Σοβαρά ερωτήματα για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης εγείρει η υπόθεση δικαστή στην Πολωνία, από την οποία αφαιρέθηκαν περίπου 70 εκκρεμείς υποθέσεις χωρίς καμία αιτιολόγηση ή ενημέρωση, σύμφωνα με απόφαση του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-647/21 και C-648/21.
Τον Οκτώβριο του 2021, το συμβούλιο διοίκησης του δικαστηρίου αποφάσισε, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση ή αιτιολόγηση, να αφαιρέσει τις υποθέσεις από τη συγκεκριμένη δικαστή και να τις αναθέσει σε άλλους συναδέλφους της. Η πράξη αυτή εκδόθηκε χωρίς τη συγκατάθεσή της, δεν της επιδόθηκε και δεν της επιτράπηκε η πρόσβαση στο περιεχόμενό της.
Η δικαστής εκτίμησε ότι το μέτρο αυτό είχε τιμωρητικό χαρακτήρα, καθώς συνδέεται άμεσα με τις ενέργειές της να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του διορισμού συναδέλφου της, με τον οποίο συμμετείχε από κοινού σε άλλο δικαστικό σχηματισμό. Επιπλέον, θεώρησε ότι η απομάκρυνσή της από τις υποθέσεις αποτέλεσε αντίποινα, επειδή είχε εξαφανίσει απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που, κατά την κρίση της, δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αφαίρεση των υποθέσεων, όπως υποστήριξε, δεν ήταν τυχαία, αλλά είχε ως σκοπό την αποτροπή μελλοντικών ενεργειών αμφισβήτησης της νομιμότητας διορισμών και δικαστικών αποφάσεων.
Η μεσολάβηση του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου
Η υπόθεση έφτασε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο στάθηκε στη σημασία της προστασίας των δικαστών από κάθε είδους αθέμιτη παρέμβαση, ακόμη και όταν αυτή προέρχεται από το εσωτερικό του ίδιου του δικαστικού συστήματος.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ, το γεγονός ότι ένα συμβούλιο διοίκησης μπορεί να αφαιρέσει υποθέσεις χωρίς αντικειμενικά και συγκεκριμένα κριτήρια, καθώς και χωρίς καμία αιτιολόγηση, συνιστά απειλή για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Μια τέτοια πρακτική, επισημαίνει το Δικαστήριο, μπορεί να λειτουργήσει ως συγκεκαλυμμένη πειθαρχική κύρωση, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπογράμμισε ακόμη ότι, εάν ένα εθνικό δικαστήριο διαπιστώσει πως η αφαίρεση υποθέσεων λάβει χώρα κατά παράβαση του ευρωπαϊκού δικαίου, οφείλει να εξαλείψει τις συνέπειες της απόφασης αυτής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η δικαστής μπορεί να συνεχίσει την εκδίκαση των υποθέσεων που της είχαν αρχικά ανατεθεί, αγνοώντας την παρέμβαση του συμβουλίου διοίκησης.