Η σπουδή με την οποία θέλησε να απαντήσει η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στο εξόχως επικριτικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, μάλλον επιβεβαιώνει τα πορίσματα του Ευρωκοινοβουλίου, παρά τα διαψεύδει.
Με την υπ’ αριθμ. 2 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία ελήφθη κατά πλειοψηφία -με δεκατρείς μειοψηφήσαντες δικαστές- το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα «διαβεβαιώνει ότι οι Έλληνες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί υπηρετούν το κράτος δικαίου και τις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, της δίκαιης δίκης και της προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας του κάθε πολίτη και εκτελούν τα καθήκοντά τους υπακούοντας μόνον στο Σύνταγμα, στους νόμους και στη συνείδησή τους».
Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η ανωτέρω απόφαση ελήφθη την επαύριο και ως συνέπεια του από 7ης Φεβρουαρίου ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο επίσης εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία και υπογράμμισε κάποιες «πολύ σοβαρές απειλές κατά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων» στην Ελλάδα. Ειδικότερα, οι ευρωβουλευτές εξέφρασαν ανησυχίες, μεταξύ άλλων, για την ελευθερία και την πολυφωνία των ΜΜΕ, για την κατάχρηση του όρου «εθνική ασφάλεια» και τη χρήση παράνομου λογισμικού παρακολουθήσεων, για την υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία και την ανεπαρκή ποιότητα των επακόλουθων ερευνών και δικαστικών αποφάσεων, για τις καταγγελίες για διαφθορά και τη διάρκεια των σχετικών δικαστικών διαδικασιών. Επίσης, στο ψήφισμα αναφέρεται ότι η κοινοβουλευτική έρευνα για την τραγωδία στα Τέμπη του Φεβρουαρίου 2023 φαίνεται να στερείται πολιτικής αμεροληψίας, όπως δείχνει η άρνηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να διεξαγάγει έρευνα για δύο πρώην υπουργούς μεταφορών, όπως ζητήθηκε από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
«Τι ακριβώς ωθεί τους ανώτατους δικαστές να εμπλακούν σε μια υπόθεση που δεν τους αφορά;»
Με βάση τα ανωτέρω, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «να αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση των παραβιάσεων των αξιών της ΕΕ στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης, αφενός, της αξιολόγησης της χρήσης των κονδυλίων της ΕΕ στο πλαίσιο του κανονισμού περί κοινών διατάξεων σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αφετέρου σε σχέση με τη μη εφαρμογή των αποφάσεων των ευρωπαϊκών δικαστηρίων σύμφωνα με τον κανονισμό για την αιρεσιμότητα του κράτους δικαίου».
Απέναντι σε αυτές τις πολύ σοβαρές αιτιάσεις, οι οποίες αν μη τι άλλο θα όφειλαν να λειτουργήσουν ως έναυσμα για μια ανοικτή και νηφάλια συζήτηση για την ποιότητα της απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα και ευρύτερα για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα, ο Άρειος Πάγος σπεύδει να λήξει το ζήτημα με μια καθολική άρνηση, καταγγέλλοντας, μάλιστα, ότι πρόκειται για «παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης».
Αυτό, αναπόφευκτα, προκαλεί προβληματισμό και ορισμένα ερωτήματα. Για αρχή, τι ακριβώς ωθεί τους ανώτατους δικαστές να εμπλακούν σε μια υπόθεση που δεν τους αφορά; Διότι, το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου δεν στρέφεται per se εναντίον της Δικαιοσύνης, αλλά εναντίον των παρεμβάσεων στο έργο της από την πλευρά της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και εναντίον ενεργειών και παραλείψεων της τελευταίας που θίγουν το κράτος δικαίου εν γένει. Επομένως, εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν ο Άρειος Πάγος διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν καθόλου τέτοιες παρεμβάσεις από την εκτελεστική εξουσία (και όχι από την Ευρωβουλή, πράγμα προδήλως άτοπο) ή ότι υπάρχουν μεν, έστω και ως απόπειρα, αλλά ότι η ίδια η Δικαιοσύνη είναι θεσμικά θωρακισμένη, ανθίσταται και δεν υποχωρεί σε αυτές.
Έπειτα, προκύπτει το ερώτημα ποιος ο λόγος να απαντήσει ένα (εθνικό) Ανώτατο Δικαστήριο σε πράξη ενός (ευρωπαϊκού) κοινοβουλευτικού θεσμού, και μάλιστα απλώς επαναλαμβάνοντας όσα διδάσκει η συνταγματική θεωρία περί της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών. Τυπικά, η απόφαση του Αρείου Πάγου ερείδεται σε νομική βάση, όπως αναφέρεται και στην ίδια άλλωστε. Επί της ουσίας, όμως, η κίνηση αυτή ξενίζει, καθώς ο θεσμικός διάλογος είθισται να διεξάγεται μεταξύ δικαστηρίων, λόγου χάρη μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του δικαστηρίου της ΕΕ μέσω της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, και όχι μεταξύ εθνικών δικαστών και ευρωβουλευτών.
Τέλος, η εν λόγω απόφαση είναι προβληματική, διότι εμπεριέχει ένα ισχυρό στοιχείο αυτοεπιβεβαίωσης: η ελληνική Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι αυτή η ίδια διαβεβαιώνει πως είναι. Είναι σαν να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν παραβιάσεις του Συντάγματος, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν…αντισυνταγματικό. ‘Οπερ έδει δείξαι.
Αντιμέτωπος εκ των πραγμάτων με ένα υπαρκτό ζήτημα που είναι αδύνατον να αγνοηθεί πλέον, ο νομικός κόσμος της χώρας -είτε της ακαδημαϊκής θεωρίας, είτε της δικηγορικής και δικαστικής πράξης- έχει δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να αρκεστεί στην -παρηγορητική, το δίχως άλλο- διαβεβαίωση του Αρείου Πάγου ότι όλα βαίνουν καλώς και ουδείς λόγος ανησυχίας και περαιτέρω έρευνας υφίσταται, αρκεί να υπάρχει ακλόνητη εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία και στην ανεξαρτησία της από οποιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση. Και να «πυροβολεί» τον εκάστοτε αγγελιαφόρο που επιμένει ότι ίσως δεν είναι όλα τόσο θεσμικώς εν τάξει. Η άλλη επιλογή, είναι να ξεκινήσει μια θεσμικά οργανωμένη και επιστημονικά άρτια συζήτηση για τη σχέση μεταξύ πολιτικής και δικαίου στο σύγχρονο πολίτευμα, για τα κακώς κείμενα και για το πώς αυτά μπορούν να επιλυθούν σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία, όπως οφείλει να είναι η Ελλάδα. Διότι, εφόσον γίνει δεκτό ότι στη χώρα πράγματι υπάρχει πρόβλημα κράτους δικαίου, αυτό δεν πρόκειται -και ούτε πρέπει- να το λύσει κανένα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως από μηχανής θεός.
* O κ. Γιάννης Γούναρης είναι Δικηγόρος και Διδάκτορας Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.