fbpx

«Υπόθεση Μάτι»: Η αναβίωση των χρηματικών ποινών

Ο θεσμός της μετατροπής μίας στερητικής της ελευθερίας ποινής εμφανίζει ερμηνευτικό ενδιαφέρον αλλά και αρκετά ζητήματα αναλογικότητας

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Πριν από λίγες μέρες εκδικάσθηκε η υπόθεση της θανατηφόρας πυρκαγιάς στο Μάτι που στέρησε τη ζωή σε 104 συνανθρώπους μας. Η συγκεκριμένη τραγωδία συγκλόνισε την κοινή γνώμη τον Ιούλιο του 2018, όταν η φωτιά που έβαλε ένας 65χρονος για να κάψει χόρτα στο χωράφι του στην περιοχή Νταού Πεντέλης ξέφυγε από τον έλεγχό του εξαιτίας των ισχυρών ανέμων που έπνεαν στην περιοχή, με αποτέλεσμα να κατέβει ταχύτατα τις πλαγιές του Πεντελικού Όρους και να κάψει τα πάντα στο πέρασμά της. Οι λανθασμένοι χειρισμοί των κρατικών δυνάμεων οδήγησαν στον εγκλωβισμό πολλών κατοίκων στα σπίτια τους, αλλά και στους δρόμους που προσπάθησαν να διαφύγουν πεζή ή με τα αυτοκίνητά τους, δημιουργώντας μποτιλιάρισμα. Το δικαστήριο έκρινε ένοχα 6 πρόσωπα για ανθρωποκτονία από αμέλεια δια παραλείψεως, μετατρέποντας την επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή τους σε χρηματική. Η εξέλιξη αυτή ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, με τη συζήτηση για ακόμα μία φορά να οδηγείται στον νέο ΠΚ, αλλά και στις αλλαγές του N 5090/2024, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 01.05.2024.

Η προσέγγιση του θεσμού της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική παρουσιάζει ιδιαίτερο ερμηνευτικό ενδιαφέρον. Θα επιχειρηθεί να παρατεθούν τα μέχρι σήμερα ισχύοντα καθεστώτα, να σχολιαστούν οι ρυθμίσεις τους και να φωτιστούν οι επιλογές των δικαστών στην κρίσιμη δίκη. Δεν είναι τυχαίο πως οι ευθείες βολές του πολιτικού κόσμου, με τον υφυπουργό Δικαιοσύνης να προεξοφλεί την άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα εφετών, αλλά και της κοινής γνώμης εναντίον του δικαστικού και εισαγγελικού σώματος, πυροδότησαν την αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, εκφράζοντας την έντονη ανησυχία της για τα λαϊκά δικαστήρια που συνοδεύονται από προπηλακισμούς σε βάρος των λειτουργών της Δικαιοσύνης υπό την ανοχή της πολιτείας.

Η συζήτηση πρέπει να εκκινήσει από μία πρωτοφανή ρύθμιση για τα ελληνικά, αλλά και ευρωπαϊκά δεδομένα, που εισήχθη με τον N 4093/2012 (άρ. 82 παρ. 1 προγΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από τις περ. 1 και 2 της υποπαραγράφου ΙΓ’ του πρώτου άρθρου N 4093/2012). Συγκεκριμένα, προβλέφθηκε η δυνατότητα μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής που είναι μεγαλύτερη από τα 2 έτη και δεν υπερβαίνει τα 5 έτη σε χρηματική ποινή, εκτός εάν το δικαστήριο κρίνει, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Η συγκεκριμένη παράδοξη ρύθμιση που διεύρυνε προς τα πάνω τα επιτρεπτά όρια της μετατροπής κρίθηκε από τον νομοθέτη αναγκαία προκειμένου «να συμβάλλει στη μείωση του ολοένα αυξανόµενου αριθµού του σωφρονιστικού πληθυσμού», θεωρώντας παράλληλα πως υπηρετείται µία πιο σύγχρονη σωφρονιστική αντίληψη (Βλ. ΑιτΈκθ N 4093/2012, σελ. 48).

Μία τέτοια ρύθμιση, όπως και γενικότερα ο θεσμός της μετατροπής μίας στερητικής της ελευθερίας ποινής, εμφανίζουν αρκετά ζητήματα αναλογικότητας. Πρώτον, είναι φανερό πως η εξάρτηση της δυνατότητας μετατροπής από την οικονομική κατάσταση του δράστη δημιουργεί ένα ταξικό κριτήριο και μία άνιση αντιμετώπιση, ώστε να απολαμβάνουν τη δυνατότητα μόνο όσοι έχουν οικονομική άνεση και να την στερούνται όσοι δεν διαθέτουν τα μέσα πληρωμής. Δεύτερον, είναι παράδοξο το γεγονός πως ενώ για ένα έγκλημα, όπως εν προκειμένω η ανθρωποκτονία από αμέλεια (άρ. 302 ΠΚ), ο νομοθέτης έχει επιλέξει την αποκλειστική επιβολή μίας στερητικής της ελευθερίας ποινής, δίνεται μεταγενέστερα η δυνατότητα μετατροπής της σε χρηματική. Η αξιολόγηση του νομοθέτη πως μόνο η χρηματική ποινή δεν αρκεί για το συγκεκριμένο έγκλημα μοιάζει να αλλοιώνεται πλήρως από έναν ευμετάβλητο θεσμό που ανάλογα με την πολιτική σκοπιμότητα που εξυπηρετείται διευρύνει ή συρρικνώνει τα επιτρεπτά όρια της μετατροπής. Δεν είναι τυχαίο πως στην αρχική διάταξη του προγΠΚ προβλεπόταν η δυνατότητα μετατροπής πολύ χαμηλών στερητικών της ελευθερίας ποινών που άγγιζαν τους 6 μήνες. Τρίτον, ήταν εντελώς παράδοξο το εξής σχήμα που ίσχυε στον προγΠΚ: ενώ δεν επιτρεπόταν αναστολή ποινής μεγαλύτερης των 3 ετών δινόταν η δυνατότητα μετατροπής μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής που έφτανε τα 5 έτη.

Βάσει αυτών των σκέψεων ο νομοθέτης του νέου ΠΚ (N 4619/2019) προέβη στο γενναίο βήμα της ολικής κατάργησης του θεσμού της μετατροπής μίας στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός πως δεν μπορεί να εισάγονται σε καταστήματα κράτησης δράστες που έχουν καταδικαστεί με σύντομες στερητικές της ελευθερίας ποινές εξαιτίας του κοινωνικού στιγματισμού που αυτές συνεπάγονται, διεύρυνε τον θερμό της αναστολής εκτέλεσης της ποινής.

Δυστυχώς, η συγκεκριμένη επιλογή δεν μακροημέρευσε, καθώς ο νομοθέτης του N 5090/2024 επανέφερε τον θεσμό της μετατροπής μίας στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική. Συγκεκριμένα, πλέον βάσει του άρ. 80Α ΠΚ παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο σε περίπτωση επιβολής ποινών φυλάκισης μέχρι 2 ετών να μετατρέψει την επιβληθείσα ποινή σε χρηματική, χωρίς όμως να γίνεται καμία νύξη στην αιτιολογική έκθεση της σκέψης επαναφοράς αυτού του θεσμού και τον λόγο απόρριψης της προηγούμενης νομοθετικής πρωτοβουλίας. Αν παρατηρηθεί μάλιστα λίγο πιο προσεκτικά ο θεσμός της αναστολής εκτέλεσης της ποινής διαπιστώνεται μία σημαντική παράμετρος: η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων εφαρμογής του θεσμού με τον περιορισμό του σε πολύ ελαφρά πλημμελήματα, ήτοι σε ποινές φυλάκισης μέχρι 1 έτους, αντί των 3 ετών που ίσχυαν στο προγενέστερο καθεστώς, εφόσον μάλιστα οι προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες για τελούμενα εγκλήματα δεν υπερβαίνουν το 1 έτος, αντί των 3 ετών που ίσχυαν στο προγενέστερο καθεστώς. Με αυτόν τον τρόπο και δεδομένου πως το πλαίσιο της μετατροπής της ποινής σε χρηματική επαναφέρεται και μάλιστα για ποινές φυλάκισης μέχρι 2 ετών, είναι φανερό πως η αδρανοποίηση του ενός θεσμού θα φέρει την ενεργοποίηση του άλλου, με ό, τι αυτό συνεπάγεται.

Η απόφαση για την τραγωδία στο Μάτι επιβεβαιώνει περίτρανα όλους τους παραπάνω φόβους. Σε μία σύντομη αποτίμηση και προς αποφυγή της σύγχυσης που επικράτησε, εν προκειμένω εφαρμοζόμενος νόμος ήταν ο N 4093/2012, καθώς βάσει της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου του άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ θα υπερισχύσει ως ευμενέστερος των άλλων δύο.

Είναι φανερό πως η προσπάθεια που ξεκίνησε με τον νέο ΠΚ με στόχο τον εξορθολογισμό των ποινών σε ευρωπαϊκά επίπεδα, αλλά και την κατάργηση ή την αναδιαμόρφωση πολλών θεσμών, μοιάζει να αντικαθίσταται από ένα νομοθέτημα που από την πόρτα αυστηροποιεί τις ποινές με εμφανή την επικοινωνιακή τακτική και από το παράθυρο επαναφέρει απαρχαιωμένους θεσμούς στην προσπάθεια να αποφύγει την πίεση στο σωφρονιστικό σύστημα που αναμένεται το προσεχές διάστημα.

* Ο κ. Γεώργιος Ι. Μπαστουνάς είναι Δικηγόρος και υπ. διδάκτωρ «Ποινικών και Εγκληματολογικών επιστημών» στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -