Την καταδίκη της Ελλάδας έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με αφορμή την υπόθεση 3 Ελλήνων Ρομά που έπεσαν θύματα βίας και ρατσιστικής μεταχείρισης απο αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της σύλληψης και κράτησής τους. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου αναγνώρισε σοβαρές παραβιάσεις των διαδικαστικών υποχρεώσεων του κράτους να διερευνήσει τόσο την κακομεταχείριση όσο και τον πιθανό ρατσιστικό χαρακτήρα της. (Panayotopoulos and Others v. Greece)
Παρουσίαση των γεγονόντων
Στις 8 Οκτωβρίου 2016, οι αιτούντες ήταν επιβάτες σε αυτοκίνητο που ενεπλάκη σε αστυνομική καταδίωξη, η οποία κατέληξε σε σύγκρουση. Αφού εγκατέλειψαν το αυτοκίνητο, κρύφτηκαν σε μπαλκόνι ξένης ιδιοκτησίας, όπου τελικά συνελήφθησαν. Σύμφωνα με τους ίδιους, οι αστυνομικοί τούς εξύβρισαν με ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς και άσκησαν υπέρμετρη βία -μεταξύ άλλων ξυλοδαρμό- κατά τη σύλληψή τους, τη μεταφορά τους στο Αστυνομικό Τμήμα Άνω Λιοσίων και την κράτησή τους.
Ο πρώτος αιτών (κ. Παναγιωτόπουλος) υπέστη σοβαρό τραυματισμό στα γεννητικά όργανα και νοσηλεύτηκε σε ΜΕΘ με πόνο στο στήθος, ενώ, οι άλλοι δύο αιτούντες υπέστησαν εκδορές, μώλωπες και τραυματισμούς στον αυχένα. Σύμφωνα με τους ίδιους, ζήτησαν επανειλημμένα ιατροδικαστική εξέταση, η οποία δεν διενεργήθηκε έγκαιρα. Από την πλευρά τους, οι αιτούντες κατήγγειλαν ότι οι αστυνομικοί επιτέθηκαν εναντίον τους εξαιτίας της Ρομά καταγωγής τους και προσπάθησαν να τους εκφοβίσουν για να ομολογήσουν, ενώ, έκαναν αναφορά και για ελλείψεις στις διοικητικές και ποινικές έρευνες που ακολούθησαν.
Σύμφωνα με την κυβέρνηση και τα λεγόμενα των αστυνομικών, οι αιτούντες προκάλεσαν το ατύχημα κατά την προσπάθειά τους να διαφύγουν και, μετέπειτα, να αντισταθούν κατά της σύλληψής τους. Επέμειναν ότι οι τραυματισμοί τους αποδίδονται είτε στο τροχαίο είτε στην προσπάθειά τους να πηδήξουν από ύψος για να διαφύγουν, ενώ αναφορικά με την ασκηθείσα βία την παρουσίασαν ως απολύτως αναγαγκαία.
Πειθαρχική, πονική και αστική διαδικασία
Η υπόθεση διερευνήθηκε αρχικά μέσω προκαταρκτικής διοικητικής εξέτασης (ΠΔΕ) το 2016 και αργότερα ένορκης διοικητικής εξέτασης (ΕΔΕ), με την αστυνομία να καταλήγει ότι η χρήση βίας από τους αστυνομικούς ήταν αναγκαία λόγω αντίστασης των αιτούντων. Παρά τις αντιρρήσεις που εξέφρασε ο Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος επισήμανε σοβαρές ελλείψεις (π.χ., έλλειψη ιατροδικαστικής εξέτασης, ανεπαρκής διερεύνηση ρατσιστικών κινήτρων), η υπόθεση αρχειοθετήθηκε οριστικά το 2021, χωρίς πειθαρχικές κυρώσεις στους αστυνομικούς.
Ως προς την ποινική διαδικασία, ένα χρόνο μετά το συμβάν ξεκίνησε η προκαταρκτική εξέταση, και το 2018 ο αρμόδιος εισαγγελέας άσκησε δίωξη κατά 3 αστυνομικών για βασανιστήρια με ρατσιστικό κίνητρο. Η κύρια ανάκριση ολοκληρώθηκε το 2019, αλλά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφάσισε τη μη παραπομπή των αστυνομικών σε δίκη, επικαλούμενο αντιφάσεις στις καταθέσεις των αιτούντων και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, αποδίδοντας τους τραυματισμούς των αστυνομικών στο τροχαίο και την προσπάθεια διαφυγής τους.
Τέλος αναφορικά με το αστικό κομμάτι, Ο πρώτος αιτών είχε ζητήσει αποζημίωση 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη. Το 2024, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών αναγνώρισε ότι η αστυνομική βία υπερέβη το αναγκαίο μέτρο επιδικάζοντας 5.000 ευρώ ως αποζημίωση, κρίνοντας ότι δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η χρήση βίας.
Κρίση του ΕΔΔΑ
Παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (απαγόρευση των βασανιστηρίων)
Το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της παραβίασης του αρ.3 της ΕΣΔΑ, το οποίο απαγορεύει με απόλυτο τρόπο τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Το δικαίωμα αυτό θεωρείται πως απαρτίζεται από δύο πτυχές, την ουσιαστική και την διαδικαστική.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του αρ. 3 αναφορικά με τη διαδικαστική του πτυχή, αναφέροντας ότι δεν διεξήχθη αποτελεσματική έρευνα για τις καταγγελίες όλων των προσφευγόντων περί βασανιστηρίων ή κακομεταχείρισης από την αστυνομία.
Πιο συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ στήριξε την ανωτέρω κρίση του στην έλλειψη ανεξαρτησίας της έρευνας, με το σκεπτικό ότι η διοικητική έρευνα ανατέθηκε σε αστυνομικούς της ίδιας Διεύθυνσης με τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς. Αν και αργότερα η έρευνα εποπτεύθηκε από τον Συνήγορο του Πολίτη, πολλές από τις συστάσεις του αγνοήθηκαν. Επίσης, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις των προσφευγόντων, το δικαστήριο ανέφερε ότι δεν διετάχθη ιατροδικαστική εξέταση για να τεκμηριωθούν τα τραύματά τους ενώ οι καταθέσεις των αστυνομικών παρουσίασαν σημαντικές αντιφάσεις πάνω σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η ακριβής τοποθεσία του περιστατικού και η ύπαρξη γέφυρας (από την οποία φέρεται ότι πήδηξαν οι προσφεύγοντες). Τέλος, το δικαστήριο έθιξε τις σημαντικές χρονικές καθυστερήσεις καθώς η ποινική έρευνα διήρκεσε σχεδόν τρία χρόνια με περιόδους αδράνειας ενώ η διοικητική έρευνα διήρκεσε περίπου πέντε χρόνια, υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα της.
Ως προς την ουσιαστική πτυχή του άρθρου 3, το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε παραβιαστεί ως προς τον πρώτο και ο τρίτο προσφεύγοντα, λόγω υπέρμετρης και δυσανάλογης χρήσης βίας από αστυνομικούς κατά την διάρκεια της σύλληψης τους που συνιστά απάνθρωπη μεταχείριση. Μάλιστα, ο πρώτος προσφεύγων υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς, συμπεριλαμβανομένου τραύματος στη γεννητική περιοχή και εκδορών. To δικαστήριο θεώρησε ανεπαρκείς τις εξηγήσεις της κυβέρνησης (ότι οι τραυματισμοί προκλήθηκαν από αντίσταση στη σύλληψη ή από πτώση από γέφυρα). Ωστόσο, ως προς τον δεύτερο προσφεύγοντα, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση, καθώς τα στοιχεία για την κακομεταχείριση του δεν έφταναν το όριο σοβαρότητας που απαιτεί το άρθρο 3 της Σύμβασης.
Παραβίαση του Άρθρου 14 της ΕΣΔΑ (Απαγόρευση Διακρίσεων)
Το Δικαστήριο διαπίστωσε την παραβίαση του Άρθρου 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το Άρθρο 3 όσον αφορά τη διαδικαστική πτυχή, κρίνοντας ότι οι αρχές δεν διερεύνησαν επαρκώς τον πιθανό ρατσιστικό χαρακτήρα της κακομεταχείρισης που υπέστησαν οι προσφεύγοντες. Παρότι υπήρξε εντολή για διερεύνηση του ρατσιστικού κινήτρου, η έρευνα δεν προσπάθησε να διαλευκάνει εάν οι αστυνομικοί είχαν εμπλακεί σε παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν ή εάν είχαν εκδηλώσει ρατσιστική συμπεριφορά.
Ως προς την ουσιαστική πτυχή, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3, σημειώνοντας ότι δεν υπήρξαν συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν ότι η κακομεταχείριση ήταν αποτέλεσμα φυλετικής διάκρισης. Αν και υπήρξαν αναφορές στη Ρομά καταγωγή των προσφευγόντων σε επίσημα έγγραφα, αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποδειχθεί ότι οι ενέργειες των αστυνομικών είχαν ως αιτία τις ρατσιστικές τους προκαταλήψεις.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 120 ευρώ στον πρώτο και στον τρίτο αιτούντα για περιουσιακή ζημία και 20.000 ευρώ στον καθένα για ηθική βλάβη, ενώ ο δεύτερος αιτών έλαβε 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη.