν από τους ζωτικής σημασίας κοινωνικούς μηχανισμούς, μέσω των οποίων οι γυναίκες εξαναγκάζονται σε υποδεέστερη θέση σε σύγκριση με τους άνδρες.  Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η βία κατά των γυναικών περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πράξεων, από τη λεκτική παρενόχληση και άλλες μορφές συναισθηματικής κακοποίησης έως την καθημερινή σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση. Στο απώτερο άκρο του φάσματος αυτού βρίσκεται η γυναικοκτονία, με ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικοκτονιών να αφορά γυναίκες σε βίαιες σχέσεις και να διαπράττονται από τους νυν ή πρώην συντρόφους τους.  Οι γυναικοκτονίες διαπράττονται στο πλαίσιο ακριβώς των βαθιά εμπεδωμένων πατριαρχικών σχέσεων εξουσίας και ανδροκρατικών αντιλήψεων, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες οφείλουν να παραμένουν υποδεέστερες και υποτελείς των ανδρών, έκθετες στον κοινωνικό έλεγχο, την τιμωρία και τον «σωφρονισμό» μέσω της άσκησης κάθε μορφής έμφυλης βίας. Στο παρελθόν, οι γυναικοκτονίες εμφανίζονταν ως «εγκλήματα τιμής», ενώ μέχρι και σήμερα εμφανίζονται ως «εγκλήματα πάθους».

«Οι γυναικοκτόνοι έχουν τα κλειδιά του σπιτιού μας» είναι μία πρόταση που διατυπώνεται συχνά από το φεμινιστικό κίνημα, αποτυπώνοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο την πραγματικότητα.

Η γυναικοκτονία είναι λοιπόν η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας, ενώ η πιο διαδεδομένη μορφή γυναικοκτονίας είναι αυτή που διαπράττεται εντός του οικογενειακού πλαισίου. Οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο, δηλαδή, βρίσκονται εκτεθειμένες σε πολύ μεγάλο κίνδυνο να δολοφονηθούν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι από άνδρες που εμπιστεύονται ή/και αγαπούν. «Οι γυναικοκτόνοι έχουν τα κλειδιά του σπιτιού μας» είναι μία πρόταση που διατυπώνεται συχνά από το φεμινιστικό κίνημα, αποτυπώνοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο την πραγματικότητα.

Δεν είναι όλες οι ανθρωποκτονίες με θύματα γυναίκες γυναικοκτονίες. Η τυχαία δολοφονία μιας γυναίκας, για παράδειγμα κατά την διάρκεια μιας ληστείας ή ενός τροχαίου ατυχήματος, ή ακόμα περιπτώσεις αδιάκριτων επιθέσεων σε βάρος πληθυσμών δεν ανήκουν στην κατηγορία των γυναικοκτονιών. Περαιτέρω, ο «γυναικοκτόνος» δεν είναι ο κάθε δολοφόνος, αλλά μία ακραία μορφή τοξικής αρρενωπότητας, ένας δολοφόνος που κινητοποιείται από την εξουσιαστική του θέση στο πατριαρχικό πλαίσιο, που δρα ως ιδιοκτήτης των θηλυκών ανθρώπων και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση στην όποιας μορφής κυριαρχία του. Ταυτόχρονα, οι γυναικοκτονίες διαφέρουν από τις ανθρωποκτονίες με συγκεκριμένους τρόπους. Η γυναικοκτονία συνήθως διαπράττεται από άντρες αλλά κάποιες φορές συνεργούν και γυναίκες, συνήθως μέλη της ίδιας οικογένειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις την γυναικοκτονία διαπράττει ο σύντροφος ή πρώην σύντροφος που συνήθως είχε και μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά, δηλαδή απειλούσε, κακοποιούσε ή/και εκφόβιζε τη γυναίκα, η οποία πολύ συχνά βρίσκεται σε θέση φυσικής ή/και οικονομικής αδυναμίας σε σχέση με αυτόν. 

Με βάση τα ανωτέρω, μπορούμε να αντλήσουμε ορισμένα συμπεράσματα για τη σχέση γυναικοκτονίας-ανθρωποκτονίας: (α) Η γυναικοκτονία δεν ταυτίζεται με την ανθρωποκτονία του άρθρου 299 ΠΚ. (β) Η γυναικοκτονία αποτελεί μια ειδικότερη κατηγορία του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, η οποία λαμβάνει υπόψη το χαρακτηριστικό του φύλου, σε αντίθεση με τον ουδέτερο ως προς το φύλο όρο ανθρωποκτονία. (γ) Η διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ δεν καλύπτει επαρκώς την ανάγκη νομικής αναγνώρισης της γυναικοκοκτονίας, καθώς δεν περιλαμβάνει την έμφυλη διάσταση του εγκλήματος, δηλαδή την αφαίρεση ζωής λόγω σεξιστικών κινήτρων και χαρακτηριστικών. Στην περίπτωση της γυναικοκτονίας συναντώνται, με άλλα λόγια, δύο ακραίες όψεις της βίας, αυτή της ακραίας βίαιης συμπεριφοράς που συνίσταται στην αφαίρεση της ζωής ενός ανθρώπου από τη μία και, από την άλλη, αυτή της πιο ακραίας μορφής έμφυλης βίας. Η γυναικοκτονία δεν είναι δολοφονία, αλλά δολοφονία γυναικών εξαιτίας του φύλου τους.

Μετά τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, ο όρος «γυναικοκτονία» ξεκίνησε να χρησιμοποιείται στο πεδίο του δημόσιου λόγου στην Ελλάδα.

Μετά τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, ο όρος «γυναικοκτονία» ξεκίνησε να χρησιμοποιείται στο πεδίο του δημόσιου λόγου στην Ελλάδα. Το 2021, χρονιά κατά την οποία δολοφονήθηκαν 30 γυναίκες στην Ελλάδα «για λόγους που σχετίζονται με το φύλο τους»,  το αίτημα για τη νομική αναγνώριση του όρου διατυπώθηκε διευρυμένα, τόσο από γυναικείες/φεμινιστικές οργανώσεις όσο και από θεσμικούς φορείς. Τον Νοέμβριο 2021 ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε (δις) τροπολογία με θέμα την «καθιέρωση στην ελληνική ποινική νομοθεσία του εγκλήματος με σεξιστικά χαρακτηριστικά (ιδίως γυναικοκτονία)».  Τον ίδιο μήνα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας προέβη στην έκδοση της με αριθμ. 12/3.11.2021  εγκυκλίου προς τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών της χώρας, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στο έγκλημα της γυναικοκτονίας και στην ανάγκη νομοθετικής αναγνώρισής του.

Ο Γιάννης και η Κούλα Τοπαλούδη, γονείς της δολοφονημένης φοιτήτριας, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο
Αθηνών, Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020. Η Ελένη Τοπαλούδη δολοφονήθηκε τον Νοέμβριο του 2018 στη
Ρόδο. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/Παντελής Σαίτας

Νομοθετικό πλαίσιο για την αναγνώριση της έμφυλης διάστασης σε εγκλήματα με θύματα γυναίκες

Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (γνωστή ως «Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης»), η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2011, τέθηκε σε ισχύ το 2014 και υπογράφηκε από την ΕΕ το 2017, είναι το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό κείμενο του είδους του για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ευρώπη που αναγνωρίζει τη βία κατά των γυναικών ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως μορφή διάκρισης. Τα κράτη που την επικυρώνουν πρέπει να ακολουθούν συγκεκριμένα δεσμευτικά κριτήρια για την πρόληψη της έμφυλης βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών.  Στο άρθρο 3  της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης δίνεται μία σειρά ορισμών που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο προσδιορισμού της βίας και των διακρίσεων κατά των γυναικών. Ο όρος «βία κατά των γυναικών» νοείται ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως μορφή διάκρισης κατά των γυναικών και σημαίνει όλες τις πράξεις βίας βασιζόμενης στο φύλο, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα, φυσική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέλεσης τέτοιων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη αποστέρηση της ελευθερίας, είτε αυτή συμβαίνει στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό βίο (άρθρο 3 περ. α’). Ο όρος «βία με βάση το φύλο κατά των γυναικών» σημαίνει τη βία η οποία καταφέρεται εναντίον μιας γυναίκας για μόνο τον λόγο ότι είναι γυναίκα ή η οποία επηρεάζει τη γυναίκα κατά τρόπο δυσανάλογο (άρθρο 3 περ. δ’). Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης ρητά επίσης αναγνωρίζει τα θύματα έμφυλης βίας/βίας κατά των γυναικών ως υποκείμενα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διακρίσεων (άρθρο 3 περ. ε’). Επιπλέον, δίνει τον ορισμό του φύλου (gender), που σημαίνει τους κοινωνικά δομημένους ρόλους, συμπεριφορές, δραστηριότητες και ιδιότητες (χαρακτηριστικά γνωρίσματα) τις οποίες μια δεδομένη κοινωνία θεωρεί προσήκουσες και ενδεδειγμένες για τις γυναίκες και τους άνδρες (άρθρο 3 περ. γ’).

Τα κράτη οφείλουν να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτιστικών νορμών που ρυθμίζουν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ γυναικών και ανδρών και την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος των πρώτων

Οι όροι «βία κατά των γυναικών» και «βία με βάση το φύλο»/έμφυλη βία χρησιμοποιούνται συνήθως εναλλακτικά και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης εφαρμόζεται κυρίως στις γυναίκες, διότι καλύπτει μορφές βίας οι οποίες στρέφονται κατά των γυναικών λόγω του φύλου τους (αναγκαστική άμβλωση, ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων) ή/και οι οποίες επηρεάζουν δυσανάλογα τις γυναίκες (σεξουαλική βία, βιασμός, επίμονη παρακολούθηση, σεξουαλική παρενόχληση, ενδοοικογενειακή βία, αναγκαστικός γάμος, αναγκαστική στείρωση). Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο η βία κατά των γυναικών και η ενδοοικογενειακή βία δεν μπορούν να εξεταστούν χωρίς να ληφθούν υπόψη ζητήματα ισότητας των φύλων. Συνεπώς, η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης εντάσσει την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας στο πλαίσιο της επίτευξης της ισότητας των φύλων de jure και de facto. Το Προοίμιό της αναγνωρίζει τη δομική φύση αυτού του είδους βίας, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα αίτιο και αιτιατό των άνισων σχέσεων εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών και περιορίζει την πλήρη εξέλιξη των γυναικών.

Εκτός από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, και άλλα διεθνή νομοθετικά κείμενα αναγνωρίζουν έμφυλη διάσταση στη βία που ασκείται σε βάρος γυναικών. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών, η Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) των Ηνωμένων Εθνών, η Γενική Σύσταση Αριθμ. 19 της Επιτροπής CEDAW για τη βία κατά των Γυναικών, η Διακήρυξη του Πεκίνου και η Πλατφόρμα Δράσης που εγκρίθηκε στο Πεκίνο στις 15 Σεπτεμβρίου 1995 από την Τέταρτη Παγκόσμια Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη Γυναίκα (Δράση για τη Ισότητα, την Ανάπτυξη και Ειρήνη), η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, μαζί με το σύνολο των Προαιρετικών τους Πρωτοκόλλων που κυρώθηκαν, καλούν τα συμβαλλόμενα μέρη να υιοθετήσουν ολοκληρωμένες θεσμικές αλλαγές για την εξάλειψη εκείνων των εμποδίων που αποστερούν τις γυναίκες και τα κορίτσια από την πλήρη απόλαυση των δικαιωμάτων τους.

Η αναγνώριση της έμφυλης βίας/βίας κατά των γυναικών ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως μορφή διάκρισης κατά των γυναικών προσδιορίζει τις δεσμευτικές υποχρεώσεις των κρατών για την πρόληψη, την εξάλειψη και την τιμωρία αυτής της βίας. Τα κράτη οφείλουν να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτιστικών νορμών που ρυθμίζουν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ γυναικών και ανδρών και την εξάλειψη των διακρίσεων σε βάρος των πρώτων· πόσο μάλλον όταν οι διακρίσεις αυτές εμφανίζονται ως μορφές έμφυλης βίας, η οποία στην πιο ακραία της μορφή μπορεί να εκδηλωθεί και ως προσβολή του έννομου αγαθού στη ζωή.

Από το 2007, αρκετά κράτη της Λατινικής Αμερικής έχουν εισαγάγει το έγκλημα της «γυναικοκτονίας» στους ποινικούς τους κώδικες ή σε ειδικούς νόμους.

Η ποινική τυποποίηση της «γυναικοκτονίας»

Η διάκριση της δολοφονίας μιας γυναίκας όταν τα αίτια της βασίζονται στο φύλο και η αναγνώριση αυτής ως γυναικοκτονίας κρίνεται, το δίχως άλλο, επιβεβλημένη και σκόπιμη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ορισμένα κράτη έχουν ποινικοποιήσει ειδικά τις μορφές δολοφονίας γυναικών και κοριτσιών που σχετίζονται με το φύλο. Από το 2007, αρκετά κράτη της Λατινικής Αμερικής έχουν εισαγάγει το έγκλημα της «γυναικοκτονίας» στους ποινικούς τους κώδικες ή σε ειδικούς νόμους. Αντί να δημιουργήσουν ειδικά αδικήματα, ορισμένα κράτη έχουν επεκτείνει τον ορισμό των υφιστάμενων αδικημάτων ανθρωποκτονίας, συμπεριλαμβάνοντας στοιχεία που σχετίζονται με το φύλο σε αυτόν τον ορισμό ενώ σε άλλα κράτη, στοιχεία που σχετίζονται με το φύλο έχουν συμπεριληφθεί μεταξύ άλλων επιβαρυντικών περιστάσεων που ισχύουν, όχι μόνο για την ανθρωποκτονία αλλά και για άλλα αδικήματα. Σε ορισμένα κράτη, τέλος, η ίδια η δολοφονία του θύματος θεωρείται ως επιβαρυντικός παράγοντας σε αδικήματα που σχετίζονται με το φύλο, όπως ο βιασμός ή η σεξουαλική βία.  Με ποιον τρόπο θα μπορούσε λοιπόν η «γυναικοκτονία» να αναγνωριστεί και να τυποποιηθεί ως έγκλημα στο ποινικό δίκαιο της Ελλάδας, όπου η ανθρωποκτονία με δόλο τιμωρείται με την βαρύτατη των ποινών, δηλαδή με ισόβια κάθειρξη;

Πράγματι, η διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ ορίζει ότι «όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη».  Η διάταξη της παρ. 2 ωστόσο ορίζει ότι «αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη».  Ακόμη, το άρθρο 311 ΠΚ , το οποίο τυποποιεί τη θανατηφόρα σωματική βλάβη, ορίζει ότι «αν η σωματική βλάβη είχε επακόλουθο το θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη».  Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως σε περιπτώσεις διαφορετικού νομικού χαρακτηρισμού της αφαίρεσης της ζωής μίας γυναίκας εξαιτίας του φύλου της, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται διαφορετικά. Με άλλα λόγια, σε περίπτωση που οι εισαγγελικές και δικαστικές αρχές κρίνουν ότι η αφαίρεση της ζωής μίας γυναίκας «αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής» ή ότι ο θάνατος της παθούσας προέκυψε ως επακόλουθο βαριάς σωματικής της βλάβης, την οποία είτε επιδίωκε είτε όχι ο δράστης, η επαπειλούμενη ποινή είναι η πρόσκαιρη κάθειρξη. Σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις ωστόσο δεν αναγνωρίζεται η έμφυλη διάσταση των σχετικών εγκλημάτων.

Μία προσέγγιση αντιμετώπισης του φαινομένου των γυναικοκτονιών μέσω της τυποποίησής τους θα ήταν η τροποποίηση του άρθρου 82Α ΠΚ  περί εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, που ορίζει ότι εάν ο δράστης επέλεξε το θύμα λόγω ενός χαρακτηριστικού του, τότε το ελάχιστο όριο της ποινής που μπορεί να του επιβληθεί αυξάνεται και, ειδικά στα κακουργήματα, αυξάνεται κατά δύο έτη.

Το φύλο (gender) ως λόγος διάκρισης, όπως αναφέρεται στα διεθνή κείμενα που προαναφέρθηκαν, ανήκει στα χαρακτηριστικά που πρέπει να περιλαμβάνονται στο άρθρο 82Α. Έτσι, το άρθρο 82Α μπορεί να τροποποιηθεί ώστε αφενός ο τίτλος του να περιλαμβάνει και τα σεξιστικά χαρακτηριστικά και, αφετέρου, να προβλέπει ότι εάν ο δράστης ανθρωποκτονίας επιλέξει το θύμα λόγω του φύλου του, θα έχει αυστηρότερη ποινική μεταχείριση. Μία άλλη προσέγγιση θα ήταν η τροποποίηση του άρθρου 299 Π.Κ. μέσω της πρόβλεψης επιβαρυντικής περίπτωσης όταν ο δράστης ανθρωποκτονίας στρέφεται κατά ενήλικης ή ανήλικης γυναίκας, την οποία επιλέγει λόγω του φύλου της. Συμπληρωματικά, θα μπορούσε να προβλεφθεί υποχρέωση μνείας στην αιτιολογία της απόφασης για τον χαρακτήρα του εγκλήματος του άρθρου 299 ως «γυναικοκτονίας», ακόμα και σε περιπτώσεις που ο δράστης τιμωρείται για τις ειδικές περιστάσεις του αδικήματος δυνάμει άλλης ποινικής διάταξης.

Οι ως άνω προσεγγίσεις δεν είναι αντιπαραθετικές αλλά συμπληρωματικές η μία προς την άλλη, καθώς αποσκοπούν στην αναγνώριση της έμφυλης διάστασης των εγκλημάτων με σεξιστικά χαρακτηριστικά -εν προκειμένω αυτών που έχουν ως αποτέλεσμα την αφαίρεση της ζωής μίας γυναίκας λόγω του φύλου της- και στην ανάλογη ποινική μεταχείριση των δραστών των εγκλημάτων αυτών, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν στην κατεύθυνση πρόληψης και αντιμετώπισης των γυναικοκτονιών και της έμφυλης βίας γενικά.

Η αναφορά στην ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά φύλου στο άρθρο 82Α ΠΚ για τα εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά δεν επαρκεί για την εφαρμογή του σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών.

Η γυναικοκτονία (δεν) μπορεί να υπάρξει στον Ποινικό Κώδικα

Στο σημείο αυτό, είναι σκόπιμο να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις στα αντεπιχειρήματα που διατυπώνονται σε σχέση με την ποινική τυποποίηση της «γυναικοκτονίας».

Η τυποποίηση της γυναικοκτονίας διόλου συμβολικό χαρακτήρα έχει. Μόνη η καταγραφή των γυναικοκτονιών ως τέτοιων σε δικαστικές αποφάσεις είναι ένα βήμα στην κατεύθυνση αναγνώρισης και αντιμετώπισης του φαινομένου. Περαιτέρω, το επιχείρημα πως η ανθρωποκτονία τιμωρείται ήδη με ισόβια κάθειρξη (άρθρο 299 παρ. 1 ΠΚ) -οπότε η πρόβλεψη οποιασδήποτε επιβαρυντικής περίπτωσης αποτελεί lex imperfecta- καταρρίπτεται από την καθόλα πραγματική κατάσταση της μεταβλητότητας των ποινών, τόσο σε επίπεδο δικαστικής επιμέτρησης όσο και σε επίπεδο νομοθετικών μεταρρυθμίσεων. Όπως επίσης ήδη αναφέρθηκε, σε περιπτώσεις διαφορετικού νομικού χαρακτηρισμού της αφαίρεσης της ζωής μίας γυναίκας λόγω του φύλου της, το επαπειλούμενο πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται διαφορετικά, ενώ πουθενά στον ΠΚ δεν αναγνωρίζεται η έμφυλη/σεξιστική διάσταση των σχετικών εγκλημάτων.

Περαιτέρω, η αναφορά στην ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά φύλου στο άρθρο 82Α ΠΚ για τα εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά δεν επαρκεί για την εφαρμογή του σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών. Ως ταυτότητα φύλου νοείται ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Ως χαρακτηριστικά φύλου νοούνται τα χρωμοσωμικά, γονιδιακά και ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, και δευτερογενή χαρακτηριστικά, όπως η μυϊκή μάζα, η ανάπτυξη μαστών ή τριχοφυΐας. Ο Ν 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου, ο οποίος περιλαμβάνει τους ανωτέρω ορισμούς, προβλέπει την προστασία του δικαιώματος στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου ως στοιχείου της προσωπικότητας κάθε ατόμου και του δικαιώματος στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά φύλου του, αναφερόμενος στα τρανς και ίντερσεξ άτομα. 

Τα ειδικά μέτρα τα οποία είναι αναγκαία για την πρόληψη και προστασία των γυναικών από την έμφυλη βία δεν θεωρούνται διακριτική μεταχείριση, σύμφωνα τόσο με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (άρθρο 4 παρ. 4) όσο και με το Σύνταγμα

Ακόμη, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν είναι όλες οι ανθρωποκτονίες με θύματα γυναίκες και δράστες άνδρες γυναικοκτονίες καθώς και ότι γυναικοκτονίες μπορούν να διαπραχθούν και από γυναίκες σε βάρος άλλων γυναικών, η τυποποίηση της γυναικοκτονίας δεν εισάγει (αντισυνταγματική) διάκριση με βάση το φύλο είτε θύματος είτε δράστη. Τα ειδικά μέτρα τα οποία είναι αναγκαία για την πρόληψη και προστασία των γυναικών από την έμφυλη βία δεν θεωρούνται διακριτική μεταχείριση σύμφωνα τόσο με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (άρθρο 4 παρ. 4) όσο και με το Σύνταγμα. Ειδικότερα, το άρθρο 4 παρ. 4  της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης προβλέπει ότι «ειδικά μέτρα που είναι απαραίτητο να ληφθούν για την πρόληψη και την προστασία των γυναικών από βία με βάση το φύλο δεν θα θεωρούνται διάκριση σύμφωνα με τους όρους της παρούσας Σύμβασης», ενώ επίσης σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 2  του Συντάγματος, «δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Οι άνδρες, εξάλλου, ποτέ δεν δολοφονούνται απλά και μόνο εξαιτίας του φύλου τους.

Προκειμένου ακριβώς να υλοποιηθεί η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας χρειάζεται να αναγνωριστούν νομοθετικά μορφές έμφυλων εγκλημάτων, ώστε να αντιμετωπιστούν ανάλογα πράξεις έμφυλης βίας και καταπάτησης θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι οποίες παραμένουν αποσιωπημένες και αγνοημένες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο βιασμός που τελούνταν από σύζυγο σε βάρος συζύγου μέχρι την ψήφιση του Ν 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας ήταν σύννομος. Παρομοίως, η παρενοχλητική παρακολούθηση (stalking) (άρθρο 333 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ ) και η κατάπειση γυναίκας σε ακρωτηριασμό των γεννητικών της οργάνων ( άρθρο 315 ΠΚ ) τυποποιήθηκαν για πρώτη φορά ως εγκλήματα μετά την κύρωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.

Επίλογος

Ως η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας, οι γυναικοκτονίες αποτελούν εγκληματικές πράξεις στις οποίες συμπυκνώνονται με τον πιο εμφανή τρόπο τα έμφυλα στερεότυπα για την ανδρική κυριαρχία πάνω στο θηλυκό σώμα. Η δολοφονία μίας γυναίκας από τον νυν ή πρώην σύζυγο/σύντροφό της είναι τις περισσότερες φορές η κατάληξη μίας βίαιης, εξαναγκαστικής και ελεγκτικής σχέσης μαζί του. Γνωρίζοντας αυτό, η γυναικοκτονία δεν είναι μία ξαφνική, παράδοξη ανατροπή αλλά κάτι που θα μπορούσε να προβλεφθεί.

Το θετικό δίκαιο είναι ένας μηχανισμός, μέσω του οποίου αναπαράγονται οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας. Για τον λόγο αυτόν μόνη η τυποποίηση της «ανθρωποκτονίας» αδυνατεί να προστατεύσει γυναίκες και θηλυκότητες. Χωρίς νομοθετικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών και της έμφυλης βίας, η ανισότητα και οι διακρίσεις λόγω φύλου διατηρούνται τόσο σε επίπεδο θεσμικό όσο και καθημερινό. Η μη αναγνώριση της πιο ακραίας μορφής έμφυλης βίας που αποκαλείται γυναικοκτονία συνιστά, με βάση τα ανωτέρω, παραβίαση της υποχρέωσης του Κράτους για την εξάλειψη όλων των διακρίσεων λόγω φύλου και την προώθηση της ουσιαστικής ισότητας.

  • Η κ. Δήμητρα Λάτσιου, είναι Δικηγόρος, Συνεργάτιδα Κέντρου «ΔΙΟΤΙΜΑ», ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -