Στις 17 Οκτωβρίου 2023, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε νομοθετική πρωτοβουλία με σκοπό την αναθεώρηση της Οδηγίας 2013/11/ΕΕ για την εναλλακτική (εξωδικαστική) επίλυση των καταναλωτικών διαφορών. Η έγκριση της αναθεωρητικής Οδηγίας αναμένεται σύντομα από τη νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που προέκυψε από τις πρόσφατες Ευρωεκλογές. Ανάμεσα στις προωθούμενες τροποποιήσεις, δύο συν μία αξίζουν, κατά την άποψή μου, ιδιαίτερης προσοχής και συζήτησης, υπό την έννοια ότι εισάγουν (ή θα μπορούσαν να εισάγουν) ουσιαστικές και όχι απλώς διαδικαστικές αλλαγές του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου.
Κατά πρώτον, επιδιώκεται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας, ώστε οι διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών (ΕΕΔ) να μπορούν να τυγχάνουν εφαρμογής και σε περιπτώσεις όπου οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν πρόβλημα κατά το προσυμβατικό στάδιο μίας επιχειρούμενης συναλλαγής (π.χ. παραπλανητική αναγραφή τιμών ή παράλειψη προσυμβατικών πληροφοριών).
Μέχρι σήμερα ισχύει η εφαρμογή των διαδικασιών ΕΕΔ μόνο επί κλασσικών συμβατικών διαφορών, δηλαδή διαφορών που αφορούν σε αθέτηση υποχρεώσεων από συμβάσεις πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που έχουν συναφθεί μεταξύ ενός καταναλωτή και ενός προμηθευτή. Στο πλαίσιο αυτό, για την ενεργοποίηση του διαμεσολαβητικού ρόλου ενός πιστοποιημένου φορέα ΕΕΔ απαιτείται η ύπαρξη ενεργούς συμβατικής σχέσης μεταξύ των εμπλεκομένων μερών (αποδεικνυόμενης με έγγραφα, όπως νόμιμο παραστατικό πώλησης, αντίγραφο σύμβασης ή παραγγελίας, αντίγραφο ηλεκτρονικής πληρωμής, κ.λπ.), επί ποινή αρχειοθέτησης μίας υπόθεσης για τυπικούς λόγους.
Η συγκεκριμένη αλλαγή κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, αφού δείχνει να λαμβάνει υπόψη νέες τάσεις στην καταναλωτική συμπεριφορά (στροφή στο ηλεκτρονικό εμπόριο), αλλά και στη διαρθρωτική δομή της αγοράς (στροφή στο online retailing και το ψηφιακό μάρκετινγκ, ραγδαία ανάπτυξη διαδικτυακών B2C πλατφορμών), οι οποίες έχουν διαμορφωθεί με μεγαλύτερη ένταση την τελευταία δεκαετία. Απώτερος στόχος είναι η συστηματοποίηση ενός ευρύτερου πλέγματος προστασίας των καταναλωτών από κινδύνους που εγκυμονεί η αυξημένη έκθεσή τους σε αθέμιτες πρακτικές υπό μορφή, ιδίως, σκοτεινών μοτίβων του διαδικτύου (κρυφές διαφημίσεις, ψεύτικες κριτικές, παραπλανητικές παρουσιάσεις τιμών και χαρακτηριστικών προϊόντων, αδιαφανή στοιχεία εμπόρων, κ.λπ.), τα οποία στρεβλώνουν ή απομειώνουν τη δυνατότητα πραγματοποίησης αυτόνομων επιλογών και λήψης ενημερωμένων αποφάσεων.
Ευλόγως εικάζεται ότι με την εν λόγω διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας θα δημιουργηθούν, ταυτόχρονα, νέες ανάγκες σε επιχειρησιακό επίπεδο ικανοποιητικής λειτουργίας των φορέων ΕΕΔ, αφού η αναμενόμενη υποβολή μεγαλύτερου αριθμού αναφορών (συνεπεία των αυξημένων προβλημάτων που θα καταγγέλλονται σε μεγαλύτερο εύρος συναλλαγών, περιλαμβανομένου του προσυμβατικού τους σταδίου) θα πρέπει να καλυφθεί και από αντίστοιχη ενίσχυση σε υποδομές και προσωπικό, από τη στιγμή που κυρίαρχος στόχος είναι η παροχή αναβαθμισμένων και πάντα ποιοτικών διαμεσολαβητικών υπηρεσιών στους πολίτες.
Κατά δεύτερον, επιδιώκεται η αύξηση της ανταπόκρισης των εμπόρων στις διαδικασίες ΕΕΔ, δια της θεσμοθέτησης υποχρέωσης αποστολής απάντησης σε έναν φορέα ΕΕΔ σχετικά με το εάν σκοπεύουν ή όχι να συμμετάσχουν στη διαδικασία που τους προτείνεται επ’ αφορμή εξέτασης μιας αναφοράς. Ανάλογη υποχρέωση των εμπόρων προβλεπόταν και στην αναθεωρούμενη Οδηγία 2013/11/ΕΕ, πλην όμως αυτή η υποχρέωση, η οποία πλέον καταργείται, ήταν προς τους καταναλωτές (και όχι προς τους φορείς ΕΕΔ) και αφορούσε στην παροχή απλής διευκρινιστικής ενημέρωσης σχετικά με την πρόθεσή τους να κάνουν χρήση κάποιου φορέα ΕΕΔ, προκειμένου να επιλύσουν φιλικά μία διαφορά. Σε κάθε περίπτωση, θα λέγαμε ότι η μεγαλύτερη εμπλοκή των εμπόρων στο σύστημα των διαδικασιών ΕΕΔ εξακολουθεί να επιδιώκεται περισσότερο σε τυπικό επίπεδο, αφού η συμμετοχή τους (και) στο νέο πλαίσιο θα παραμένει επί της ουσίας οικειοθελής (παρεχόμενης, βέβαια, της ευχέρειας στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών-μελών να εισάγουν διαφορετική πρόβλεψη, εάν το επιθυμούν).
Στο σημείο αυτό, θα είχε ομολογουμένως ιδιαίτερη σημασία να βλέπαμε και τη θέσπιση μίας συμπληρωματικής υποχρέωσης των εμπόρων να δικαιολογούν την άρνηση συμμετοχής τους στις διαδικασίες ΕΕΔ, προκειμένου να γίνονται γνωστοί οι ουσιαστικοί λόγοι της επιφυλακτικότητάς τους απέναντι σε έναν θεσμό που ήδη επιχειρεί αρκετό καιρό, έχει αποδείξει τη χρησιμότητά του και επιδιώκει, πάνω απ’ όλα, να συμβάλει καθοριστικά στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Σε μία ακόμα τολμηρότερη νομοθετική εκδοχή, θα ήταν εξίσου ενδιαφέρον να βλέπαμε τη θεσμοθέτηση της δημοσιοποίησης των αρνούμενων να συμμετάσχουν στις διαδικασίες ΕΕΔ εμπόρων (white list). Μία τέτοια πρόβλεψη, εκτός του ότι θα ενδυνάμωνε σημαντικά τα κριτήρια των καταναλωτών κατά την επιλογή αντισυμβαλλόμενου προμηθευτή και, κατ’ επέκταση, το αίσθημα ασφάλειας, κατά πάσα πιθανότητα θα δημιουργούσε και συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά, κατά το παράδειγμα της παροχής εμπορικών εγγυήσεων στα καταναλωτικά προϊόντα. Υπενθυμίζεται ότι μετά την τροποποίηση του άρθρου 5α του ν. 2251/1994, η παροχή εμπορικής εγγύησης (ως συμπληρωματικής στη νόμιμη εγγύηση του άρθρου 540 ΑΚ) εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των προμηθευτών και δύναται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα σε ό,τι αφορά τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ τους για την προσέλκυση καταναλωτών.
Τέλος, στο πλαίσιο αναθεώρησης της Οδηγίας 2013/11/ΕΕ επιδιώκεται και η κατάργηση της πλατφόρμας Ηλεκτρονικής Επίλυσης Διαφορών (ΗΕΔ) του Κανονισμού (ΕΕ) 524/2013, προκειμένου να αντικατασταθεί από ένα ψηφιακό διαδραστικό εργαλείο που θα κατευθύνει τους καταναλωτές σε άλλες λύσεις έννομης προστασίας των συμφερόντων τους. Υπενθυμίζεται ότι η θεσμοθέτηση της πλατφόρμας ΗΕΔ είχε αποτελέσει εμβληματική νομοθετική πρωτοβουλία για την επίλυση καταναλωτικών διαφορών αποκλειστικά από ηλεκτρονικές αγορές, η οποία όμως στην πορεία δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες ούτε απέδωσε τα αναμενόμενα, αφού στατιστικά μέσω αυτού του θεσμού εξυπηρετούνται κατά μέσο όρο μόνο 200 υποθέσεις ετησίως σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το πολύ χαμηλό επίπεδο απόδοσης, που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί το κόστος συντήρησης της πλατφόρμας, αλλά επιπλέον, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, το γεγονός της αλληλοκάλυψης υπηρεσιών, αφού οι αναφορές του πεδίου εφαρμογής της πλατφόρμας ΗΕΔ μπορούσαν (και εξακολουθούν να μπορούν) να επιλυθούν αποτελεσματικά μέσω του ήδη λειτουργούντος και με μακρά σχετική παράδοση Δικτύου Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτή (Δικτύου ΕΚΚ), κατέστησαν τους βασικότερους λόγους λήψης μίας τέτοιας -σωστής- απόφασης. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι τα μέλη του Δικτύου ΕΚΚ θα κληθούν επ’ αυτού του πεδίου να διαδραματίσουν αυξημένο ρόλο στο νέο τοπίο που θα διαμορφωθεί μετά την κατάργηση της πλατφόρμας ΗΕΔ.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στηρίζει πολλά στον θεσμό ΕΕΔ και του αποδίδει στρατηγικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι τον συγκαταλέγει στους κύριους άξονες της εφαρμοζόμενης πολιτικής της για την προστασία των δικαιωμάτων των καταναλωτών και τη (μέσω επίτευξης αυτής της προστασίας) μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει το διασυνοριακό εμπόριο στην Ενιαία Αγορά και την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομικής δραστηριότητας στο παγκόσμιο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Μένει να δούμε (και να αποτιμήσουμε σε μελλοντικό χρόνο) τα αποτελέσματα από την υλοποίηση του αναθεωρητικού της οράματος.
* Ο κ. Αριστοτέλης Σταμούλας είναι Διευθυντής Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταναλωτή Ελλάδας.