fbpx
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου, 2024

Yποκλοπές: Το νομικό και λογικό άλμα στην ανακοίνωση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου

Όπως εξελίσσεται η υπόθεση, και κατά το διοικητικό της σκέλος, δεν θα μάθουν ούτε οι παθόντες, υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα και ανώτατοι αξιωματούχοι της χώρας, όσο και ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, γιατί παρακολουθούντο από τις κρατικές αρχές, και αν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ΕΥΠ και οι πολιτικοί προϊστάμενοι αυτών ενεργούσαν για την εθνική ασφάλεια της χώρας ή για ίδιον όφελος.

Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 8 λεπτά

Δείτε επίσης

Στις 30/7/2024 η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη εξέδωσε ανακοίνωση για το Πόρισμα της προκαταρκτικής εξέτασης που είχε διαταχθεί από την ίδια και ανατεθεί στον Αντεισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου Αχιλλέα Ζήση, σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών και των παγιδεύσεων των τηλεφώνων υψηλά ιστάμενων πολιτικών προσώπων (μεταξύ των οποίων ο μετέπειτα Πρόεδρος του τρίτου τη τάξει πολιτικού κόμματος κλπ.), όπως και δημόσιων αξιωματούχων (μεταξύ των οποίων ακόμη και του τότε εν ενεργεία Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων).

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, έγινε αποδεκτό το, κατά την Εισαγγελέα, απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα 300 σελίδων του άνω Εισαγγελικού λειτουργού, που στηρίζεται, πάλι κατά την ίδια Εισαγγελέα, στο πλούσιο αποδεικτικό που συλλέχθηκε επί 9 μήνες που διήρκεσε η έρευνα σε επίπεδο Εισαγγελίας Αρείου Πάγου, μετά την αφαίρεση του σχετικού φακέλου από τους πρωτοβάθμιους Εισαγγελείς, με την επίκληση της σπουδαιότητας της υπόθεσης.

Δεν έχουμε γνώση του σχετικού πορίσματος, καθότι αφορά προκαταρκτική εξέταση, πλην από σχετικές διαρροές προς τον τύπο. Δεν μπορούμε έτσι να εκφέρουμε γνώμη για τις άνω κρίσεις της Εισαγγελέα, που μπορεί να είναι ακριβείς, παρότι βέβαια εκφεύγουν της κοινής λογικής. Τούτο καθώς δύσκολα μπορεί να πιστέψει ο κοινός νους ότι παγιδεύσεις τηλεφώνων υψηλά ιστάμενων προσώπων με το παράνομο λογισμικό Predator που διακινούσαν εταιρίες με έδρα και την Ελλάδα, και μάλιστα είχαν εξάγει με σχετικές άδειες του Υπουργείου Εξωτερικών, δεν ήταν σε γνώση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και των πολιτικών προϊσταμένων αυτής, του ίδιου μάλιστα του Πρωθυπουργού που προΐσταται της Υπηρεσίας από το 2019 και του Γενικού του Γραμματέα, και συγγενικού του προσώπου, που αποπέμφθηκε με το ξέσπασμα του σκανδάλου.

Δύσκολα, επίσης, μπορεί να πιστέψει πάλι ο κοινός νους ότι αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι για 27 από τα 87 πρόσωπα, των οποίων τα τηλέφωνα επιβεβαιωμένα είχαν παγιδευθεί με το παράνομο λογισμικό, είχαν εκδοθεί διατάξεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών τους με αίτημα της ΕΥΠ, και μάλιστα για 22 εξ αυτών κατά την ίδια περίοδο της παρακολούθησης με το παράνομο λογισμικό

Δύσκολα, επίσης, μπορεί να πιστέψει πάλι ο κοινός νους ότι αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι για 27 από τα 87 πρόσωπα, των οποίων τα τηλέφωνα επιβεβαιωμένα είχαν παγιδευθεί με το παράνομο λογισμικό, είχαν εκδοθεί διατάξεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών τους με αίτημα της ΕΥΠ, και μάλιστα για 22 εξ αυτών κατά την ίδια περίοδο της παρακολούθησης με το παράνομο λογισμικό. Σύμπτωση το χαρακτήρισαν οι πραγματογνώμονες που ορίσθηκαν αρμόδια, σύμφωνα με τις διαρροές στον τύπο.

Παρόλα αυτά, ιδίως καθώς δεν είμαστε ακόμη γνώστες του σχετικού πορίσματος, μπορούμε να δεχθούμε ότι ακόμη και από μια τέτοια πλούσια σε αποδεικτικό υλικό έρευνα, μπορεί να μην προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής κρατικών λειτουργών για την άσκηση ποινικής δίωξης, πέραν αυτών που ασκήθηκαν σε βάρος ιδιωτών που ενέχονταν με τη διακίνηση και χρησιμοποίηση αυτού του παράνομου λογισμικού.

Όμως, εκείνο που δεν μπορούμε να δεχθούμε είναι η καταληκτική διαπίστωση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. «Από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται ΑΝΑΝΤΙΛΕΚΤΑ ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού».

Κάθε προκαταρκτική εξέταση διερευνά την τέλεση κάποιου εγκλήματος. Αν δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, δεν ασκείται ποινική δίωξη. Από εκεί, όμως, έως την αναντίλεκτη διαβεβαίωση περί καμίας απολύτως εμπλοκής κρατικών λειτουργών στις παράνομες παρακολουθήσεις, είναι ένα νομικό και λογικό άλμα. Δεν προέκυψαν ενδείξεις, θα κατέληγε μια εισαγγελική διάταξη, και μέχρι εκεί. Οι λοιπές κρίσεις ανήκουν στην ιστορία και τους ιστορικούς του μέλλοντος, που πιθανόν έχουν αντίθετη άποψη.

Αν δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, δεν ασκείται ποινική δίωξη. Από εκεί, όμως, έως την αναντίλεκτη διαβεβαίωση περί καμίας απολύτως εμπλοκής κρατικών λειτουργών στις παράνομες παρακολουθήσεις, είναι ένα νομικό και λογικό άλμα

Δυστυχώς, όμως, οι πρόσφατες ανακοινώσεις της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας στην Ελλάδα για πρόσφατες υποθέσεις, που έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη και εμπλέκουν κρατικούς λειτουργούς, διαπνέονται από το ίδιο πνεύμα. Επιθετικό προς τους επικριτές των αποφάσεών της και απολογητικό ως προς τη δράση της, εκθειάζοντας ανεπίτρεπτα για δικαστικό λειτουργό τις ενέργειές της.

Θυμίζουμε την κοινή ανακοίνωση Προέδρου και Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των Τεμπών, ή τη σύγκληση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με σκοπό την απάντηση σε ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, που βρήκαν ικανή απάντηση και από την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, και από το Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.

Οι διαβεβαιώσεις της ηγεσίας της δικαστικής εξουσίας ότι διαφυλάσσει το κράτος Δικαίου στην Ελλάδα και ότι οι πολίτες ουδόλως οφείλουν να ανησυχούν, δυστυχώς δεν εισακούονται από το ευρύ κοινό, νομικών και μη. Οι σχετικές έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν μια συνεχή διαχρονική πτώση της αξιοπιστίας του θεσμού της δικαιοσύνης, ιδίως τα τελευταία χρόνια, και παρόμοιες ανακοινώσεις, μόνο ενοχικές ως προς αυτή τη δημόσια αυτή εικόνα μοιάζουν.

Αξίζει, επίσης, τέλος να σχολιάσουμε ακόμη ένα σημείο από την ως άνω ανακοίνωση της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δεν γνωρίζουμε αν αποτελούσε αυτοτελές αντικείμενο έρευνας στο πλαίσιο μιας ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης το σύννομο των διατάξεων άρσεως απορρήτου από την αρμόδια αποσπασμένη στην ΕΥΠ Εισαγγελική λειτουργό. Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, όπως έχει καταδειχθεί, είναι αρκούντως ασαφές και προβληματικό, ιδιαίτερα όταν η άρση του απορρήτου γίνεται με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, ακόμη και μετά τις τροποποιήσεις του ν. 5002/2022 που περιέλαβε κάποιες ελάχιστες δικλείδες ασφαλείας, κυρίως ως προς πολιτικά πρόσωπα, με την εμπλοκή και της Βουλής. Πάντως, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την ως άνω ανακοίνωση ενημέρωσε ταυτόχρονα ότι σε σχετική πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση κατά της ως άνω αποσπασμένης στην ΕΥΠ Εισαγγελικής λειτουργού, εκδόθηκε απαλλακτικό πόρισμα ως προς την έγκριση περισσότερων από 46.000 αιτημάτων της ΕΥΠ και των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας κατά την περίοδο 2020 -2022. Επικαλέσθηκε δε ως προς αυτό και σχετική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς το πνεύμα των σχετικών διατάξεων, που δεν επιβάλλουν την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις σχετικές διατάξεις άρσης απορρήτου.

Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επικαλέσθηκε ως προς αυτό και σχετική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς το πνεύμα των σχετικών διατάξεων, που δεν επιβάλλουν την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις σχετικές διατάξεις άρσης απορρήτου. Μόνο που η σχετική απόφαση του ΔΕΕ (C-349/21) κατέληξε αντίθετα

Μόνο που η σχετική απόφαση του ΔΕΕ (C-349/21) κατέληξε αντίθετα, ότι (το δίκαιο της ΕΕ) «δεν αντιτίθεται σε εθνική πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται άδεια για τη χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών, κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος των ποινικών αρχών, καταρτίζονται βάσει τυποποιημένου κειμένου χωρίς εξατομικευμένη αιτιολογία, ….., υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι βάσει των οποίων ο αρμόδιος δικαστής έκρινε ότι τηρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου, υπό το πρίσμα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την προκειμένη περίπτωση, μπορούν να συναχθούν ευχερώς και επακριβώς από μια συνδυασμένη ανάγνωση της αποφάσεως και της αιτήσεως περί χορηγήσεως αδείας και υπό την προϋπόθεση ότι, μετά τη χορήγηση της άδειας, παρέχεται στο πρόσωπο εις βάρος του οποίου επετράπη η χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών πρόσβαση στην αρχική αίτηση».

Θυμίζουμε ότι με την πρόσφατη απόφαση 465/2024 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η σχετική διάταξη του άρθρου 87 του ν. 4790/2021 που εισήχθη όταν ξεκινούσε η διερεύνηση του σκανδάλου, και η οποία δεν επέτρεπε την δυνατότητα γνωστοποίησης του περιεχομένου του μέτρου της άρσης απορρήτου, όταν αυτό επιβάλλεται για λόγους εθνικής ασφάλειας, κρίθηκε ότι αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό του απαραβίαστου της επικοινωνίας, που δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο της λειτουργίας του κράτους δικαίου, και, συνεπώς, αντίκειται στα άρθρα 19 παρ. 1 του Συντάγματος, 5 παρ. 1 και 15 παρ. 1 της οδηγίας 2002/58, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ και είναι ανίσχυρη.

Παρά ταύτα, ακόμη και αυτή η απόφαση του έτερου ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας δεν έχει εφαρμοσθεί, και ούτε έχει ενημερωθεί ο προσφεύγων – πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, που είχε τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ για τους λόγους εθνικής ασφάλειας που επέβαλλαν αυτό. Η δε παρούσα σύνθεση της Ολομέλειας της ΑΔΑΕ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με αμφισβητούμενες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, πριν την επιβολή προστίμου στην ΕΥΠ, αρνήθηκε να καλέσει σε ακρόαση τον διοικητή της ΕΥΠ για την άρνηση παροχής διευκρινίσεων προς την ΑΔΑΕ παρά την απόφαση του ΣΤΕ. Δεν υπάρχει δε, μέσα σε αυτό το νομοθετικό κυκεώνα, οποιαδήποτε άλλη αρχή για να ελέγξει το σύννομο της δράσης της ΕΥΠ και των πολιτικών της προϊστάμενων.

Έχει απομείνει έτσι μια δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος, σε βάρος ιδιωτών οι οποίοι, σύμφωνα με το πνεύμα της Εισαγγελικής ανακοίνωσης, διενεργούσαν παράνομες παρακολουθήσεις υψηλά ιστάμενων προσώπων (και αυτού του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων) ιδία πρωτοβουλία και για ίδιον όφελος. Όπως, δε, εξελίσσεται η υπόθεση και κατά το διοικητικό της σκέλος, δεν θα μάθουν ούτε οι παθόντες, υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα και ανώτατοι αξιωματούχοι της χώρας, όσο και ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι, γιατί παρακολουθούντο από τις κρατικές αρχές, και αν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ΕΥΠ και οι πολιτικοί προϊστάμενοι αυτών ενεργούσαν για την εθνική ασφάλεια της χώρας ή για ίδιον όφελος.

Ελπίζουμε να κατανοεί η ανώτατη δικαστική εξουσία του τόπου ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν προάγει το κράτος δικαίου, ούτε την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, παρά τα όσα δελτία τύπου εκδώσει.

* O κ. Βασίλης Παπαδόπουλος είναι Δικηγόρος, Πρόεδρος του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -